Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Θα μπορούσε να είχε περιέλθει η Αν. Θράκη στην ελληνική επικράτεια;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 

*Η είσοδος του βασιλιά Αλέξανδρου στην Αδριανούπολη, τον Ιούλιο του 1920. Η Μικρασιατική Καταστροφή καθόρισε την τύχη της Ανατολικής Θράκης. Αμέσως μετά την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών άρχισε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού που ολοκληρώθηκε στις 12/25 Νοεμβρίου 1922. Τον στρατό ακολούθησαν πανικόβλητοι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της περιοχής. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ




 

Γράφουν οι ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ

 


«Χθες την εσπέραν», έγραφε η «Καθηµερινή» στις 14 Ιουλίου 1920, «περί την δύσιν, το πυροβόλον απηύθυνεν από των λόφων εκατό ελληνικών πόλεων, βαρύβοον εσπερινόν ύμνον προς τον Θεόν της Ελλάδος διότι ηυνόησε τα Ελληνικά όπλα εν τη απελευθερωτική των προσπαθεία. Κατά την ιδίαν ώραν, χθες, ο μουεζίνης θ’ απηύθυνε, μελαγχολικώτερος ή άλλοτε, από των μιναρέδων του Σουλτάν Σελήμ προς τον δύοντα ήλιον της Αδριανουπόλεως, αντί προσευχής, πικρόν παράπονον διά τον Αλλάχ, όστις εγκατέλειψε τους πιστούς και ευνοεί τους απίστους».

Σημείο αναφοράς στην Ανατολική Θράκη, η Αδριανούπολη είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό στις 12 Ιουλίου, ενώ την επομένη εισερχόταν στην πόλη ο βασιλιάς Αλέξανδρος. «Η κατάληψις ολοκλήρου της Ανατολικής Θράκης, μέχρι της Μαύρης Θαλάσσης και της γραμμής της Τσατάλτζας πιστεύεται ότι θα έχει συντελεσθή εντός βραχυτάτου διαστήματος και όλως ακόπως πλέον», έγραφε το ίδιο φύλλο της εφημερίδας. Έπειτα από δύο εβδομάδες (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) υπογραφόταν η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία –πέραν των άλλων– αποδιδόταν στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης.

Είκοσι έξι μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1922), όταν διεξάγονταν οι συνομιλίες οι οποίες κατέληξαν στη Σύμβαση Ανακωχής των Μουδανιών, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική.

Ο ελληνικός στρατός είχε ηττηθεί στη Μικρά Ασία και το ηθικό των δυνάμεών του στην Ανατολική Θράκη ήταν καταρρακωμένο. Και μπορεί οι Τούρκοι να μη διέθεταν δυνάμεις στην περιοχή ούτε να είχαν εύκολη πρόσβαση στην Ανατολική Θράκη– καθώς οι σύμμαχοι, κυρίως οι Βρετανοί, κατείχαν τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη–, ωστόσο ούτε για την Ελλάδα ήταν εύκολο να διατηρήσει στην επικράτειά της την περιοχή: μετά την κατάρρευση και την καταστροφή στη Μικρασία– με ό,τι συνεπαγόταν αυτή– μια νέα πολεμική σύγκρουση για τη διατήρηση της Ανατολικής Θράκης θα ήταν από κάθε άποψη δυσβάσταχτη, δεν θα εξασφάλιζε την υποστήριξη της Βρετανίας– ίσως να οδηγούσε και σε σύγκρουση μαζί της, μια και η Βρετανία ενδιαφερόταν κυρίως για τον έλεγχο των Στενών και ουδόλως για την Ανατολική Θράκη–, ενδεχομένως δε, θα πρόσφερε ερείσματα στην τουρκική επιδίωξη για διεκδίκηση υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων έναντι της Ελλάδας.

Υπό το βάρος αυτών των δεδομένων, ελήφθη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο– που είχε επανέλθει στο προσκήνιο, ηγούμενος της ελληνικής διπλωματίας και επηρεάζοντας αποφασιστικά τις επιλογές της τότε κυβέρνησης– η απόφαση για απόσυρση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη και η εκχώρησή της στην Τουρκία. Ήταν σωστή αυτή η απόφαση; Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό και να μην παραδοθεί η Ανατολική Θράκη; Τα στρατιωτικά δεδομένα στην περιοχή και τα διπλωματικά τεκταινόμενα κατά την περίοδο αυτή επέτρεπαν κάποια άλλη επιλογή; Το ερώτημα αυτό, το οποίο φορτίζεται από τις αντιπαραθέσεις του Εθνικού Διχασμού, προσεγγίζουν ο Άγγελος Συρίγος και ο Θεοδόσης Καρβουναράκης.

 

Πέντε στοιχεία που βάρυναν στην απόφαση του Βενιζέλου

 

Του Άγγελου Συρίγου

Βάσει της Συνθήκης των Σεβρών, ολόκληρη η περιοχή της Ανατολικής Θράκης µέχρι την Τσατάλτζα, 40 χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη, είχε περιέλθει στην ελληνική κυριαρχία. Άλλωστε, παραδοσιακά, ο κύριος όγκος των ελληνικών πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής της Θράκης κατοικούσε κυρίως στο ανατολικό της τμήμα και στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά την κατάληψη της Μικράς Ασίας και την καταστροφή, οι κεμαλικοί διεκδίκησαν την Κωνσταντινούπολη (που βρισκόταν στα χέρια των συμμάχων) και την ευρωπαϊκή της ενδοχώρα. Με τον αέρα του νικητή επεδίωκαν να εφαρμόσουν τον λεγόμενο «εθνικό όρκο», που περιελάμβανε στα τουρκικά εδάφη και την Ανατολική Θράκη.

Τα αντικειμενικά στοιχεία δεν ήσαν υπέρ τους. Οι κεμαλικές δυνάμεις δεν είχαν παρουσία στην Ανατολική Θράκη. Δεν υπήρχε ούτε στρατιωτική επαφή Ελλήνων και Τούρκων καθ’ ότι η περιοχή των Στενών, περιλαμβανομένης και της Κωνσταντινουπόλεως, βρισκόταν υπό διασυμμαχικό έλεγχο. Επομένως, μεταξύ των δύο εμπόλεμων πλευρών παρεμβάλλονταν οι νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Επιπλέον, οι Τούρκοι δεν είχαν δικά τους μέσα για να περάσουν στην ευρωπαϊκή πλευρά. Τέσσερα ελληνικά πολεμικά πλοία βρίσκονταν στη Θάλασσα του Μαρμαρά και δυνητικά μπορούσαν να παρεμποδίσουν τους Τούρκους να περάσουν στην απέναντι ακτή.

Στην Ανατολική Θράκη δεν υπήρχε σοβαρή αντίδραση από το μουσουλμανικό στοιχείο. Η μοναδική εστία αντιστάσεως που είχε οργανώσει ένας ανώτατος Οθωμανός αξιωματικός, ο Τζαφέρ Ταγιάρ στην Αδριανούπολη, είχε κατασταλεί εύκολα από τον ελληνικό στρατό ήδη από τον Ιούλιο του 1920.

Στις συζητήσεις για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών και οριστική ειρήνευση που είχαν προηγηθεί μεταξύ των συμμάχων της Ελλάδας και των κεμαλικών δυνάμεων, αντικείμενο ήταν κυρίως η κατάσταση στη μικρασιατική χερσόνησο. Η Ανατολική Θράκη είχε τεθεί από Γάλλους και Ιταλούς, χωρίς, όμως, να προχωρήσουν οι συζητήσεις. Στην πραγματικότητα, εάν είχε βρεθεί συμφωνημένη λύση στο θέμα της Μικράς Ασίας είναι πολύ πιθανόν να είχαμε μπορέσει να διατηρήσουμε την Ανατολική Θράκη. Η Μικρασιατική Καταστροφή, όμως, άλλαξε άρδην τα δεδομένα.

Τον Οκτώβριο του 1922 συνεκλήθη στα Μουδανιά συνδιάσκεψη για να ορίσει τους όρους ανακωχής. Εκεί ζητήθηκε από την Ελλάδα να εκχωρήσει την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους. Η τελική απόφαση ελήφθη κατ’ ουσίαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αν και βρισκόταν ακόμη στο Λονδίνο, ασκούσε αποφασιστική επιρροή στην ελληνική κυβέρνηση. Με τηλεγράφημά του εισηγήθηκε την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης. Κατηγορήθηκε ότι λειτούργησε ως όργανο της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, στην απόφασή του βάρυναν τα ακόλουθα στοιχεία:

Κατ’ αρχήν, ήταν ειλημμένη απόφαση των συμμάχων. Μετά τη νίκη των κεμαλικών έψαχναν έναν τρόπο να διαπραγματευθούν για το καθεστώς των Στενών, ενόσω αυτά θα παρέμεναν κατεχόμενα από τα στρατεύματά τους. Παράλληλα ήθελαν να εξευμενίσουν τον Κεμάλ. Έλαβαν την απόφαση να του προσφέρουν την Ανατολική Θράκη. Ήταν μία ανώδυνη για αυτούς παραχώρηση, από την οποία δεν είχαν διάθεση να υπαναχωρήσουν. Αντιστοίχως ο Κεμάλ δεσμεύθηκε να μην προχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη και στη ζώνη των Στενών. Στα Μουδανιά η ελληνική αντιπροσωπεία βρήκε μία κατάσταση τελειωμένη. Οι σύμμαχοι είχαν παραχωρήσει την Ανατολική Θράκη και γύρευαν απλώς την τυπική αποδοχή της αποφάσεώς τους από την Ελλάδα.

Το δεύτερο σημείο αφορούσε τη στάση των Βρετανών. Δεν ήταν βέβαιον ούτε ότι θα επέλεγαν μία παρατεταμένη σύγκρουση με τους Τούρκους· ούτε ότι θα τους εμπόδιζαν να περάσουν στην ευρωπαϊκή ακτή· ούτε ότι θα ενίσχυαν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στη Θράκη για να αντιμετωπίσουν τους κεμαλικούς. Άλλωστε ο Λόιντ Τζορτζ, που ως πρωθυπουργός υποστήριζε την ελληνική πλευρά, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω ακριβώς του ανατολικού ζητήματος. Λίγες ημέρες μετά την ανακωχή των Μουδανιών, τον Οκτώβριο του 1922, παραιτήθηκε.

Το τρίτο σημείο αφορούσε τις πραγματικές δυνατότητες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο στρατός στη Θράκη είχε πράγματι παραμείνει ανέπαφος. Στην πραγματικότητα, όμως, το ηθικό των στρατιωτών ήταν εξαιρετικά χαμηλό και οι λιποταξίες πολλές και μαζικές. Χρειάστηκε η σιδηρά πειθαρχία που επέβαλε ο στρατηγός Πάγκαλος από τον Δεκέμβριο του 1922 για να δημιουργηθεί η σχετικά αξιόπιστη στρατιά του Έβρου. Έτσι μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για τον Βενιζέλο κατά τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης.

Επόμενο εξαιρετικής σπουδαιότητας σημείο ήταν ότι αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα είχε άμεση ανάγκη από εξωτερικά δάνεια και υλική βοήθεια. Τα χρειαζόταν για να συνδράμει τον τεράστιο για τα δεδομένα της χώρας αριθμό των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που είχαν καταφθάσει σε λίγες ημέρες από τη Μικρά Ασία. Σε άλλη περίπτωση, οι άνθρωποι αυτοί θα πέθαιναν από την πείνα και τις κακουχίες σε λίγους μήνες.

Τελευταίο σημείο ήταν η επερχόμενη συνδιάσκεψη της ειρήνης. Εάν η Ελλάδα συνέχιζε τον πόλεμο στη Θράκη, θα έχανε εντελώς τη διεθνή υποστήριξη που χρειαζόταν για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, αντιμετώπιζε το φάσμα ιλιγγιώδους πολεμικής αποζημιώσεως που θα διεκδικούσαν οι Τούρκοι. Η πιθανότητα να υποχρεωθούμε να παραδώσουμε τον ελληνικό στόλο στους Τούρκους (όπως έπαθε η Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών) ήταν ισχυρή. Αυτό θα άφηνε αφύλακτα τα ελληνικά νησιά.

Εάν είχε βρεθεί συμφωνημένη λύση στο θέμα της Μικράς Ασίας είναι πολύ πιθανόν να είχαμε μπορέσει να διατηρήσουμε την Ανατολική Θράκη. Η Μικρασιατική Καταστροφή, όμως, άλλαξε άρδην τα δεδομένα.

Αμέσως μετά την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών άρχισε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη, που ολοκληρώθηκε στις 12/25 Νοεμβρίου 1922. Τον στρατό ακολούθησαν πανικόβλητοι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της περιοχής. Σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες, οι Ανατολικοθρακιώτες σώθηκαν όλοι, μεταφέροντας πάνω στους χιλιάδες αραμπάδες με τους οποίους διέσχισαν τον Έβρο, ένα στοιχειώδες μέρος της κινητής περιουσίας τους.

 

* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, βουλευτής στην Α΄ Αθηνών, υφυπουργός Παιδείας.


*Ορκωμοσία εθελοντών στις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης. Το ηθικό των στρατιωτών ήταν εξαιρετικά χαμηλό και οι λιποταξίες πολλές και μαζικές. Χρειάστηκε η σιδηρά πειθαρχία που επέβαλε ο στρατηγός Πάγκαλος από τον Δεκέμβριο του 1922, για να δημιουργηθεί η σχετικά αξιόπιστη στρατιά του Εβρου. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ

 

*Ιούλιος 1920. Τμήμα των ελληνικών στρατευμάτων διαβαίνει τον ποταμό Έβρο από πλωτή γέφυρα. Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, ο στρατός αποχώρησε. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ


*Σαρακατσάνοι επισκέπτονται το στρατηγείο της Μεραρχίας Ξάνθης στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ

 

Καθοριστική η στάση των μεγάλων δυνάμεων

 

Του Θεοδόση Καρβουναράκη

 

Στο ζήτημα της Ανατολικής Θράκης, της οποίας η τύχη κρίθηκε στα Μουδανιά τον Οκτώβρη του 1922, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η στάση των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.

Εξ αυτών η Βρετανία υποστήριζε τη χώρα μας για λόγους που γίνονται σαφείς στο παρακάτω υπόμνημα, γραμμένο τον Δεκέμβρη του 1920 από αξιωματούχο του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών: «Η ιδέα που οδήγησε στην υποστήριξή μας προς την Ελλάδα δεν ήταν κάποια συναισθηματική παρόρμηση, αλλά η φυσική έκφραση της ιστορικής μας πολιτικής – η προστασία της Ινδίας και της Διώρυγας του Σουέζ. Για έναν αιώνα είχαμε υποστηρίξει την Τουρκία ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία αποδείχθηκε αναξιόπιστη και υποχωρήσαμε στη δεύτερη γραμμή, τη γραμμή από τη Σαλαμίνα στη Σμύρνη. Γεωγραφικά η θέση της Ελλάδας ήταν μοναδική για τους σκοπούς μας. Πολιτικά ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να μη δημιουργεί έξοδα σε καιρό ειρήνης και αρκετά αδύναμη ώστε να είναι απολύτως υποτελής σε καιρό πολέμου».

 Ειλικρινή ήταν τα φιλελληνικά αισθήματα του πρωθυπουργού της Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής προέλασης προς τον Σαγγάριο, τον Ιούλιο – Αύγουστο 1921, η ερωμένη και μετέπειτα σύζυγος του Βρετανού πρωθυπουργού Φράνσις Στίβενσον έγραφε στο ημερολόγιό της: «Ο D (David) ενδιαφέρεται πολύ για την ελληνική προέλαση εναντίον των Τούρκων. Έδωσε μεγάλη μάχη στο υπουργικό συμβούλιο για να υποστηρίξει τους Έλληνες… αλλά ο D λέει, ότι αν οι Έλληνες επιτύχουν… μια νέα ελληνική αυτοκρατορία θα ιδρυθεί, φιλική προς τη Βρετανία και θα υποστηρίξει όλα τα συμφέροντά μας στην Ανατολή. Είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι έχει δίκαιο επ’ αυτού και είναι πρόθυμος να διακινδυνεύσει τα πάντα γι’ αυτό».

Φιλελληνικό, ή για την ακρίβεια φιλοβενιζελικό, ήταν και το κλίμα στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών. Υπήρχαν όμως και αντίθετες φωνές, όπως του Ουίνστον Τσώρτσιλ, υπουργού Πολέμου και αργότερα Αποικιών και του Έντουιν Μόνταγκιου, υπουργού υπεύθυνου για την Ινδία, που υποστήριζαν έναν διακανονισμό με τον Κεμάλ εις βάρος της Ελλάδας. Το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο είχε επίσης αμφιβολίες για τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού.

Η κοινή γνώμη στη Βρετανία ήταν εναντίον οποιασδήποτε πολιτικής που θα μπορούσε να εμπλέξει τη χώρα και πάλι σε πόλεμο (ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ολέθριες συνέπειές του ήταν ακόμα πολύ νωπές). Η δε Τουρκία, μάλλον ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας. «Σε σύγκριση με τη Γερμανία, η Ρωσία είναι ήσσονος σημασίας, σε σύγκριση με τη Ρωσία η Τουρκία είναι μηδαμινή», είχε γράψει ο Τσώρτσιλ στον Λόιντ Τζορτζ τον Μάρτη του 1920.

Ταυτόχρονα, η Βρετανία έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν της τις θέσεις της μεγάλης συμμάχου και ανταγωνίστριάς της Γαλλίας, για δύο λόγους: α) ήταν αναγκαία η σύμπνοια μεταξύ των δύο για την εφαρμογή της συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία που τερμάτισε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τρόπο που θα εξασφάλιζε την επιστροφή στην ομαλότητα στην Ευρώπη, αλλά και θα απέτρεπε την αναβίωση της γερμανικής απειλής. β) Η Βρετανία θεωρούσε υπέρμετρη επιβάρυνση τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων στην Τουρκία, χωρίς τη συμβολή της Γαλλίας και δεν ήθελε να συγκρουστεί μαζί της για ένα θέμα, συγκριτικά με άλλα, ήσσονος πολιτικής σημασίας.

Η θέση, όμως, της Γαλλίας ήταν αντίθετη προς τα ελληνικά συμφέροντα. Για να εξασφαλίσει τον απρόσκοπτο έλεγχο της Συρίας και τη δεσπόζουσα θέση της στα οικονομικά της Τουρκίας, η Γαλλία ήταν διατεθειμένη να διαπραγματευτεί με τον Κεμάλ, με παροχές εις βάρος των ελληνικών κεκτημένων. Ήταν συνεχής η προσπάθειά της προς αυτή την κατεύθυνση, αρχής γενομένης με το επίμονο αίτημά της αμέσως μετά τη νίκη των φιλοβασιλικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, για την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος της Ελλάδας. Συνήψε ιδιαίτερες συμφωνίες με τον Κεμάλ, κατά παράβαση της Συνθήκης των Σεβρών και των συμφωνηθέντων με τους Βρετανούς, εφοδίαζε με όπλα τους κεμαλικούς και οι Γάλλοι αξιωματικοί – παρατηρητές στη Μ. Ασία θεωρούνταν κατάσκοποι από την ελληνική στρατιωτική ηγεσία. Στην ίδια κατεύθυνση και για ανάλογους δικούς τους λόγους κινούνταν και οι Ιταλοί. Ταυτόχρονα και για τους λόγους που προανέφερα, η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα περιοριζόταν σε διπλωματική υποστήριξη.

Τον Σεπτέμβρη του 1922 η Ελλάδα βρισκόταν σε δεινή θέση. Ο ελληνικός στρατός είχε εκκενώσει τη Μ. Ασία, ενώ τα νικηφόρα στρατεύματα των Τούρκων εθνικιστών απειλούσαν τις συμμαχικές θέσεις γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά και ήταν έτοιμα να περάσουν στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα, πολύ επικίνδυνη ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα. Η ήττα είχε παραλύσει την κυβέρνηση των βασιλοφρόνων, τους οποίους είχε απομακρύνει από την εξουσία στρατιωτικό πραξικόπημα αντιφρονούντων αξιωματικών. Η κόπωση και η απογοήτευση του στρατού, που είχε επιστρέψει ηττημένος, θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη οργή. Έπειτα από μια δεκαετία σχεδόν συνεχούς πολεμικής κινητοποίησης, η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Μέσα σε διάστημα δύο – τριών εβδομάδων, 500.000 πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί και ζούσαν σε άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα. Ήταν απόλυτη και άμεση ανάγκη να βοηθηθούν, μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους. Τέλος, το νέο καθεστώς, υπό την πίεση και των τμημάτων του στρατού που το υποστήριζαν, είχε υποσχεθεί την τιμωρία των ενόχων για την καταστροφή στη Μ. Ασία και είχε ήδη προχωρήσει σε συλλήψεις πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών που θεωρούσε υπεύθυνους. Αυτό αναπόφευκτα θα τροφοδοτούσε τη διαμάχη βασιλικών – βενιζελικών και θα υπονόμευε περαιτέρω την ισχύ της χώρας.

Ο ελληνικός στρατός, βέβαια, κατείχε την Ανατολική Θράκη. Δεν ήταν όμως επαρκώς προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσει την επίθεση των τουρκικών τμημάτων, ενθουσιώδη λόγω της νίκης τους και πλήρως εφοδιασμένα από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Ρώσους Μπολσεβίκους. Η ικανοποιητική ελληνική προετοιμασία απαιτούσε αρκετές εβδομάδες. Αρνητική έναντι της Ελλάδας ήταν επίσης η στάση των συμμάχων, που είχαν αποφασίσει ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσουν τον παράγοντα Ελλάδα, αλλά και να θυσιάσουν τα ελληνικά συμφέροντα, εν προκειμένω την Ανατολική Θράκη, για να εξασφαλίσουν τις καλύτερες δυνατές γι’ αυτούς συνθήκες στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για την τελική ειρήνη με την Τουρκία. Οι Βρετανοί προσπάθησαν να περιορίσουν τις ελληνικές απώλειες, διατηρώντας τμήμα της Ανατολικής Θράκης, που περιελάμβανε και την Αδριανούπολη για την Ελλάδα και επιχειρώντας να αποτρέψουν την ταχεία επιστροφή των τουρκικών Αρχών, ώστε να υπάρξουν αυξημένες εγγυήσεις ασφαλείας για τον ελληνικό πληθυσμό. Δεν επέμειναν, όμως, όταν συνάντησαν την άρνηση των Γάλλων, που βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους κεμαλικούς και τους είχαν υποσχεθεί την επιστροφή του συνόλου της Ανατολικής Θράκης, υπό ευνοϊκούς όρους.

Ο Βενιζέλος, λοιπόν, ο οποίος ύστερα από πρόσκληση της νέας κυβέρνησης είχε αναλάβει τη διεθνή εκπροσώπηση της Ελλάδας, έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα της χώρας αλλά και την πλήρη διεθνή της απομόνωση. Ήταν όμως ανάγκη να εξασφαλιστεί η ευμενής στάση των μεγάλων δυνάμεων στην επικείμενη διάσκεψη για την οριστική ειρήνη με την Τουρκία, ώστε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τις τουρκικές απαιτήσεις: διεκδίκηση της Δυτικής Θράκης και πολεμική αποζημίωση που πιθανώς να κατέληγε, λόγω έλλειψης άλλων πόρων, στην απώλεια του ελληνικού στόλου. Στο ζήτημα επίσης των προσφύγων, η Ελλάδα είχε ανάγκη κάθε δυνατής βοήθειας. Αναγκάστηκε έτσι ο Έλληνας πολιτικός να αποδεχθεί την απώλεια της Ανατολικής Θράκης και να πείσει τη νέα κυβέρνηση για το αναπόφευκτο αυτής της θυσίας, μην μπορώντας ούτε καν να εξασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες για την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού. Μικρή παρηγοριά για τη μεγάλη απώλεια υπήρξε η ευνοϊκή ρύθμιση των ζητημάτων της Δυτικής Θράκης και των αποζημιώσεων, που επιτεύχθηκε τον επόμενο χρόνο στη Λωζάννη.

 

* Ο κ. Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και συγγραφέας του βιβλίου «The Third Conference of London (February – March 1921) and the Greco-Turkish Dispute over Asia Minor and the Eastern Thrace», Ant. Sakkoulas, Athens, 2008.

 

*Τελετή παράδοσης ελληνικής σημαίας σε αξιωματικούς της Μεραρχίας Ξάνθης από κυρίες της περιοχής των Σαράντα Εκκλησιών. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ

 

3 σχόλια:

  1. Μαριάννα Μαστροσταμάτη
    Χωρίς την πολιτική εμπάθεια του κ. Συρίγου, ο κ. Καρβουναράκης μιλάει με στοιχεία για μια σειρά παραγόντων που απέκλειαν το επιθυμητό. Η ελληνική κυβέρνηση άλλωστε γνώριζε τον επικείμενο κίνδυνο της απώλειας της Θράκης από το καλοκαίρι του 1921 που αποφασίστηκε η συνέχιση της εκστρατείας παρά τις οφθαλμοφανείς αντιξοότητες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΧΟΓΥΙΟΣ
    Yπάρχει στο άρθρο μία εσφαλμένη λέξη που η έννοια της σηματοδοτεί όλα όσα ακολούθησαν. Ο Ελλ.στρατός δεν ηττήθηκε στην Μ.Ασία το 1922 αλλά συνετρίβη. Ηττα ήταν το 1921 στην Αγκυρα , όμως υποχώρησε συντεταγμένα και είχε διατηρήσει το αξιομάχό του.Τότε η Ελλάδα μπορούσε να διατηρήσει την Α. Θράκη εαν είχε δεχθεί την ειρήνη. Το 1922 όμως με όλα 'οσα συνέβησαν στην Μ.Ασία στην Λωζάννη μάλλον φτηνά την γλυτώσαμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όπως πολύ σωστά είπε ο De Gaulle στις σχέσεις των κρατών δεν υπάρχουν φιλίες, υπάρχουν μόνο συμφέροντα. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται παρουσιάζουν τα (ήδη γνωστά) γεωστρατηγικά δεδομένα της εποχής. Κατηγορούνται οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις ότι δεν προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις νωρίτερα ώστε να σώζονταν η Ανατολική Θράκη και ίσως η Ίμβρος και η Τένεδος. Θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι κάθε προσπάθεια για συμφωνία ανακωχής είχε σαν βασικό όρο την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Μικρά Ασία. Είναι νομίζω εύκολα κατανοητό το πόσο δύσκολο θα ήταν για κάθε Έλληνα πολιτικό να υπογράψει τέτοια συμφωνία αποχώρησης με βάση πάντα τα δεδομένα της εποχής. Φυσικά όλα αυτά ανατράπηκαν μετά την ήττα και την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας και στη Λωζάννη η Ελλάδα πλέον ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις έχοντας ήδη χάσει και την Ανατολική Θράκη. Με βάση λοιπόν τα όσα έγιναν εκ των υστέρων αν βρισκόταν κάποιος ο οποίος θα συμφωνούσε σε εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας και ανακωχή τότε πολύ πιθανόν να σώζονταν η Ανατολική Θράκη και (με λιγώτερες πάντως πιθανότητες) η Ίμβρος και η Τένεδος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή