Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΓΕΡΜΑΝΙA– ΕΛΛΑΔΑ, 1933– 1941: Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

*Από τη συνάντηση στην Αθήνα, του Γκέμπελς με τον Μεταξά


*ΟΙ ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
 ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Του Απόστολου Τσομπάνη – Νότιου *

Ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, το οποίο αξίζει να εξεταστεί, είναι οι διμερείς σχέσεις της χώρας μας με το ναζιστικό καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ από την άνοδό του στην εξουσία μέχρι και την κατάληψη της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα, το 1941.
Στις 5 Μαρτίου 1933 διεξήχθησαν και στις δύο χώρες βουλευτικές εκλογές. Στην Ελλάδα αναδείχθηκε νικητής το Λαϊκό Κόμμα υπό τον Παναγή Τσαλδάρη,  ενώ στη Γερμανία το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών υπό τον Αδόλφο Χίτλερ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.  Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε την πολιτική αλλαγή που επήλθε και στις δύο χώρες, καθώς πλειοψήφησαν συντηρητικά κόμματα.


Ο Αδόλφος Χίτλερ, έχοντας εκφράσει ανοιχτά τον θαυμασμό του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό,  επιθυμούσε τη σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα προκειμένου να μπορέσει να εκμεταλλευτεί τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μελλοντικά αλλά και να μπορέσει να την καταστήσει κράτος- δορυφόρο στην περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων. Προκειμένου να πετύχει το σκοπό αυτό, προχώρησε σε μία σειρά αλλαγών σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
*Ο Γκαίρινγκ

Σε πολιτικό επίπεδο, ο Χίτλερ εγκαινίασε ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα και η Γερμανία ήταν κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Συνεπώς, και οι δύο χώρες ανήκαν στο δυτικό πολιτισμό και έπρεπε να καταπολεμήσουν τον κομμουνισμό, ασυμβίβαστο στοιχείο με τον δυτικό πολιτισμό.  Μάλιστα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε «πηγή έμπνευσης» για τον Χίτλερ, καθώς συνέταξε νόμους που περιόριζαν τη λειτουργία του κοινοβουλίου και των πολιτικών κομμάτων, εμπνευσμένοι από την Πολιτεία του Πλάτωνα, αλλά και απέκλειαν τους Εβραίους της Γερμανίας από την κτήση της γερμανικής υπηκοότητας, με βάση την αρχαία Σπάρτη.
Σε επίπεδο διμερών σχέσεων, εγκαινιάστηκε μία σειρά επισκέψεων Γερμανών αξιωματούχων στην Ελλάδα. Ο πρώτος που επισκέφθηκε την Ελλάδα ήταν ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, Πρωθυπουργός της Πρωσίας και Πρόεδρος του Γερμανικού Κοινοβουλίου. Η επίσκεψη του Γκαίρινγκ πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1934. Παρόλο που είχε ιδιωτικό χαρακτήρα, στόχος της επίσκεψης αυτής ήταν η περαιτέρω προσέγγιση της Ελλάδας με τη Γερμανία και η απαγκίστρωσή της από την βρετανική σφαίρα επιρροής. Επιπλέον, η Γερμανία επιθυμούσε την απαγκίστρωση της Ελλάδας από το Βαλκανικό Σύμφωνο,  που είχε υπογραφεί τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους και για το οποίο ήταν αντίθετος ο Ελευθέριος Βενιζέλος.  Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, ο Γκαίρινγκ συναντήθηκε με την πολιτική ηγεσία της χώρας και υπέγραψε σειρά πολιτικών, εμπορικών και εκπαιδευτικών συμφωνιών. Ο Γκαίρινγκ χαρακτήρισε την επίσκεψη αυτή ως αφετηρία νέας προόδου εις τας μεταξύ των δύο χωρών σχέσεις στη συνάντηση που είχε με τον έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο, Αλέξανδρο Ρίζο- Ραγκαβή.  Ο Ραγκαβής χαρακτήρισε τον Γκαίρινγκ ως διαπρύσιον φιλέλληναν και διαρκή βοηθό όποτε παραστεί ανάγκη.
*Από την επίσκεψη του Γκέμπελς στην Ελλάδα

Οι σχέσεις των δύο κρατών αναπτύχθηκαν περαιτέρω με την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου στην Ελλάδα. Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, Υπουργός Προπαγάνδας του Ράιχ, χαρακτήρισε την επιβολή του μεταξικού καθεστώτος ως παράδειγμα προσαρμογής στη νέα τάξη πραγμάτων. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής περιόδου υπεγράφησαν συμφωνίες εμπορικής φύσεως μεταξύ των δύο κρατών. Η Ελλάδα εξήγαγε στη Γερμανία αγροτικά προϊόντα, όπως σιτάρι και καπνό, και πετρώματα, όπως βωξίτη, και εισήγαγε βιομηχανικά προϊόντα και όπλα. Ως το 1938, το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμανία είχε φτάσει το 38,8% και οι εισαγωγές από τη Γερμανία ανήλθαν στο 28,8%.
Οι καλές σχέσεις μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της μεταξικής Ελλάδας προβλημάτισαν ιδιαιτέρως την Μεγάλη Βρετανία, ειδικά μετά τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938. Η βρετανική διπλωματία πίστευε ότι, λόγω των καλών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο κρατών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα διαβίβαζε στη Γερμανία πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητα των Συμμάχων σε αυτή. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της εμπιστευτικής έκθεσης που συνέταξε ο Βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα, Τσαρλς- Μάικλ Πάλαιρετ, προς τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Έντουαρντ Χάλιφαξ, στις 20 Φεβρουαρίου 1940:
«Εκτός από τας εμπιστευτικάς σχέσεις, οι Γερμανοί επιχειρούν να εκμεταλλευθούν τας ομοιότητας μεταξύ των καθεστώτων εις την Ελλάδα και την Γερμανίαν και το γεγονός ότι πολλοί από τους λειτουργούς της ελληνικής κυβερνήσεως, τόσο εις τα υπουργεία εις Αθήνας και εις διοικητικάς σχέσεις εις τας επαρχίας, εσπούδασαν εις την Γερμανίαν και απέκτησαν φυσική συμπάθεια διά την χώραν ταύτην. […] Το καθεστώς εις την Ελλάδα ως εκείνο εις την Γερμανίαν διά να διατηρηθή εις την εξουσίας εξαρτάται κατά μέγιστο μέρος εκ της μυστικής αστυνομίας και οι Γερμανοί εδημιούργησαν στενάς σχέσεις με την Ελληνικήν Αστυνομίαν επί σειρά ετών. Το αποτέλεσμα είναι να έχωμεν κάθε λόγο να πιστεύωμεν ότι σημαντικόν μέρος των πληροφοριών επί της συμμαχικής δραστηριότητος εις την Ελλάδα διαβιβάζεται από ωρισμένα μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας εις τας Γερμανικάς Αρχάς […]» 
Οι σχέσεις των δύο κρατών παρέμειναν σε εξαιρετικό επίπεδο μέχρι και την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Η Γερμανία, σύμμαχος της Ιταλίας, κατηγόρησε την Ελλάδα για παράβαση της ουδετερότητας και παροχή βοήθειας στους Συμμάχους. Στις 6 Απριλίου 1941, η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα. Η κατάληψη της Ελλάδας ολοκληρώθηκε στις 30 Μαΐου 1941 με την κατάληψη της Κρήτης.
Το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας προσπάθησε να προσελκύσει την Ελλάδα και να την καταστήσει κράτος- δορυφόρο. Με την υπογραφή εμπορικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών συμφωνιών, καθώς επίσης και με την παροχή οικονομικής βοήθειας μέσω του Σχεδίου Σαχτ, ο Χίτλερ πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την προσέγγιση της χώρας του με την Ελλάδα. Η περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων των δύο κρατών, που συντελέστηκε μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, διακόπηκε με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας σήμανε ουσιαστικά την αποτυχία της προσπάθειας προσέγγισης της Ελλάδας μέσω της διπλωματικής οδού, κάτι που είχε επιτευχθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό.

*  Βαλκανιολόγος – Ιστορικός


***Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω, ότι ο Ιωάννης Μεταξάς κατά τεκμήριον γερμανόφιλος, στην κρίσιμη στιγμή έκανε την ορθή επιλογή και τάχθηκε στο πλευρό των συμμάχων, που ήταν τελικά οι νικητές εκείνου του φοβερού πολέμου. Αν είχε και ταχθεί με το μέρος των Γερμανών και τελικά αυτοί ήταν οι  νικητές του πολέμου, σήμερα θα κλαίγαμε για την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, που θα ήταν βουλγαρικές και δεν θα είχαμε πάρει ποτέ τα Δωδεκάνησα... Χώρια οι πολλές άλλες επιπτώσεις.

Παντελής Αθανασιάδης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου