Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης του 1934


Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_21/02/2010_391632








*Η εφημερίδα "Πρωΐα" με την υπογραφή του Συμφώνου




 Η συμφωνία που υπέγραψαν Ελλάδα, 
Τουρκία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία

συνάντησε έντονες αντιδράσεις 
στη χώρα μας, 76 χρόνια πριν



Επιμέλεια: Στέφανος Xελιδόνης


Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας, η οποία εκινείτο με γοργούς ρυθμούς προς την εσωτερική ανασυγκρότηση και τη βιομηχανική ανάπτυξη, απαιτούσε ευέλικτες και άμεσες διπλωματικές μεθοδεύσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του '30, η οικονομική κρίση στην Ευρώπη οδήγησε σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των βαλκανικών χωρών και σε προστατευτισμό. Η δυνατότητα Βαλκανικής Συνομοσπονδίας εξετάστηκε σε μια σειρά συνδιασκέψεων. Η Ελλάδα εξαρχής βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας, που παράλληλο στόχο είχε τη διαμόρφωση συστήματος διαβαλκανικής συλλογικής ασφάλειας ως βιώσιμη λύση του προβλήματος της σταδιακής αποσταθεροποίησης του ευρωπαϊκού συστήματος. Στις 9 Φεβρουαρίου 1934, Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία υπέγραψαν στην Αθήνα το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης, με άξονες την κατοχύρωση ειρήνης στα Βαλκάνια, τη διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος και τον σεβασμό στις αρχές διεθνούς νομιμότητας. Παρ' όλο που η αναθεωρητική Βουλγαρία αρνήθηκε να συμμετάσχει και η Αλβανία ήταν δεμένη στο άρμα της Ιταλίας, προσκλήθηκαν να προσχωρήσουν εν ευθέτω χρόνω. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αρχηγός τότε της αντιπολίτευσης, αντιτάχθηκε στο γενικό πνεύμα του συμφώνου, θεωρώντας πως η Ελλάδα κινδύνευε να εμπλακεί σε ευρύτερες διεθνείς διενέξεις. Η ανάδυση κεντρόφυγων δυνάμεων στους συμβαλλομένους διέβρωσε από νωρίς τις δυνατότητες αποδοχής και παγίωσης των συμφωνηθέντων. Με την επιδείνωση του κλίματος από το 1936, η βαλκανική Αντάντ άρχισε να καταρρέει, αποκαλύπτοντας τα σαθρά πολιτικά θεμέλια της ενδοβαλκανικής συνεργασίας και ενότητας. Αυτό υπογραμμίστηκε από την ένταξη των βαλκανικών χωρών σε διαφορετικά στρατόπεδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.



*Τα Βαλκάνια









Σταθμός στην ιστορία 
των κρατών της περιοχής

Της Αρετής Tούντα-Φεργάδη*


Το Τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο, της 9ης Φεβρουαρίου 1934 (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία, Ρουμανία), καρπός πρωτοβουλίας του Ρουμάνου υπουργού Εξωτερικών Νικολάε Τιτουλέσκο, εξέφραζε πρωτίστως την επιθυμία των συμβαλλομένων Δυνάμεων για ενδυνάμωση και ενίσχυση της ασφάλειάς τους, ενόψει των δυσοίωνων μηνυμάτων, που έρχονταν από την Ευρώπη μετά την άνοδο του Χίτλερ στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας (Ιανουάριος 1933) και της μαξιμαλιστικής πολιτικής του Μουσολίνι, ο οποίος προσπαθούσε να ποδηγετήσει τον λαό του με το όραμα της αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.




*Ο Νικολάε Τιτουλέσκο


Στο Σύμφωνο δεν συμμετείχαν η Βουλγαρία και η Αλβανία. Βάσει, όμως, του τρίτου άρθρου του, παρέμενε εμμέσως ανοιχτό στην προσχώρησή τους. Λόγοι, που ανάγονταν στη σφαίρα της εσωτερικής και, κυρίως, της εξωτερικής πολιτικής είχαν υπαγορεύσει στην αναθεωρητική Βουλγαρία την αρνητική της θέση. Η εξάρτησή της από την Ιταλία, η οποία, μαζί με τη Γερμανία, ασκούσαν άμεση επιρροή, οικονομική και πολιτική, στον γενικότερο βαλκανικό χώρο, αλλά και η μετατροπή της Αλβανίας σε ιταλικό προτεκτοράτο μετά τη δεύτερη Συμφωνία των Τιράνων (1927), είχαν παρεμποδίσει την καθολική συμμετοχή των χωρών της Χερσονήσου του Αίμου στο αποκληθέν και Σύμφωνο «αυτοκτονίας».
Το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης έχει αποτελέσει σταθμό στην ιστορία των κρατών της Χερσονήσου. Δεν έγινε, όμως, ευμενώς αποδεκτό από τους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούσαν τον ελληνικό λαό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο κύριος εκφραστής της αντιπολιτευτικής παράταξης, αντέδρασε σθεναρώς. Θιασώτης των διμερών συμφώνων, υποστήριξε πως δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους επιδιωκόμενους από τις Βαλκανικές Διασκέψεις. Το χαρακτήρισε «στρατιωτική[…] συμμαχία[…]», διασφαλίζουσα πρωτίστως τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία, δεσμευόμενες ήδη από διμερή συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας. Η συγκεκριμένη Συνθήκη αποτελούσε ένα από τα διεθνή κείμενα, επί των οποίων είχε θεμελιωθεί το οικοδόμημα της Μικρής Αντάντ, όπου συμμετείχε και η Τσεχοσλοβακία και στόχευε στην προστασία των συμβαλλομένων μερών από τον ουγγρικό αναθεωρητισμό. Ελλάδα δε και Τουρκία συνδέονταν, εκτός των Συμφώνων του 1930, και με το Εγγυητικό Σύμφωνο, της 14ης Σεπτεμβρίου 1933.
Αμεση απαίτησή του ήταν η σύγκληση σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, ώστε να συζητηθούν διεξοδικώς όλες οι παράμετροι της κυβερνητικής πρωτοβουλίας επί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία είχε οδηγήσει στη σύναψη του Συμφώνου και στην ανάληψη έκτακτων στρατιωτικών υποχρεώσεων εκ μέρους της χώρας.
Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε «κεκλεισμένων των θυρών», στις 28 Φεβρουαρίου, και αποφασίστηκε, κατά τη διάρκεια της κυρωτικής διαδικασίας του Συμφώνου από τα νομοθετικά σώματα και ιδίως από τη Γερουσία, όπου ο Βενιζέλος διέθετε την πλειοψηφία, η κυβέρνηση να προβεί σε διευκρινίσεις. Ετσι, όταν το Σύμφωνο συζητήθηκε στην Εθνοσυνέλευση, ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτριος Μάξιμος εξήγησε ότι το άρθρο 1 αφορούσε στην εγγύηση των ενδοβαλκανικών συνόρων των συμβαλλομένων σ’ αυτό μερών. Ωστόσο, απαντώντας αργότερα σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικές με το εάν η ερμηνευτική δήλωση της κυβέρνησης ανέτρεπε το άρθρο 3 του Μυστικού Πρωτοκόλλου, προσηρτημένου στο Βαλκανικό Σύμφωνο, απάντησε πως: «το τοιούτο δεν είναι ακριβές. […] Η κυβέρνησις, άλλωστε, δεν θα προέβαινεν εις την δήλωσιν, εάν δι’ αυτής επρόκειτο ν’ ανατραπούν διατάξεις του συμφώνου».




*Ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πίνακας του Γ. Γουναρόπουλου. Πινακοθήκη Ευάγγελου Αβέρωφ, Μέτσοβο



Οι αντιρρήσεις του Ελ. Βενιζέλου

Ενοχλημένος ο Βενιζέλος από τις δηλώσεις του Μάξιμου και, πιστεύοντας πως είχε ύψιστη υποχρέωση να διαφωτίσει την κοινή γνώμη επί των πεπραγμένων της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» οκτώ άρθρα, από τις 11 έως τις 18 Απριλίου 1934. Με καυστικό πνεύμα, επιχειρώντας αναδρομές στο ιστορικό παρελθόν, αναλύοντας τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας με τα γειτονικά της κράτη, ανάγοντας αυτές και στην εξωτερική πολιτική της «χρυσής Τετραετίας» του, με διορατικότητα που ξαφνιάζει, περιγράφοντας ως πιθανά, σενάρια επαληθευθέντα στην πορεία της Ιστορίας, εικονογραφεί την ενδοβαλκανική και εξωβαλκανική πραγματικότητα. Στα άρθρα του, επιχειρούσε να αντικρούσει ένα προς ένα τα σημεία εκείνα, τα οποία η κυβέρνηση είχε επικαλεστεί, για να δικαιολογήσει την εσπευσμένη υπογραφή του Συμφώνου. Οι αντιρρήσεις του αρθρώνονταν γύρω από τρεις κύριους άξονες: την έννοια του άρθρου 3 του Μυστικού Πρωτοκόλλου, την πιθανολογούμενη προσέγγιση Γιουγκοσλαβίας - Βουλγαρίας και τη συνακόλουθη στρατιωτική σύμπραξή τους εναντίον της Ελλάδας, τη φημολογούμενη αναθεώρηση της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγύ, επακόλουθο της οποίας θα ήταν η ποθούμενη από τη βουλγαρική ηγεσία παραχώρηση εδαφικής διεξόδου στη χώρα της προς το Αιγαίο, μέσω Αλεξανδρούπολης.
Ως προς το άρθρο 3 του Μυστικού Πρωτοκόλλου, υποστήριζε πως σε περίπτωση κατά την οποία εξωβαλκανική δύναμη διενεργούσε επίθεση εναντίον χώρας, μέλους του Βαλκανικού Συμφώνου, τότε τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη δεν υποχρεούντο να προστρέξουν και να το υποστηρίξουν ενόπλως. Εάν, όμως, είτε ταυτοχρόνως, είτε σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, βαλκανική δύναμη διενεργούσε επίθεση εναντίον του ίδιου συμβαλλόμενου, τότε θα ίσχυε το Σύμφωνο ως προς αυτό το βαλκανικό κράτος.


Κίνδυνος εμπλοκής της Ελλάδας σε πόλεμο

Η αντίρρηση του Βενιζέλου και των άλλων πολιτικών, του Μιχαλακόπουλου, του Καφαντάρη, του Μεταξά, έγκειτο στο ότι σε περίπτωση κατά την οποία η Ιταλία επετίθετο κατά της Γιουγκοσλαβίας και η Αλβανία την ακολουθούσε, τότε η Ελλάδα και οι υπόλοιπες συμμετέχουσες στο Σύμφωνο Δυνάμεις, θα ήταν υποχρεωμένες να επιτεθούν εναντίον της τελευταίας. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας θα ήταν η άμεση πολεμική εμπλοκή Ελλάδας - Ιταλίας και η συνακόλουθη διάρρηξη των σχέσεών τους: διότι η Ελλάδα θα παραβίαζε, στην ουσία, το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού (Σεπτέμβριος 1928), ερχόμενη ταυτοχρόνως αντιμέτωπη με μια Μεγάλη Μεσογειακή Δύναμη. Επιπλέον, πιθανότατα, η ενέργεια αυτή θα καθιστούσε ανενεργό το ίδιο το Σύμφωνο, ή θα το αποδυνάμωνε αποστερώντας τη δυνατότητα εισόδου σ’ αυτό της Αλβανίας. Σε περίπτωση δε κατά την οποία η Σοβιετική Ενωση διενεργούσε επίθεση εναντίον της Ρουμανίας θα εμπλεκόταν η Τουρκία.
Η κυβέρνηση είχε επικαλεστεί και τον κίνδυνο που διέτρεχε η Ελλάδα από τη φημολογούμενη ένωση των Νοτιοσλάβων, συμπεριλαμβανομένων και των Βουλγάρων, και την ίδρυση ενός Ομοσπονδιακού κράτους. Ο Βενιζέλος πίστευε πως οι διχοστασίες, που ενυπήρχαν στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Γιουγκοσλαβίας, απέκλειαν αυτό το ενδεχόμενο. Η υποστηριζόμενη δε, ως πιθανή, προσέγγιση Βουλγαρίας - Γιουγκοσλαβίας και η εξ αυτής απειλή της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας ήταν αβάσιμη. Ισως το μεγαλύτερο επιχείρημα της αντίρρησής του να έγκειτο στα όσα είχε επικαλεστεί και ο Μεταξάς κατά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, σύμφωνα με τα οποία τυχόν συναίνεση των Βουλγάρων στην κατοχή της Θεσσαλονίκης από τους Γιουγκοσλάβους θα μεταφραζόταν στην εγκατάλειψη των εδαφικών τους διεκδικήσεων επί της ελληνικής Μακεδονίας. Η διατήρηση, εξάλλου, της ελληνικής κυριαρχίας επί της Θεσσαλονίκης, υπαγορευόταν από λόγους αναγόμενους στη σφαίρα της γενικότερης βαλκανικής ισορροπίας. Παράλληλα, η διατήρηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Δυτική Θράκη διασφαλιζόταν από το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο του Σεπτεμβρίου 1933, το οποίο είχε υπογράψει η κυβέρνηση Τσαλδάρη. Το ισχυρότερο δε επιχείρημά του εναντίον της άποψης για πιθανή αναθεώρηση της Συνθήκης του Νεϊγύ και εδαφική έξοδο της Βουλγαρίας προς το Αιγαίο στηριζόταν στο γεγονός ότι αναθεώρησή της, μέσω της οποίας θα μετατρεπόταν η προβλεπόμενη από αυτή «οικονομική» διέξοδος, σε «εδαφική» παραχώρηση, δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο με απόφαση της Συνέλευσης της ΚτΕ· απαιτείτο και η συναίνεση της Ελλάδας, η οποία ήταν η άμεσα ενδιαφερόμενη.
Η ιστορική εξέλιξη επιβεβαίωσε αρκετές από τις προβλέψεις του Βενιζέλου. Απόδειξη συνιστούν τα όσα ανέφερε σχετικά με την Ιταλία: «Και πώς εφαντάσθη η Κυβέρνησις, ότι ο Ελληνικός λαός, καλούμενος […] να επιστρατευθή, δια να εκστρατεύση έξω των συνόρων μας, προς υπεράσπισιν της γιουγκοσλαβικής ακεραιότητος, θα προσέλθη προθύμως […] όταν εν τω μεταξύ η Ιταλία θα μας έχη κοινοποιήση το τελεσίγραφόν της, θ’ αρχίση να καταλαμβάνη τας νήσους μας, με πρώτην την Κέρκυραν, και θα έχη αποκλείση με τον στόλον της τον Σαρωνικόν και τον Θερμαϊκόν κόλπον».

* Η κ. Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Διπλωματικής Ιστορίας και διευθύντρια του τομέα Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου