Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Η επιστολή Τζόνσον προς Ινονού, το 1964

*Το περιεχόμενο και ο τόνος της επιστολής του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον (η φωτ. από την ορκωμοσία του) προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού είχαν ως άμεση συνέπεια τη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων εισβολής στην Κύπρο.



Γράφει ο κ. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ*


Το 1964 το Κυπριακό βρισκόταν σε έξαρση. Τη νηνεμία που είχε προκύψει για τρία χρόνια μετά την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας, διαδέχθηκε η θύελλα. Τον Δεκέμβριο του 1963, με αφορμή την πρόταση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για την αναθεώρηση δεκατριών σημείων του κυπριακού Συντάγματος, η συνταγματική τάξη στο νησί κατέρρευσε.
Με την παρότρυνση της Άγκυρας, οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν την κυβέρνηση, τη Βουλή και τα υπόλοιπα δημόσια αξιώματα (συμπεριλαμβανομένης της διοίκησης) και άρχισαν να συγκεντρώνονται σε θύλακες εντός του κυπριακού εδάφους, οι οποίοι πρακτικά λειτουργούσαν ως κράτος εν κράτει. Η πρώτη de facto διχοτόμηση είχε πραγματοποιηθεί. Σχεδόν ταυτόχρονα, στο νησί ξέσπασαν αιματηρές ταραχές ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Η κλιμάκωση της έντασης κινδύνευε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η Τουρκία απειλούσε ανοιχτά με εισβολή στην Κύπρο, τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη παραβίαζαν επανειλημμένως τον κυπριακό εναέριο χώρο, ενώ τουρκικά πολεμικά πλοία κινούνταν στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ των μικρασιατικών και των κυπριακών ακτών (ορισμένες φορές ακόμα και εντός των κυπριακών χωρικών υδάτων).
*Τζόνσον και Ινονού

Σε μια προσπάθεια να μεταβάλει τον αρνητικό εις βάρος της συσχετισμό δυνάμεων και να αποτρέψει τη σχεδιαζόμενη τουρκική εισβολή, η νέα ελληνική κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου αποφάσισε τον Απρίλιο του 1964 τη μυστική αποστολή 2.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Κύπρο: είχε προηγηθεί η αποτυχημένη ελληνοκυπριακή απόπειρα κατάληψης του τουρκοκυπριακού θύλακα του Αγίου Ιλαρίωνα, η οποία είχε καταδείξει ότι οι στρατιωτικές δυνατότητες της Λευκωσίας ακόμα και στο εσωτερικό πεδίο (πόσο μάλλον σε περίπτωση σύγκρουσης με τον τουρκικό στρατό) ήταν περιορισμένες. Τον αμέσως προηγούμενο μήνα η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε επιτύχει μια σημαντική διπλωματική νίκη: το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε αναγνωρίσει ως μόνη νόμιμη κυβέρνηση στην Κύπρο εκείνη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου· με το ίδιο Ψήφισμα (168/1964) αποφασίστηκε η αποστολή ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP), η οποία αναπτύχθηκε άμεσα στο νησί, παρεμβαλλόμενη ανάμεσα στους αντιμαχόμενους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

*Η αρχή της διαίρεσης της Κύπρου

Η απόφαση για εισβολή και η παρέμβαση ΗΠΑ

Θορυβημένοι από τις εξελίξεις, οι στρατιωτικοί κύκλοι της Άγκυρας πίεζαν τον γηραιό πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού να συγκατανεύσει στη λύση του γόρδιου δεσμού του Κυπριακού μέσω της υλοποίησης της από καιρό επαπειλούμενης τουρκικής εισβολής. Η υπερεθνικιστική έξαψη της τουρκικής κοινής γνώμης διευκόλυνε αυτά τα σχέδια. Ωστόσο, ο Ινονού ήταν διστακτικός. Αφενός αμφέβαλλε για την εξασφαλισμένη επιτυχία της επιχείρησης λόγω της ελλιπούς προετοιμασίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και αφετέρου, ανησυχούσε για τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις που μια τέτοια τουρκική ενέργεια ήταν πολύ πιθανό να δημιουργούσε. Σταδιακά οι ενδοιασμοί του Ινονού κάμφθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου του 1964 το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας αποφάσισε την εισβολή, θέτοντας σε εφαρμογή τις διεργασίες για την πραγματοποίησή της.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον απέστειλε επιστολή στον Ινονού, στην οποία εξέθετε τις απόψεις του για τις μεγάλες περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στο κυπριακό έδαφος. Ο Τζόνσον απέρριπτε ευθέως τον τουρκικό ισχυρισμό ότι η σχεδιαζόμενη εισβολή αποτελούσε δικαίωμα της Άγκυρας, το οποίο απέρρεε από τη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας που είχε συναφθεί ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ελλάδα και στην Τουρκία του 1960: δεν είχε προηγηθεί καμία συνεννόηση ανάμεσα στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και κατά συνέπεια η μονομερής τουρκική ενέργεια θα συνιστούσε παραβίαση της Συνθήκης. Ο Τζόνσον υπογράμμιζε επίσης το γεγονός ότι η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση θα αποσκοπούσε στη διχοτόμηση της Κύπρου, ενδεχόμενο το οποίο ρητά αποκλειόταν από τη Συνθήκη Εγγυήσεως.
Ο Αμερικανός πρόεδρος εφιστούσε την προσοχή του Τούρκου πρωθυπουργού στις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν για την Τουρκία η ιδιότητά της ως μέλος του ΟΗΕ, υπονοώντας ασφαλώς ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών απαγόρευε τόσο τη χρήση όσο και την απειλή χρήσης βίας. Στην Κύπρο είχαν ήδη αναπτυχθεί άνδρες της UNFICYP, οι οποίοι είχαν επιτύχει την ελαχιστοποίηση των περιστατικών βίας ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους: επομένως, η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση όχι μόνο δεν θα διέσωζε τους Τουρκοκύπριους, αλλά μάλλον θα επιδείνωνε δραματικά τη θέση τους, καθώς θα απειλείτο ο μαζικός αφανισμός τους. Η τουρκική εισβολή, προειδοποιούσε ο Τζόνσον, θα προσέκρουε στη ζωηρή αντίθεση του συνόλου των μελών του ΟΗΕ (χωρίς από αυτά να εξαιρούνται οι ΗΠΑ), καθώς η Τουρκία θα εμφανιζόταν να αδιαφορεί για τις αποφάσεις του διεθνούς οργανισμού και να υποσκάπτει στην πράξη τις προοπτικές ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού, την ώρα μάλιστα που η μεσολαβητική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.
*Ινονού και Τζόνσον

Ο Τζόνσον υποστήριζε βάσιμα ότι η τουρκική εισβολή θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα τη χρήση αμερικανικών όπλων, τα οποία από το 1947 χορηγούσαν οι ΗΠΑ στην Τουρκία στο πλαίσιο διμερούς Συμφωνίας Οικονομικής και Τεχνικής Συνεργασίας. Όμως, αυτού του είδους η χρήση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη ρητή συναίνεση της Ουάσιγκτον, την οποία ο Τζόνσον ξεκαθάριζε ότι υπό τις δεδομένες συνθήκες δεν σκόπευε να δώσει στην Άγκυρα.
Εάν προχωρούσε στην εισβολή, η τουρκική κυβέρνηση θα το έπραττε παρά την αντίθετη γνώμη των ΗΠΑ, η οποία δεν επιθυμούσε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο λόγω του Κυπριακού. Για να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, στην επιστολή του ο Τζόνσον προειδοποιούσε ευθέως τον Ινονού ότι σε περίπτωση που η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στην Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης, τότε η Τουρκία δεν θα έπρεπε να υπολογίζει στην υποστήριξη των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ. Ο υπαινιγμός ήταν κάτι περισσότερο από σαφής: από τη στιγμή που οι Τούρκοι θα είχαν δράσει μονομερώς, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση στο πλαίσιο της συμμαχίας, θα έπρεπε να αναλάβουν μόνοι τους το κόστος των πράξεών τους· η Ουάσιγκτον δεν θα διακινδύνευε τη μετωπική σύγκρουση με τη Μόσχα εξαιτίας της τουρκικής αμετροέπειας, αλλά αντίθετα θα άφηνε την Άγκυρα εκτεθειμένη.
*Ο Ισμέτ Ινονού

Πολλαπλά μηνύματα προς όλες τις πλευρές

Το περιεχόμενο και ο τόνος της επιστολής του Τζόνσον είχαν ως άμεση συνέπεια τη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων εισβολής. Οι πιθανότητες επιτυχίας μιας τουρκικής στρατιωτικής ενέργειας, η οποία δεν θα είχε προηγουμένως εξασφαλίσει την αμερικανική υποστήριξη ή έστω τη σιωπηρή συναίνεση της Ουάσιγκτον, ήταν σημαντικά μειωμένες. Η κατηγορηματική εναντίωση των ΗΠΑ στα τουρκικά σχέδια τα καταδίκαζε εκ των προτέρων σε αποτυχία. Το ρίσκο για την Άγκυρα καθίστατο απαγορευτικό, ιδίως από τη στιγμή που ελλόχευε ο κίνδυνος σοβιετικής εμπλοκής. Στο εξής, η προσεκτικότερη στάθμιση των διαθέσεων του αμερικανικού παράγοντα θα καθίστατο κεντρικός άξονας της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό.
Για την ελληνική πλευρά, η επιστολή Τζόνσον ήταν μια καλοδεχούμενη εξέλιξη. Οι ΗΠΑ είχαν αποτρέψει την τουρκική εισβολή. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα το έκαναν για πάντα: ήταν κάτι που ρητά ανέφερε ο Τζόνσον στον Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους συνομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο τέλος Ιουνίου του 1964 στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον. Επιπλέον, έστω και αν η εισβολή δεν εκδηλώθηκε, στην Αθήνα είχε γίνει αντιληπτό ότι σε περίπτωση που κάτι τέτοιο συνέβαινε κάποια στιγμή στο μέλλον, δεν θα υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων από την Ελλάδα στην Κύπρο. Με αυτά τα δεδομένα λήφθηκε η απόφαση περαιτέρω ενίσχυσης των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο, οι οποίες μέσα στο καλοκαίρι του 1964 έφθασαν συνολικά τους 8.000 άνδρες. Αυτές οι δυνάμεις, οι οποίες ήταν αρκετά βαριά εξοπλισμένες και προσέγγιζαν πλέον το μέγεθος μεραρχίας, υπολογιζόταν ότι θα εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα δύο στόχους: αφενός θα λειτουργούσαν ως αποτρεπτικό μέσο ενάντια στην τουρκική απειλή, καθώς σε περίπτωση εισβολής η παρουσία τους στο νησί θα πυροδοτούσε εκ των πραγμάτων έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο– κάτι που οι Αμερικανοί δεν ήθελαν· και αφετέρου, θα αποτελούσαν αποτελεσματικό μέσο ελέγχου του ίδιου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου– προοπτική που έθελγε την Ουάσιγκτον.
Αν η επιστολή Τζόνσον είχε φανερώσει κάτι ξεκάθαρα, ήταν ότι οι ΗΠΑ απεύχονταν το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου λόγω του Κυπριακού, διότι μια τέτοια εξέλιξη θα τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Αυτός ήταν ο σκληρός πυρήνας της επιχειρηματολογίας του Αμερικανού προέδρου και προς αυτήν την κατεύθυνση είχαν κατατείνει καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1964 οι διπλωματικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον. Από την άλλη πλευρά, ήταν σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένες να επιβάλουν μία λύση στο Κυπριακό, η οποία θα παραγνώριζε τις τουρκικές απόψεις, ικανοποιώντας πλήρως τις ελληνικές ενωτικές επιδιώξεις: επρόκειτο για ένα συμπέρασμα που προέκυπτε, εμμέσως πλην σαφώς, από την προσεκτική ανάγνωση της επιστολής.
*Ινονού και Μακάριος

Στην Ουάσιγκτον είχε εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι μία νέα σοβαρή υποτροπή του Κυπριακού, η οποία αυτή τη φορά θα εξελισσόταν ανεξέλεγκτη, δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αντιπάθεια που έτρεφαν για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο λόγω των στενών του σχέσεων με τη Μόσχα, ωθούσε τους Αμερικανούς στην αναζήτηση μιας ενδιάμεσης λύσης του Κυπριακού, η οποία συνοψιζόταν στο αξίωμα «Ένωση έναντι ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία». Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών Τζόνσον- Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον στο τέλος Ιουνίου του 1964, η επιστολή του Αμερικανού προέδρου προς τον Ινονού παρουσιάστηκε ως το έσχατο όριο της αμερικανικής παρέμβασης και της πίεσης που μπορούσε να ασκηθεί προς την Τουρκία. Με βάση την ίδια συλλογιστική, μόνο μία συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και στην Άγκυρα σχετικά με το μέλλον της Κύπρου θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρηνική διευθέτηση του Κυπριακού και την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η αντίληψη έμελλε το ίδιο καλοκαίρι να αποτελέσει τον πυρήνα της ατελέσφορης μεσολαβητικής πρωτοβουλίας του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον.

*Ο κ. Αντώνης Κλάψης διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.

2 σχόλια:

  1. Θανάσης Αλμπάντης
    Δυστυχώς, και στις δύο πλευρές κουμάντο έκαναν οι υπερεθνικιστές και στην Ελλάδα κάποιοι αποφάσισαν- 1968- τον αφοπλισμό της Κύπρου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να ρωτήσω κάτι αν μόνοι τους οι Τ/Κ μαζεύτηκαν σε θύλακες που σημαίνει ΌΤΙ ΦΟΒΟΝΤΟΥΣΑΝ εκτός αν ήταν ΜΟΥΡΛΟΙ για να θες να μείνεις σε γκέτο... ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΣΚΙΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΝΙΑΙΑ ΚΥΠΡΟ??

    άστο να πάει το ρημάδι

    ΑπάντησηΔιαγραφή