Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

ΟΙ ΥΠΟΔΟΥΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ "ΠΛΗΡΩΝΑΝ" ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ!! ΑΡΘΡΟ 1ο!

«Αρχίνισε ο πόλεμος, έρχονται και οι Ρώσοι,
φεύγει ο τούρκικος στρατός, χαλάει η Ρωμυλία
κι ο κόσμος πήρε είδηση, φεύγουνε στα μπαλκάνια».

Δημοτικό τραγούδι της Βόρειας Θράκης






Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης



          Οι Θρακιώτες υπήρξαν μεγάλα εξιλαστήρια θύματα των πολέμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι μόνο εξαιτίας των αιματηρών συγκρούσεων, αλλά και εξαιτίας των έμμεσων συνεπειών, που είχε μια κινητοποίηση της τουρκικής πολεμικής μηχανής. 
          Οι Τούρκοι μαζί με τα τακτικά στρατεύματα κινητοποιούσαν και στίφη άτακτων, οι οποίοι κατά τη διάβασή τους ή τη διαμονή τους καταλήστευαν και κατατυραννούσαν τους Χριστιανικούς πληθυσμούς.
*Τουρκική μονάδα Πυροβολικού στην περιοχή της Αδριανούπολης


          Χαρακτηριστικά παραδείγματα της εποχής που εξετάζουμε είναι οι πολεμικές συγκρούσεις του 1853-54 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, στις οποίες οι Τούρκοι ήθελαν και την εθελοντική συμμετοχή των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Θράκης όμως, πλην ελαχίστων Βουλγάρων απέφυγαν να συστρατευθούν με τους δυνάστες τους, ελπίζοντας ίσως στη μελλοντική βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων.
           Λίγο η καρτερική αναμονή ότι το χριστιανικό γένος των Ρώσων θα βοηθούσε προς την κατεύθυνση αυτή, λίγο οι προσδοκίες για το «ξανθό γένος» όπως έγραφαν οι ουτοπικές αλλά θερμουργές προφητείες του Αδριανουπολίτη ιερομόναχου Αγαθάγγελου, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση προσμονής.
*Οι Ρώσοι διαβαίνουν το Δούναβη. Έργο Ρώσου ζωγράφου
Λόγω της έντασης που επικρατούσε το χειμώνα του 1853 στα Ρωσοτουρκικά σύνορα προς την περιοχή του Δούναβη, αλλά και στη Μαύρη Θάλασσα, οι Τούρκοι θέλησαν να στρατολογήσουν Χριστιανούς από τη Θράκη, αλλά το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να καταταγούν 50 Βούλγαροι εθελοντές υπό τον ταγματάρχη Θωμά Βέρβιν. Έχει διασωθεί μια χαρακτηριστική αναφορά της 20 Δεκεμβρίου 1854, του Ιωσήφ Βαρότση[1] από το υποπροξενείο της Αδριανούπολης, για την άρνηση των Θρακών να βοηθήσουν τους Τούρκους. Έγραφε:
          «Εις μάτην ο αρχηγός Μεχμέτ Σαδήκ Πασάς παρέτεινε την διαμονή του ενταύθα, επ’ ελπίδι, να στρατολογήσει εκατοντάδας Θρακών. Εις μάτην, επί τούτω μετεχειρίσθη ούτος μύρια και μύρια μέσα επιδείξεως στολών, πίλων και υποσχέσεων προβιβασμού, αμοιβών, χρημάτων. Εις μάτην ο Γρηγόριος Στούρτσας, Μουχλίς Πασάς, αδιακόπως δημηγορών εδίδαξεν κατά Ρωσίας, παρακινών τους Χριστιανούς να συσσωματωθώσι με τους Οθωμανούς και φωνασκών και απαγγέλων ότι το στάδιον των όπλων ανοίγει σήμερον τας πύλας της των Χριστιανών Ραγιάδων χειραφετίας. Οι Θράκες μας διέμενον ακατάπειστοι και κωφοί».
Πάντως ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ευλόγησε τα όπλα των Βουλγάρων που είχαν ενταχθεί εθελοντικά σε τάγματα Κοζάκων, που πολεμούσαν με τους Τούρκους εναντίον των Ρώσων και στο λόγο που εκφώνησε υπογράμμισε τα καθήκοντα των Χριστιανών στρατιωτών έναντι του σουλτάνου. Αυτά βέβαια τα έκανε, όπως εξηγούσε ο Βαρότσης, γιατί είχαν ακουσθεί πολλές συκοφαντίες εναντίον των Ελλήνων ότι δεν θέλουν να μιμηθούν το παράδειγμα των Βουλγάρων και υπονομεύουν τη στρατολογία εθελοντών. Είχαν σταλεί μάλιστα τέτοιες συκοφαντικές επιστολές από την Κωνσταντινούπολη, τη Σηλυβρία και την Τυρολόη.
*Κτίρια της παλαιάς Αδριανούπολης
Σε ένα έγγραφο του Α. Δόσκου πρόξενου στην Αδριανούπολη, με ημερομηνία 30 Ιουνίου 1866 υπάρχει η πληροφορία ότι ο Σαδήκ Πασσάς είχε Πολωνική καταγωγή[2]
          Και αργότερα σύμφωνα με προξενική αναφορά της 9 Μαρτίου 1854[3] παρά τις εχθροπραξίες Ρώσων και Τούρκων «τα Ηπειρωτικά και τα Θεσσαλικά απασχολούν τα πνεύματα των κατοίκων της Θράκης».
          Οι επαναστατικές κινήσεις, που είχαν σημειωθεί στην Ήπειρο, και τη Θεσσαλία, είχαν εξάψει το ενδιαφέρον των Ελλήνων και τους φόβους των Τούρκων, που θεωρούσαν ότι επρόκειτο για συνεργασία της Ελλάδας και της Ρωσίας.
          Ο Ιωσήφ Βαρότσης με αναφορά τους στις 17 Φεβρουαρίου 1854[4] μεταφέρει το κλίμα που διαμορφώθηκε στην Αδριανούπολη όταν άρχισαν να φθάνουν οι ειδήσεις για επαναστατικά κινήματα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.
           «… Η κοινή γνώμη- έγραφε- είχε ήδη μεγαλύνει τα πράγματα και δώσει χρώμα ελληνικόν και σοβαρότητα εις το κατά την Ήπειρο αναφανέν επαναστατικόν κίνημα. Οθωμανοί και Ομογενείς πολλοί συρρέουν παρ’ εμοί ερωτώντες και ζητώντες ειδήσεις περί των συμβάντων τούτων. Προσέτι ερωτηθείς παρά του προχθές φθάσαντος ενταύθα Γεν. Διοικητού Ρουστέμ Πασά εγνωστοποίησα προφορικώς τα εικότα κατά το πνεύμα των Οδηγιών μου. Αι εξηγήσεις μου δεν διασκέδασαν εισέτι τας υποψίας του τε Πασά και του Δημοσίου και τη ώρα ταύτη, τρανή τη φωνή, οι Οθωμανοί εκφράζονται ότι η Ελλάς, υποκινήσασα το περί ού ο λόγος επαναστατικόν κίνημα, συμμαχεί μετά της Ρωσσίας».
          Στις 2 Μαρτίου ο Βαρότσης ειδοποιεί τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρόνικο Πάικο ότι 400 ιππείς, άτακτοι από την επαρχία των Αδάνων, αντί να προωθηθούν προς τη Σούμλα στο Δούναβη, όπου αντιπαρατάσσονταν οι ρωσικές και οι τουρκικές δυνάμεις, διατάχθηκαν να κατευθυνθούν προς τα Ιωάννινα!
          «… Η προσοχή του δημοσίου ολόκληρος προς τα εκεί επιστρέφεται. Το επαναστατικόν κίνημα της Ηπείρου επέπεσεν ως κεραυνός, επί των κατοίκων εν γένει των μερών μας. Οι Οθωμανοί δεικνύουν την μεγίστην αμηχανίαν λησμονήσαντες δια μίαν στιγμήν, τον πόλεμόν των κατά της Ρωσσίας. Η αγωνία των Χριστιανών αυξάνει καθεκάστην ως εκ της του μέλλοντος αβεβαιότητος. Οι Οθωμανοί παρηγορούνται ελπίζοντες εις την ταχείαν καταστολήν της υποθέσεως και εις την ουδετερότητα της κυβερνήσεώς μας».
*Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877
          Οι Θρακιώτες, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Θράκη στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, είχαν εναποθέσει πολλές ελπίδες, για καλυτέρευση των όρων της διαβίωσής τους, μετά από εκατοντάδες χρόνια οθωμανικού ζυγού.
Οι ελπίδες τους όμως διαψεύσθηκαν καθώς οι Ρώσοι είχαν άλλους στρατηγικούς στόχους, κυρίως γιατί τους νέους κατακτητές ακολουθούσαν οι Βούλγαροι, οι οποίοι με την κάθοδο τον όμαιμων Ρώσων είχαν αναθαρρήσει και θεώρησαν καλό να αρχίσουν να δείχνουν την αιφνίδια ισχύ που απέκτησαν πρώτα στους Έλληνες. Για τη συμπεριφορά των Βουλγάρων, πήραμε μια γεύση σε προηγούμενα κεφάλαια. Επίσης έχουν αναφερθεί ορισμένες συνέπειες από τον πόλεμο αυτό, με βάση τα έγγραφα της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 1877 ανέλαβε η κυβέρνηση Επ.  Δεληγιώργη. Ακολουθούσε ουδετερόφιλη πολιτική θέλοντας να αποφύγει εμπλοκή της χώρας. Η κοινή γνώμη επηρεασμένη απαιτούσε να κηρυχθεί πόλεμος κατά της Τουρκίας, προσδοκώντας σε νίκη της Ρωσίας. Η κυβέρνηση δεν άντεξε και παραιτήθηκε στις 19 Μαΐου. Τη διαδέχθηκε η κυβέρνηση του Αλ. Κουμουνδούρου, με φιλοπολεμικές διαθέσεις και υποκίνηση επαναστατικών ενεργειών στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Και η κυβέρνηση εκείνη υπήρξε βραχύβια. Έτσι στις 26 Μαΐου σχηματίσθηκε  κυβέρνηση με σύμπραξη πολλών κομμάτων υπό τον γηραιό ναύαρχο Κ. Κανάρη, που αποκλήθηκε Οικουμενική. Ο Κανάρης πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου.
          Το φθινόπωρο του 1877, εποχή που έφταναν στη Θράκη οι άνεμοι τους οποίους έφερνε ο συνεχιζόμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί. Πολλοί λιποτάκτες του τουρκικού στρατού προτιμούσαν το δρόμο της ληστείας, παρά της τακτικής σύμπραξης με τις στρατιωτικές δυνάμεις της πατρίδας τους. Εγκατέλειπαν τις μονάδες τους και κατέφευγαν στα βουνά όπου σχημάτιζαν ομάδες ληστών.
          Πολύ χαρακτηριστικά, είχε αναφερθεί από την Καλλίπολη[5] ότι όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με Κιρκάσιους και λιποτάκτες του στρατού. Οι Έλληνες κατατρομαγμένοι, δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε ένα βήμα έξω από τις κωμοπόλεις και τα χωριά. Το μόνο που άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες ήταν ληστείες και βιαιοπραγίες.
*Η Καβάλα
          Μια άλλη τέτοια περίπτωση που πλήρωσαν ακριβά οι Θρακιώτες, για να αποκτήσουν... ιππικό οι ληστές, περιγράφει ο Έλληνας υποπρόξενος της Καβάλας Αρ. Παπαδόπουλος σε έκθεσή του προς το Προξενείο της Θεσσαλονίκης στις 20 Οκτωβρίου 1877[6] για την κατάσταση στην περιοχή του. Με βάση το γεγονός ότι οι λιποτάκτες επωφελούντο της αδιαφορίας των τοπικών αρχών και της γενικής διάλυσης που επικρατούσε, οργάνωναν την παρουσία τους στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας, ο Παπαδόπουλος γράφει:
          «Προς περισσοτέραν ασφάλειαν αυτών εκ των καταδιώξεων και ευκολωτέραν διάπραξιν ληστειών εσχημάτισαν και ιππικόν αφαιρέσαντες πλείστους ίππους εκ διαφόρων χριστιανικών χωρίων της Θράκης και ήδη εν σώματι ως ιππείς της Κυβερνήσεως περιφέρονται εις τα διάφορα χωρία αρπάζοντες παν το προστυχόν».
          Έτσι φορώντας και τις στρατιωτικές στολές τους αλώνιζαν και έκαναν ό,τι ήθελαν. Σε άλλο σημείο της έκθεσής του ο Παπαδόπουλος διεκτραγωδεί και τις διαρπαγές των εκκλησιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά:
          «Οι λιποτάκται ούτοι εσχάτως φαίνεται ελθόντες, εκόμισαν πλείστα λάφυρα εκ των εκκλησιών εν Βουλγαρία και Θράκη, ήτοι αργυρά κοσμήματα Αγίων εικόνων, στέφανα εκκλησιών, δισκοπότηρα και άλλα πράγματα εξ ών πλείστα, Οθωμανοί τινές και συγγενείς των λιποτακτών μετέφερον ενταύθα την παρελθούσαν εβδομάδα προς πώλησιν εις τινα Ιουδαίον αργυραμοιβόν».
          Από την Καλλίπολη εξάλλου ο υποπρόξενος Τζαννέτος Π. ειδοποιούσε από την 1 Σεπτεμβρίου 1877[7] το υπουργείο Εξωτερικών με την υπ. αριθμ. 40, αναφορά του:
          «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι η δημοσία ασφάλεια  ημέρα τη ημέρα χειροτερεύει. Άπασαι αι οδοί βρίθουσι Κιρκασίων και λιποτακτών του στρατού ώστε οι Έλληνες δεν δύνανται να εξέλθωσιν ούτε βήμα μακράν των κωμοπόλεων ή  των χωρίων...». 
Ανάμεσα στα έγγραφα της Βιβλιοθήκης της Βουλής, υπάρχει και ένα απόκομμα της Κωνσταντινουπολίτικης εφημερίδας «Νεολόγος» του 1879, από την οποία ξεχωρίζουμε δυο αποσπάσματα για το Μπαμπά Εσκή της Ανατολικής Θράκης και το Μουσταφά Πασά κοντά στην Αδριανούπολη, που υπέστησαν κατά τρόπο δραματικό τις συνέπειες αυτού του πολέμου.
          Για το Μπαμπά Εσκή η εφημερίδα γράφει, ότι είχε 1200 Έλληνες και 800 Οθωμανούς και προσθέτει: «Δυστυχώς τα άτακτα στίφη του τελευταίου πολέμου κατέστρεψαν την κωμόπολιν ταύτην την επί της σιδηροδρομικής γραμμής κειμένην, μη αρκεσθέντα δ’ εις την λεηλασίαν αυτής επυρπόλησαν την εκκλησίαν και την σχολήν. Τούτων ένεκα ούτε ίχνος σχολής υπάρχει νυν».
          Στην ίδια εφημερίδα για το Μουσταφά Πασά αναγράφεται: «Ολίγον προ της εισβολής του ρωσικού στρατού η νηπιαγωγός ανεχώρησεν εκείθεν, άμα δε τη κατοχή της κωμοπόλεως υπ’ αυτού, οι Βούλγαροι θρασυνθέντες έκλεισαν και την αλληλοδιδακτικήν σχολήν».
*Η παλαιά Φιλιππούπολη
          Η κάθοδος των ρωσικών στρατευμάτων μετά την κατάληψη της Φιλιππούπολης και την προέλαση προς την Αδριανούπολη, προκάλεσε μεγάλο πανικό κυρίως μεταξύ του τουρκικού πληθυσμού. Τα θεμέλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έτριζαν επικίνδυνα. Η βοήθεια ήταν αποδεκτή απ’ όπου και αν προέρχονταν. Η τουρκική εφημερίδα «Μπασιρέτ» από το Μάιο του 1877 είχε γράψει, ότι ο Γεώργιος Ζαρίφης επρόκειτο να αναλάβει την πληρωμή των ημερομισθίων 80 εργατών, που θα εργάζονταν στα τουρκικά οχυρωματικά έργα, τα οποία είχαν αρχίσει να ανεγείρουν οι Τούρκοι με ταχείς ρυθμούς.
          Μεταξύ αυτών που βοήθησαν τους Οθωμανούς στον πόλεμο εκείνο, ήταν και ορισμένοι Πολωνοί πατριώτες, οι οποίοι υποκινούμενοι από καθαρά αντιρωσικό μένος, έσπευσαν να καταταγούν εθελοντές. Οι Πολωνοί της Ανατολής συνέπηξαν στην Κωνσταντινούπολη κομιτάτο που καλούσε εθελοντές υπό τα όπλα για να πολεμήσουν εναντίον των Ρώσων στο πλευρό των Τούρκων. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι στρατολογούσε Πολωνούς εθελοντές από τον Απρίλιο του 1877 ο Έρνομπεκ, ενώ αναφέρεται η παρουσία στην Αδριανούπολη του Αρθούρου Μπέη επικεφαλής μικρής ομάδας Πολωνών εθελοντών. Άλλωστε Πολωνοί ιερείς, που δίδασκαν στο ένα από τα δύο καθολικά σχολεία της Αδριανούπολης είναι βέβαιο, ότι υπήρχαν εκεί τουλάχιστον από το 1870.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1877 με αυτοκρατορικό διάταγμα, όσοι από τους Πομάκους μπορούσαν να πάρουν όπλο και είχαν καταφύγει στην Αδριανούπολη, άρχισαν να αποστέλλονται στο θέατρο του πολέμου.
*Αδριανούπολη. Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού περί το 1910
Οι Τούρκοι της Αδριανούπολης και της Βόρειας Θράκης, προσπαθούσαν να φύγουν με κάθε μέσο. Επίκεντρο της τεράστιας συγκέντρωσης πληθυσμού, ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης. Στην ελληνική εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης, του Ιανουαρίου 1878, υπάρχουν πολλές ανταποκρίσεις από την Αδριανούπολη, που μιλούν για σύγχυση και αταξία, ενόψει της καθόδου των Ρώσων. Μέσα στην Αδριανούπολη κατέφυγαν χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσα στους οποίους 4460 στρατιωτικοί, ασθενείς ή τραυματίες.
          Το κρύο ήταν δριμύτατο και το θερμόμετρο έδειχνε 10 βαθμούς Ρεωμύρου κάτω του μηδενός. Υπάρχουν στον Τύπο περιγραφές για νεαρή μητέρα που κρατούσε στην αγκαλιά της το νεκρό βρέφος της, το οποίο είχε χάσει τη ζωή του εξαιτίας του κρύου. Μια άλλη τουρκάλα γέννησε μέσα σε ένα βαγόνι. Ακόμα και μαστιγώσεις πολιτών για ασήμαντες αφορμές από Βούλγαρους που διορίσθηκαν από τους Ρώσους ως αστυνομικοί μετά την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης, αναφέρθηκαν.
          Ρακένδυτοι πρόσφυγες έφταναν από τη Φιλιππούπολη μέσα σε ανοιχτά βαγόνια αφού ταξίδευαν μέσα στο ψύχος επί 26 ώρες και είχαν αναμείνει τις αμαξοστοιχίες άλλες 48 ώρες για να τους παραλάβουν.
*Δεδέαγατς. Η σημερινή Αλεξανδρούπολη
          Στα βαγόνια ανέβαιναν ακόμα και στις οροφές. Ο υποπρόξενος στο Δεδέαγατς Γ. Καραγιαννόπουλος δίνει μια συνοπτική αλλά άκρως παραστατική περιγραφή της καθόδου των προσφύγων στις 4 Ιανουαρίου[8] γράφοντας ότι «θέαμα σπαραξικάρδιον παρουσιάζει από τινος η κωμόπολις αύτη». Τότε είχε διακοπεί η σιδηροδρομική γραμμή προς Κωνσταντινούπολη ενώ «ο σιδηρόδρομος της Αδριανουπόλεως μετέφερε τεσσαράκοντα βαγόνια πλήρη έσωθεν και άνωθεν Οθωμανικών οικογενειών. Το δε μεσονύκτιον έτερα τεσσαράκοντα της αυτής καταστάσεως. Ο θρήνος και ο κλαυθμός απερίγραπτος». Το ένα τρίτο από τους πρόσφυγες στεγάσθηκε πρόχειρα σε καφενεία και μερικά σπίτια και οι υπόλοιποι έμεναν στο ύπαιθρο.
          Πρόσφυγες Οθωμανοί είχαν καταφύγει ακόμα και στην Ξάνθη. Ο Έλληνας υποπρόξενος της Καβάλας Αρ. Παπαδόπουλος στις 21 Ιανουαρίου 1878[9] ενημέρωνε το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης ότι «Εις Ξάνθην κατέφθασαν εκ των μερών της Αδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως περίπου 20.000 πρόσφυγες Οθωμανοί. Η ρηθείσα πόλις ευρίσκεται και αύτη εν απελπισία και ιδίως ως εκ της ελλείψεως τροφών».
          Στην Αδριανούπολη ένας Έλληνας ο Βενετσιάνης, αντιπρόσωπος του πάμπλουτου βαρόνου Χιρς, άρχισε να οργανώνει συσσίτια  και καταλύματα. Προσλήφθηκαν κατά το ρεπορτάζ της εφημερίδας, ακόμα και  «εκμεκτσήδες» δηλαδή ψωμάδες και «σαλεπιτζήδες» που έκαναν τα γνωστά ζεστά ροφήματα, για να ανακουφίσουν τις πρώτες ώρες τους πρόσφυγες. Αργότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ επαίνεσε δημόσια το Βενετσιάνη.
         Όμως θα συνεχίσουμε....



Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης



[1] ΙΑΥΕ 1854 φάκ. αακ, ΙΑ΄ β΄
[2] ΙΑΥΕ 1866 φάκ. 37,13
[3] ΙΑΥΕ 1854 φάκ. 99, Ι β΄
[4] ΙΑΥΕ 1854 φάκ. 4, ΙV, γ
[5] ΙΑΥΕ 1877 φάκ. 4,1
[6] ΙΑΥΕ 1877 φάκ. 4,1
[7] ΙΑΥΕ 1877 φάκ. 4,1
[8] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. ΑΑΚ/ΙΑ΄
[9] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. ΑΑΚ/Η΄







8 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό και πλούσιο σε σπάνιο υλικό άρθρο. Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φίλε Βιβλιόφιλε, που και εσύ διατηρείς ένα εξαιρετικό ιστολόγιο, σε ευχαριστώ θερμά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μπράβο, Παντελή! Με σπάνιο υλικό πάντα τα κείμενά σου!

    Chryssi Baboura

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Rania Pantazi
    Καλημέρα κύριε Αθανασιάδη. Σήμερα το πρωί διάβαζα για το πως διαμοίρασαν τη Θράκη στα τρία, Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη) διάβαζα κάποια κείμενα - ανταποκρίσεις του αμερικανού συγγραφέα Χέμινγουαίη από το τι έγινε στην Ανατολική Θράκη . Πονάει η ελληνική ιστορία. Και δυστυχώς μυαλό δε βάζουμε...Να έχετε μια καλή Κυριακή
    Πολύ ενδιαφέροντα όλα όσα γράφετε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Rania Pantazi
    Καλημέρα κύριε Αθανασιάδη. Σήμερα το πρωί διάβαζα για το πως διαμοίρασαν τη Θράκη στα τρία, Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη) διάβαζα κάποια κείμενα - ανταποκρίσεις του αμερικανού συγγραφέα Χέμινγουαίη από το τι έγινε στην Ανατολική Θράκη . Πονάει η ελληνική ιστορία. Και δυστυχώς μυαλό δε βάζουμε...Να έχετε μια καλή Κυριακή
    Πολύ ενδιαφέροντα όλα όσα γράφετε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Vassiliki Tsakoglou
    Καλή Ανάσταση! Ευχαριστώ για την εργασία που έχετε κάνει για τη Θράκη και της οποίας επωφελούμαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Τάκης Παναγιώτης
    Εξαιρετικό οπως παντα, Παντελή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Νίνα Γκούδλη Συγχαρητήρια Παντελή για την ανάρτησή σου την πάντα τεκμηριωμένη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή