Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Ακολουθώντας με αφοσίωση τον Πατερούλη

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

https://www.kathimerini.gr/culture/562274332/akoloythontas-me-afosiosi-ton-pateroyli/

*Το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη

 




*«Στη σκιά του Στάλιν»


*Προδημοσίευση από το βιβλίο


του Νίκου Μαραντζίδη

 

 


«Αν και συστάθηκε το 1918 ως τυπικό σοσιαλιστικό κόμμα, το ΚΚΕ διαμόρφωσε την εικόνα, πως αποτέλεσε ένα από τα πλέον νομιμόφρονα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα προς τη Μόσχα. Στα μέσα του 20ού αιώνα, είχε πλέον ασπαστεί το πνεύμα του σοβιετικού διεθνισμού πιο ένθερμα από κάθε άλλο κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης (με την εξαίρεση ίσως του Πορτογαλικού Κομμουνιστικού Κόμματος).

Ενώ άλλα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν τη δική τους εθνική πορεία προς τον σοσιαλισμό, το ΚΚΕ διατήρησε ιδιαιτέρως στενές σχέσεις με τη Μόσχα και τα αδελφά κόμματα των Βαλκανίων. Κανένα άλλο δυτικοευρωπαϊκό κομμουνιστικό κόμμα δεν βρέθηκε σε τόσο στενή επαφή με την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες επί τόσο πολλά χρόνια».

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξιστόρηση της πορείας του ΚΚΕ αποτελεί το νέο βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια με τίτλο «Στη σκιά του Στάλιν. Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού». Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα αγγλικά από το Cornell University Press και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Χρήστο Γεμελιάρη. Ακολουθεί χαρακτηριστικό απόσπασμα.

Η. Μ.

 

*1945: Ο Νίκος Ζαχαριάδης αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Νταχάου.


Προδημοσίευση


Λίγο μετά τη διέλευση γερμανικών αρμάτων μάχης από τα πολωνικά σύνορα την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Κομιντέρν ανακοίνωσε τις νέες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της. Όλοι οι κομμουνιστές έπρεπε να αγωνιστούν εναντίον του «ιμπεριαλιστικού πολέμου» που άρχισε στις 3 Σεπτεμβρίου, όταν η Γαλλία και η Βρετανία, σύμμαχοι της Πολωνίας, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία. Η Κομιντέρν είχε ήδη μετατραπεί σε όργανο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, την οποία, μετά τις 23 Αυγούστου 1939, καθόρισε απότομα το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο Μη Επίθεσης (Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ). Με τον Στάλιν πλέον να θεωρεί βέλτιστη στρατηγική για τη Σοβιετική Ένωση την οιονεί ουδετερότητα, η Κομιντέρν εγκατέλειψε την προώθηση του αντιφασιστικού μετώπου. Όλα τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να αποκηρύξουν τον πόλεμο, ξεσκεπάζοντας τον «μύθο» σύμφωνα με τον οποίο ο πόλεμος των Ευρωπαίων συμμάχων κατά της Γερμανίας ήταν αντιφασιστικός. (…)

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι κομμουνιστές κλονίστηκαν από την οδηγία. Ο Ιταλός κομμουνιστής Τζόρτζιο Αμέντολα θυμόταν αργότερα τη σύγχυση και την αμηχανία που ένιωσαν ο ίδιος και οι σύντροφοί του στο άκουσμα της είδησης του Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου. Ορισμένοι ήταν τόσο δύσπιστοι που συνέχισαν να ακολουθούν την παλιά στρατηγική. (…)

 

Διεθνισμός ή πατριωτισμός;

 

Όσο για το ελληνικό κόμμα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις εκφράστηκαν από μέλη του ΚΚΕ, η ηγεσία του κόμματος αποδέχτηκε τη συμφωνία Ρίμπεντροπ-Μολότοφ ως απαραίτητη για την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 7 Νοεμβρίου, ο Ριζοσπάστης άσκησε κριτική στη θέση ότι ο πόλεμος κατά της Γερμανίας ήταν ένας δίκαιος πόλεμος. Τον Απρίλιο του 1940, ένα μανιφέστο του ΚΚΕ υποστήριζε ότι «δεν είναι ηρωισμός το να σκοτώνεσαι για ξένα συμφέροντα. Δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση της Πατρίδας το να πολεμάς στην υπηρεσία του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού μπλοκ». Το ΚΚΕ περιέγραφε τον Μεταξά και τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ ως τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του λαού, καθώς έσπρωχναν την Ελλάδα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 γέννησε νέες προκλήσεις. Το ξέσπασμα του πολέμου βρήκε τον Νίκο Ζαχαριάδη στις φυλακές της Κέρκυρας. Παρά τις προσωπικές ταλαιπωρίες και τα βάσανά του, απέστειλε στις 31 Οκτωβρίου 1940 επιστολή στον Μεταξά, η οποία, αν και αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για τον δικτάτορα, ο οποίος ζήτησε τη δημοσίευση της επιστολής στον αθηναϊκό Τύπο, γέννησε σίγουρα απορίες σε πολλούς συντρόφους του όταν δημοσιεύτηκε. Ο Ζαχαριάδης δήλωσε απερίφραστα την άνευ όρων στήριξή του στον αγώνα της κυβέρνησης Μεταξά κατά του Μουσολίνι: «Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. (…) Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη». Το πύρινο ύφος της επιστολής εξέπληξε φίλους και εχθρούς. Η Κομιντέρν και πολλά στελέχη του ΚΚΕ δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι συνέβη. Το ζήτημα δεν ήταν τόσο η στάση του Ζαχαριάδη αναφορικά με τον πόλεμο αυτόν καθαυτόν, δεδομένου ότι η Ιταλία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος του Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου. Αυτό που προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες και ερωτήματα στους Έλληνες κομμουνιστές και τους συντρόφους τους διεθνώς ήταν η άνευ όρων και εκδηλωτική στήριξη του Ζαχαριάδη στο καθεστώς Μεταξά: Γιατί άραγε ο Ζαχαριάδης δεν έκανε καμία αναφορά στους εκατοντάδες φυλακισμένους κομμουνιστές και εξόριστους ακτιβιστές; Ή στον αυταρχικό, φασιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος; Δεδομένου του ανελέητου διωγμού που βίωναν οι Έλληνες κομμουνιστές, πώς θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια άνευ όρων στήριξη στον πόλεμο του Μεταξά; Μήπως θα όφειλαν, ως Έλληνες κομμουνιστές, να προτείνουν έναν διμέτωπο αγώνα; Να αντιταχθούν τόσο στους Ιταλούς εισβολείς όσο και στους εγχώριους φασίστες καταπιεστές τους; Με τα βασανιστικά αυτά ερωτήματα κατά νου, ορισμένοι θεώρησαν ότι η επιστολή ήταν νόθο προϊόν της προπαγανδιστικής μηχανής του καθεστώτος που τόσο είχε ταλαιπωρήσει το κόμμα εκδίδοντας ανάμεσα στα άλλα έναν «παράνομο Ριζοσπάστη», προκαλώντας απόλυτη σύγχυση στους φίλους του κόμματος. Κάποιοι άλλοι έθεσαν ερωτηματικά για τη νομιμοφροσύνη, ακόμα και για την ψυχική υγεία του Ζαχαριάδη. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ο άλλοτε αδιάφθορος ηγέτης είχε υποκύψει στους εκβιασμούς του Μεταξά. Η πρώτη επιστολή του Ζαχαριάδη– επρόκειτο να ακολουθήσουν άλλες δύο– αποτέλεσε για πολλά χρόνια αμφιλεγόμενο ζήτημα όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων κομμουνιστών αλλά και μεταξύ των ιστορικών. Ωστόσο, είναι απίθανο η πρωτοβουλία του Ζαχαριάδη να υπήρξε το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πράξης ανυπακοής έναντι των Σοβιετικών. Αποτιμώντας τη συγκεκριμένη επιστολή, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς ότι ο έγκλειστος στις φυλακές της Κέρκυρας Ζαχαριάδης βρισκόταν απομονωμένος από τον ρευστό κόσμο της κομμουνιστικής πολιτικής, ο οποίος σφυροκοπούνταν από τα ταχέως μεταβαλλόμενα διεθνή δεδομένα, καθώς και ότι η στρατηγική της Κομιντέρν άλλαζε συνεχώς, αφήνοντας τον Έλληνα ηγέτη στο σκοτάδι του κελιού της φυλακής του αναφορικά με τις πιο πρόσφατες αλλαγές. Επομένως, είναι αρκετά πιθανό ο ηγέτης του ΚΚΕ να θεωρούσε ότι ακολουθούσε μια ήδη χαραγμένη κομμουνιστική στρατηγική. Μάλιστα, η επιστολή του ήταν μια επανάληψη, σχεδόν αυτολεξεί, των οδηγιών που είχε λάβει το κόμμα από τον Δημητρόφ αμέσως μετά τις αποφάσεις που είχε λάβει η ΕΕΚΔ τον Ιούνιο – Ιούλιο του 1939.

*1939: Το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο Μη Επίθεσης (στη φωτογραφία, υπογράφει ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μολότοφ). Ο Στάλιν θεωρούσε βέλτιστη στρατηγική για τη Σοβιετική Ένωση την οιονεί ουδετερότητα.


 

Ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στον αγώνα της Ελλάδας κατά του Άξονα

 

Τον Ιούνιο του 1939 ο Δημητρόφ είχε θυμίσει στον εκπρόσωπο του ΚΚΕ ότι η γραμμή της Κομιντέρν συνίστατο στη δημιουργία «ενός εθνικού μετώπου που να στηρίζεται σε δημοκρατικές βάσεις και να στοχεύει στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας έναντι της ξένης επιθετικότητας, καθώς και στη συγκρότηση ενός βαλκανικού μπλοκ βασισμένου στην ειρηνική συνεργασία κατά της απειλής εισβολής από τη Γερμανία και την Ιταλία». Στις 14 Ιουλίου 1939, στο πλαίσιο μιας μυστικής απόφασης της Γραμματείας της ΕΕΚΔ, το ελληνικό κόμμα έλαβε την εντολή να αναγνωρίσει το γεγονός ότι βασικός εχθρός του ήταν ο φασιστικός άξονας Ρώμης-Βερολίνου. (…) Εξάλλου, σχεδόν έναν μήνα πριν από την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, την 1η Οκτωβρίου 1940, ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ανοιχτή επιστολή του ηγέτη του ΚΚΕ προς τον Μεταξά. (…) Στην παραπάνω επιστολή, επιπλέον, ο Ζαχαριάδης αναφερόταν στην ανάγκη να χτυπηθούν οι πράκτορες του Άξονα και της Αγγλίας στην Ελλάδα και η χώρα να ακολουθήσει πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό προς την ΕΣΣΔ, «τη μόνη μεγάλη δύναμη που υπερασπίζεται τους μικρούς λαούς και που μπορεί να μας εξασφαλίσει αποτελεσματικά». Ο Ζαχαριάδης προσπαθούσε εμφανώς να ισορροπήσει ανάμεσα στην οδηγία της Κομιντέρν του Ιουλίου του 1939 με τη νέα γραμμή στην εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ και της Κομιντέρν. Απλώς μια τέτοια ισορροπία απαιτούσε ταλέντο σχοινοβάτη, που ο Ζαχαριάδης από ταμπεραμέντο δεν διέθετε. Παρά τις ομοιότητες σε επίπεδο περιεχομένου, υπήρχε μια ουσιώδης διαφορά: η επιστολή της 31ης Οκτωβρίου, λόγω της δημοσίευσής της στον αθηναϊκό Τύπο, προκάλεσε μεγάλο αντίκτυπο στην ελληνική κοινή γνώμη. Και ο Ζαχαριάδης το αντιλήφθηκε σύντομα, ιδιαίτερα τις ανησυχίες στους κόλπους της Κομιντέρν. Επιχείρησε να διασκεδάσει τις κριτικές με μια άλλη επιστολή στις 26 Νοεμβρίου 1940. Εκεί τροποποιούσε την προηγούμενη θέση του, αποκηρύσσοντας τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να προσχωρήσει σε αυτόν και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ΕΣΣΔ θα μπορούσε να μεσολαβήσει σε μια ελληνοϊταλική ειρηνευτική συμφωνία. Η Κομιντέρν δεν άργησε να του ασκήσει δριμεία κριτική. Στις 10 Ιανουαρίου 1941 το προεδρείο της ΕΕΚΔ εκτίμησε ότι, ακόμα και αν η ανεξαρτησία της Ελλάδας κινδύνευε λόγω της ιταλικής ιμπεριαλιστικής εισβολής, ο πόλεμος που διεξήγε η δικτατορία του Μεταξά δεν αποσκοπούσε στην υπεράσπιση της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας, όπως ισχυριζόταν στην επιστολή του ο Ζαχαριάδης. Επιπλέον, υποστήριζε η ΕΕΚΔ, ο συγκεκριμένος πόλεμος ωθούσε τον ελληνικό λαό να στηρίζει την κυβέρνηση Μεταξά αντί να αντιτάσσεται στην εγκληματική εξωτερική πολιτική του. (…) Στις 15 Ιανουαρίου 1941, λίγες μέρες δηλαδή μετά την επίπληξη της Κομιντέρν, ο Ζαχαριάδης έγραψε μια τρίτη επιστολή μέσω της οποίας ευθυγραμμιζόταν απολύτως με την Κομιντέρν, υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος του Μεταξά ήταν ευθύς εξαρχής ένας φασιστικός, κατακτητικός πόλεμος, και η ανατροπή του καθεστώτος Μεταξά αποτελούσε άμεση προτεραιότητα και ζωτικό συμφέρον για τον ελληνικό λαό, ο οποίος έπρεπε να αναζητήσει την ειρήνη, τη βαλκανική συνεργασία και τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ. Εντούτοις, παρά τη δημόσια μετάνοια του Ζαχαριάδη, η Κομιντέρν παρέμεινε επιφυλακτική απέναντί του. Στο πλαίσιο ενός χαρακτηριστικά σταλινικού τρόπου τιμωρίας, η σύζυγος του Ζαχαριάδη Μαρία Νοβάκοβα, που μετά τη σύλληψη του Ζαχαριάδη στην Ελλάδα έφυγε με το παιδί της στη Μόσχα, φαίνεται πως εξορίστηκε από τους Σοβιετικούς ή τέθηκε υπό επιτήρηση.

Τελικά και ο Ζαχαριάδης επρόκειτο να εκτοπιστεί βίαια. Τον Απρίλιο του 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα και οι γερμανικές κατοχικές αρχές τον μετέφεραν από τις φυλακές της Κέρκυρας στο στρατόπεδο του Νταχάου, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Από τις επιστολές που έγραψε όσο ήταν ακόμα στην Κέρκυρα, μόνο η πρώτη δημοσιεύτηκε στη διάρκεια του πολέμου με την Ιταλία. Η δεύτερη κατασχέθηκε από τις μεταξικές υπηρεσίες ασφαλείας και κρατήθηκε μυστική ώσπου να λήξει ο πόλεμος· η τρίτη ήρθε στο φως το 1942. Αποκρύπτοντας τη δεύτερη και την τρίτη επιστολή του Ζαχαριάδη, το καθεστώς Μεταξά πέτυχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά στα οποία σκόπευε. Στη συνείδηση των Ελλήνων, ο Ζαχαριάδης, για την τόλμη του και την υπέρβαση που έκανε να υποστηρίξει άνευ όρων τον άνθρωπο του οποίου το καθεστώς τον είχε καταδιώξει αυτόν και το κόμμα του αμείλικτα, αναδείχτηκε ηγέτης μεγάλου βεληνεκούς, όπως λίγοι τέτοιοι μπορούσαν να υπάρχουν. Η δικτατορία συνέβαλε άθελά της στην ανάδειξη του Ζαχαριάδη ως ηγέτη εθνικής εμβέλειας και διευκόλυνε στη συνέχεια τις προσπάθειες του ΚΚΕ να οργανώσει και να ηγηθεί του αντιστασιακού κινήματος στη χώρα.

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου