Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε'

*Το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά

Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης

         «Για τον ελληνισμό των αρχών του 19ου αιώνα, υπόδουλο και παροικιακό, το ερώτημα για την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων, δεν μπορούσε παρά να υποκατασταθεί από το αίτημα για εθνικό κράτος.  Οι αυτονομήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων των υποδούλων, λόγω της αδυναμίας του Οθωμανικού κράτους να τις ενσωματώσει στις λογικές του, δεν είχαν μεγάλα περιθώρια επιτυχίας, κυρίως όταν, κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, οι οικονομικές δραστηριότητες βυθίστηκαν σε βαθειά κρίση».
          Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το παραπάνω απόσπασμα που αποδίδει την Επανάσταση του ’21 στην οικονομική κρίση και στην αδυναμία των Οθωμανών να ενσωματώσουν «στις λογικές τους» την οικονομική δραστηριότητα των ελλήνων εμπόρων, δεν προέρχεται από κάποιο περιθωριακό έντυπο μαρξιστικής ή νεοφιλελεύθερης απόκλισης. Προέρχεται από τον εισαγωγικό τόμο στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπυρίδωνα Τρικούπη, με τίτλο «από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα», γραμμένο από τον Βασίλη Κρεμμυδά και σε έκδοση της Βουλής των Ελλήνων του 2007.


          Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, μια σειρά από ιστορικούς και ιστοριογράφους, επιχειρούν από τα πλέον αντίθετα πολιτικά μετερίζια να αναθεωρήσουν την παραδοσιακή άποψη για το ’21 και τις αιτίες του. Μαρξίζοντες- υποτίθεται- διανοούμενοι, τοποθετημένοι σε καίρια πόστα από την εποχή του πάλαι ποτέ «εκσυγχρονισμού», μοιάζουν να διαγκωνίζονται σε αντικληρικαλισμό και δυτικοφροσύνη με «ελληνόψυχους» εθνικιστές, για το ποιος θα επιτεθεί με περισσότερη αποτελεσματικότητα εναντίον της βυζαντινής κληρονομιάς της Ελλάδας, με κύριο στόχο τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπό της- την ελληνορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία.
          Και οι δύο κοινότητες προβάλλουν με μανιχαϊστικό φανατισμό το σχήμα «των καλών και των κακών», όπου «καλοί» είναι οι κοραϊστές και δυτικόφρονες λόγιοι, (υποτίθεται σταθεροί υποστηρικτές του Διαφωτισμού και της εθνικής απελευθέρωσης) και η εν Ελλάδι κλεφτουριά- και κακοί είναι οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου, οι καλόγεροι, οι υπερασπιστές της ταυτότητας της Ρωμιοσύνης και οι «παραπλανημένοι» που τους ακολουθούν.
*Ο αδριάντας του Γρηγορίου του Ε΄

          Η εθνικιστική έκφραση του ρεύματος αυτού, εκπροσωπείτο κυρίως από το περιοδικό «Δαυλός» (1982-2008), μια σειρά από ιστοσελίδες (ορισμένες νέο-παγανιστικές) και αναρίθμητους ανώνυμους υβριστές που αναλάμβαναν να πάρουν αναδρομικά εκδίκηση για την «βυζαντινή κατοχή της Ελλάδος». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ακροδεξιού ιστολογίου «Επανελληνισμός», το οποίο ενορχήστρωνε επιθέσεις ανωνύμων οπαδών του εναντίον όποιου αντέκρουε το αντιβυζαντινό κατηγορητήριο στα φόρουμ του διαδικτύου. Πλέον γνωστό έγινε το ρεύμα του αντιχριστιανικού εθνικισμού το 2007, όταν μια 15χρονη ελληνοαμερικανίδα μαθήτρια, ονόματι Προμηθέα Ολυμπία, ανέγνωσε κείμενό της στο πλαίσιο της εορτής των Τριών Ιεραρχών στις ΗΠΑ, σκανδαλίζοντας τους παρευρισκόμενους με επιχειρήματα δανεισμένα κατευθείαν από το «Δαυλό».
          Η μαρξίζουσα παράταξη των αυτόχριστων διαφωτιστών, εμφανίζεται διαφορετική, τόσο σε ύφος, όσο και σε επιστημονική επάρκεια. Αφήνοντας κανείς στην άκρη υποψίες περί πολιτικών στοχεύσεων, διακρίνει τουλάχιστον την από πλευράς της προσπάθεια ερμηνείας της εθνικής παλιγγενεσίας, με τους ίδιους όρους με τους οποίους η κοινωνιολογία αναλύει την ανάδειξη των εθνικών αστικών τάξεων στη δυτική Ευρώπη- μιαν ανάδειξη που οδήγησε στη διάλυση των αυτοκρατοριών και τον σχηματισμό των σημερινών εθνών-κρατών. Η προσέγγιση αυτή ωστόσο, στην τελευταία της εκδοχή, αφίσταται ακόμα και εκείνης των παλαιότερων ελλήνων μαρξιστών, όπως ο Γιάννης Κορδάτος, αφού δείχνει να μετατοπίζει το επίκεντρο της σύγκρουσης επανάστασης και αντεπανάστασης, στην ιδεολογική σφαίρα της «αντιπαράθεσης Διαφωτισμού και Εκκλησίας». Μπορεί το σχήμα αυτό να εφαρμοστεί στην καθ’ ημάς Ανατολή, προκειμένου να ερμηνεύσει κατ’ εξοχήν, τις προεπαναστατικές και επαναστατικές διεργασίες;
*Ο αδριάντας του Αδαμάντιου Κοραή

          Μιαν αρνητική απάντηση επιχειρεί να δώσει ο συγγραφέας και εκδότης Γιώργος Καραμπελιάς, στο εγχειρίδιό του με τίτλο «Κοραής και Γρηγόριος Ε’- Κοινωνικές συγκρούσεις και διαφωτισμός στην προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820)». Στρατευμένος παλιά στην Αριστερά- και μάλιστα στη μαοϊκή της έκφραση- ο συγγραφέας θα αποκηρύξει τον μαρξισμό για να προσχωρήσει στην Οικολογία, και να καταλήξει τα τελευταία χρόνια σε ένα ιδιότυπο για τα ελληνικά δεδομένα ιδεολογικό σχήμα πατριωτικής Αριστεράς, που καταγράφεται στις εκδόσεις του μηνιαίου περιοδικού «Άρδην» και της επίσης μηνιαίας εφημερίδας, «Ρήξη».
          Στο 197 σελίδων εγχειρίδιό του, ο Γ. Καραμπελιάς εξετάζει δύο κοινωνικές συγκρούσεις που τάραξαν την προεπαναστατική Σμύρνη- την «στάση του όχλου» του 1788 και την σύγκρουση περί το πρότυπο Φιλολογικό Γυμνάσιο που ταλαιπώρησε την πόλη το 1819. Χρησιμοποιεί στοιχεία από την εργασία της Elena Frangakis- Synett με τίτλο “The Commerce of Smyrna in the Eighteenth Century (1720-1820)” προκειμένου να αναλύσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιείτο η ελληνική αστική και μικροαστική τάξη της Σμύρνης, να διαχωρίσει τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και να αντιπαραβάλλει την διαστρωμάτωση και διαπάλη αυτή με την αποτύπωσή της στις καταγεγραμμένες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, είναι πως δεν διαπιστώνεται ευθεία αντιστοίχηση στη βάση της αντίθεσης «προοδευτικών- οπισθοδρομικών», τόσο λόγω των στρεβλώσεων που επέβαλε στην οικονομική δραστηριότητα η οικονομική πολιτική του Σουλτάνου, όσο και της συνθήκης υποδούλωσης του συνόλου των Ρωμηών στον οθωμανό δυνάστη.
        Ο Γιώργος Καραμπελιάς στη μελέτη του, αναιρεί τα συμπεράσματα προηγούμενων εργασιών για τα γεγονότα της Σμύρνης, όπως εκείνη του Σωκράτη Καρατζά, ή του Ηλία Ηλιού. Ειδικά για τη διαμάχη περί το πρότυπο Φιλολογικό Γυμνάσιο, τονίζει πως αρωγός του σχολείου αυτού στάθηκε ο ίδιος ο Γρηγόριος Ε’, απειλώντας με αφορισμό τους κύκλους που αντιμάχονταν τη λειτουργία του- παρότι οι κύκλοι αυτοί διατηρούσαν προνομιακές σχέσεις με την ίδια την τοπική Εκκλησία. Ο συγγραφέας εκτιμά πως τα ήθη του διαφωτιστή και συνιδρυτή του Γυμνασίου, Στέφανου Οικονόμου, δεν επιτρέπουν την ανάδειξή του σε σύμβολο προοδευτικότητας, καθώς ο Οικονόμος ασκούσε παράλληλα την τοκογλυφία- και υπενθυμίζει πως η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (το προπύργιο των υποτίθεται «σκοταδιστών» εχθρών του Φιλολογικού Γυμνασίου), δέχθηκε ως διευθυντή της το 1819, τον μαθηματικό, Φιλικό και διαφωτιστή Βενιαμίν Λέσβιο.
          Το εγχειρίδιο είναι ευανάγνωστο, λιτό και εύχρηστο. Έχει όμως και σαφείς αδυναμίες, τις οποίες οφείλουμε να επισημάνουμε. Παρότι μπορεί να διαβαστεί κι από τον τελευταίο αμύητο στα γεγονότα που περιγράφει, δείχνει να αφορά περισσότερο εκείνους που πιθανόν γοητεύτηκαν από την «εκσυγχρονιστική» προσέγγιση την οποία και αντιμάχεται. Γιατί το «Κοραής και Γρηγόριος Ε’», δεν θα το χαρακτήριζε εύκολα κανείς ως ιστορικό σύγγραμμα, αλλά ως αντίπραξη.
          Για παράδειγμα, ο συγγραφέας αναφέρεται στην γνωστή, επίμαχη εγκύκλιο του Γρηγορίου Ε’ για την διδασκαλία των μαθηματικών (το κατ’ εξοχήν επιχείρημα των πολεμίων του Πατριάρχη μαζί με το κείμενο του αφορισμού του Υψηλάντη) και αιτιολογεί την έκδοσή της σε σχέση με τα γεγονότα της Σμύρνης. Αποδεικνύει πως ο Γρηγόριος βρέθηκε στη «σωστή» παράταξη, (αν και ήταν εκπρόσωπος του «σκοταδισμού» κατά τους αντικληρικαλιστές), πως ο Κοραής έτρεφε εκτίμηση για το πρόσωπο και το έργο του και πως είχε υπερασπιστεί τον ελληνικό κλήρο απέναντι σε προτεστάντες επικριτές. Ο Γ. Καραμπελιάς ωστόσο, δεν αναλύει την εγκύκλιο αυτή καθαυτή. Αν το έπραττε, θα διαπίστωνε κανείς πως ο Γρηγόριος δεν καταφέρεται μεν κατά της διδασκαλίας των μαθηματικών (όπως ψευδώς τον κατηγορούν οι δήθεν «διαφωτιστές»), αλλά εκφράζεται με μάλλον απαξιωτικό ύφος για τους «κύβους και κυβοκύβους και τρίγωνα και τριγωνοτετράγωνα και λογαρίθμους και συμβολικούς λογισμούς και τας προβαλλομένας ελλείψεις και άτομα και κενά και δίνας και δυνάμεις και έλξεις και βαρύτητας, του φωτός ιδιότητας και βόρεια σέλα και θετικά τινά και ακουστικά και μύρια τοιαύτα και άλλα τερατώδη, ώστε να μετρώσι την άμμον της θαλάσσης και τας σταγόνας του υετού και να κινώσιν την γην, εάν αυτοίς δοθή πη στώσι κατά το του Αρχιμήδους…». Δεν έχουμε δηλαδή μια ευθεία καταδίκη της διδαχής της φυσικομαθηματικής επιστήμης, αλλά την έκφραση του πνεύματος απαξίας που ένοιωθαν ανέκαθεν οι εκπρόσωποι της «θεόθεν σοφίας» απέναντι στην «θύραθεν».
          Άλλο παράδειγμα: Στο βιβλίο δεν αποκρύπτεται ότι πρωτεύοντα ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα, έπαιζε ο φαναριώτης Μέγας Δραγουμάνος, Δημήτριος Μουρούζης, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της Μεγάλης του Γένους Σχολής που επιβιώνει μέχρι και τις μέρες μας. Ο ρόλος του ωστόσο δεν προβάλλεται- όπως δεν προβάλλεται και η εν τοις πράγμασι προτεραιότητα της κυρίαρχης φαναριώτικης φαμίλιας έναντι του εκάστοτε Πατριάρχη: Ότι δηλαδή, ακόμα και αν ο Πατριάρχης ήταν εχθρός της παιδείας, θα αρκούσε μια εντολή από τον Δραγουμάνο που εξασφάλιζε τις πατριαρχίες της αρεσκείας του, προκειμένου ο πρώτος να το ξανασκεφτεί.
          Η υπόμνηση εξάλλου, ότι η Εκκλησία έχει αναδείξει μορφές όπως ο προαναφερθείς Βενιαμίν Λέσβιος, ο άγιος και εθνομάρτυς μαθηματικός Δωρόθεος Πρώιος (μητροπολίτης Αδριανουπόλεως), ο περίφημος Ευγένιος Βούλγαρις, ο Ιώσηπος Μοϊσιόδαξ και άλλοι, (ο Άνθιμος Γαζής μας έρχεται αμέσως στο νου), ταιριάζει ως απάντηση σε αντιεκκλησιαστικούς και αντιχριστιανικούς παροξυσμούς. Δεν αναιρεί ωστόσο το γεγονός, ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς σε κάποιο στάδιο της διαφωτιστικής τους προσπάθειας, συνάντησαν οργίλη και οργανωμένη αντίδραση, είτε από τους μυστικιστές λογίους (που προτιμούσαν να ασχολούνται με το «άκτιστο φως» αντί το φως του ηλίου), είτε από αντιδυτικιστές ιεράρχες, είτε απ’ όλους εκείνους που ψυχανεμίζονταν, πως οι «νέες ιδέες» θα ανέτρεπαν την πεποίθησή τους ότι «ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει»- και τις φοβόνταν.
          Προτείνουμε λοιπόν ανεπιφύλακτα την εργασία του Γιώργου Καραμπελιά, ως εισαγωγή στο δυσερεύνητο θέμα των κοινωνικών διεργασιών στη μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την Πολίτικη, μα κυρίως ως ανατομία μίας επέμβασης στην εκπαιδευτική και ιστοριογραφική μας πραγματικότητα εκ μέρους των «εκσυγχρονιστών»- επέμβασης κατ’ εξοχήν πολιτικής και κατά την γνώμη μας, με σαφείς εξωεπιστημονικές στοχεύσεις. Ας έχει όμως ο αναγνώστης του υπόψη, πως ως τέτοιο το εγχείρημα του Γ. Καραμπελιά συνιστά μία πολεμική. Έντιμη μεν, πολεμική δε.

2 σχόλια:

  1. Σίγουρα ο καθείς γράφει την άποψή του κατά την κρίση του μέσα στο πλαίσιο των γνώσεων του και τι κριτική εμβέλεια του πνεύματός του.

    Γεγονός όμως είναι ότι χωρίς να λαμβάνει υπ΄ όψι του ως παράμετρο των συντελεστών της χρηματοοικονομικής κερδοφορίας, κρίνονται πρόσωπα και γεγονότα ως επιρροές των εξελίξεων κι όχι ως γρανάζια, άλλοτε εν αγνοία τους κι άλλοτε ως συνεργοί, αλλότριων συμφερόντων.

    Και να σκεφτεί κανείς πέρα από το έναυσμα της Αναγέννησης μέσα από το Μεσαίωνα, ο Πλήθων που ήταν και σύμβουλος των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, άνοιξε και τις ορέξεις της απληστίας των αργυραμοιβών τραπεζιτών, όταν έπεισε το Μέντικους να ανοίξει την πρώτη Ακαδημία, όπου στο τομέα των μαθηματικών αντικατέστησαν τα λατινικά σύμβολα των μαθηματικών με τους αραβικούς αριθμούς, κι έτσι έγινε προσιτά διαχειρίσιμο και πιο κατανοητό το εύκολο του τοκογλυφικού κέρδους.

    Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, και συνέγραψε τα «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων». Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των Στωικών, του Ζωροάστρη και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία Πολιτεία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».

    Μετά το θάνατό του, οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού.

    Και τότε αρχίζουν να συμβαίνουν σημεία και τέρατα

    Τελικά άλλοι είναι Πατρί-Άρχες του πνεύματος, κι άλλοι πατρι-αρχεύουν τα κατ΄ εικόνα ομοίωση είδωλα μιας άυλης θεότητας, κάτι σαν τις άυλες ακάλυπτες επιταγές.


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Παντελή μου , διαβασα το κείμενο που μου έστειλες , δυο και τρεις φορές και το σχόλιο που θα σου κάνω σήμερα , θα είναι σε αντίθεση με το κείμενο -που δεν είναι δικό σου-απλό και σύντομο!Ως Κόρη , ρωμιού πατέρα , για μένα , η βυζαντινή μας κληρονομιά είναι συνώνυμη με την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία και το Πατριαρχείο -σημάδι ελληνισμού-την ελληνική γλώσσα και την εθνική μας συνείδηση!!τα υπόλοιπα , που το κείμενο , προσπαθεί να διαχωρήσει και να αποδείξει δεν τα κατανοώ.....


    Φανη Πιατα

    ΑπάντησηΔιαγραφή