Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες το 1977

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

https://www.kathimerini.gr/society/561716212/i-proori-prosfygi-stis-kalpes-to-1977/

*27 Οκτωβρίου 1977. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μιλάει στην προεκλογική συγκέντρωση της Νέας Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη. Το αποτέλεσμα της κάλπης έδωσε την πρώτη θέση στη Ν.Δ. με ποσοστό 41,84%, το οποίο, με την ενισχυμένη αναλογική, μεταφράστηκε σε ευρεία πλειοψηφία 171 εδρών. Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

 



*Το φθινόπωρο του 1977 συμπληρώνονταν

τρία χρόνια από τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών

 μετά την κατάρρευση της δικτατορίας

και την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

 

 

Του κ. ΑΝΤΩΝΗ ΚΛΑΨΗ

 


Το φθινόπωρο του 1977 συμπληρώνονταν τρία χρόνια από τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Με βάση το Σύνταγμα, η Βουλή που είχε προκύψει από αυτές είχε ακόμα έναν χρόνο ζωής. Ωστόσο, ήδη από το καλοκαίρι του 1977, είχαν αρχίσει να πυκνώνουν οι φήμες ότι η προσφυγή στις κάλπες θα επισπευδόταν με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Λίγο μετά τα μέσα Αυγούστου, η φημολογία απέκτησε υπόσταση όταν δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες η είδηση ότι ο Καραμανλής είχε μεν διαβεβαιώσει τον πρόεδρο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) Ηλία Ηλιού πως δεν σκόπευε να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση, αλλά από την άλλη είχε προσθέσει πως δεν ήταν δυνατόν να δεσμευτεί για τον ακριβή χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, ο οποίος θα προσδιοριζόταν ανάλογα με τις ευρύτερες εξελίξεις. Στην πραγματικότητα, επομένως, ο πρωθυπουργός όχι απλώς άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, αλλά σχεδόν τις προδιέγραφε.

 


Προκήρυξη εκλογών με αφορμή Κυπριακό και ένταξη στην ΕΟΚ

 


Στις 19 Σεπτεμβρίου ο Καραμανλής είχε διαδοχικές συναντήσεις με τον πρόεδρο της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ) Γεώργιο Μαύρο και τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου. Και στους δύο ξεκαθάρισε ότι θεωρούσε επιβεβλημένη τη διεξαγωγή εκλογών πριν από το τέλος του 1977. Πρόβαλε δύο κύριους λόγους προκειμένου να θεμελιώσει την απόφασή του: αφενός την πορεία του Κυπριακού και γενικότερα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφετέρου την προοπτική ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Η κρισιμότητα και των δύο θεμάτων απαιτούσε, κατά την άποψη του Καραμανλή, την ύπαρξη κυβέρνησης που θα διέθετε νωπή λαϊκή εντολή, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερου χειρισμού τους.

Ο Μαύρος εξέφρασε την αντίθεσή του στην επίσπευση των εκλογών. Δεν έβρισκε επαρκή τα επιχειρήματα του Καραμανλή, καθώς η ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος παρείχε στον πρωθυπουργό απόλυτη άνεση αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων. Αντίθετα, εκτιμούσε ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες θα δημιουργούσε επικίνδυνη πόλωση. Πίστευε, επίσης, ότι θα ωφελούσε το ΠΑΣΟΚ εις βάρος της ΕΔΗΚ: στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η αιτία των αντιρρήσεών του. Δεν έκρυψε, εξάλλου, ότι θεωρούσε το ΠΑΣΟΚ, και όχι τη Νέα Δημοκρατία, ως τον κύριο αντίπαλο του κόμματός του: ήταν μια σαφής παραδοχή ότι η ΕΔΗΚ δεν είχε ως στόχο την πρώτη, αλλά τη δεύτερη θέση στις εκλογές.

Ακριβώς αντίθετη ήταν η τοποθέτηση του Παπανδρέου, ο οποίος δήλωσε στον Καραμανλή ότι συμφωνούσε με τις πρόωρες εκλογές. Υποσχέθηκε μάλιστα να αποφύγει τους οξείς τόνους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Δίχως να το ομολογεί ευθέως, ήταν φανερό ότι ο Παπανδρέου προσέβλεπε πως το ΠΑΣΟΚ θα αναδεικνυόταν σε αξιωματική αντιπολίτευση, υποσκελίζοντας την ΕΔΗΚ. Στις 20 Σεπτεμβρίου, κατόπιν πρότασης του Καραμανλή, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο τη διάλυση της Βουλής στα μέσα Οκτωβρίου και την προκήρυξη εκλογών για τις 20 Νοεμβρίου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκατένευσε, ανοίγοντας έτσι και τυπικά τον δρόμο προς τις κάλπες.

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην προδικτατορική περίοδο, ο Καραμανλής αποφάσισε ότι τις εκλογές δεν θα διεξήγαγε υπηρεσιακή κυβέρνηση. Πίστευε πως πλέον οι συνθήκες είχαν ωριμάσει ώστε να μη χρειάζεται η καταφυγή σε μια τέτοια μέθοδο. Εκτιμούσε, δε, ότι η διενέργεια των εκλογών από τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση θα ήταν επιπλέον απόδειξη για την εμπέδωση της δημοκρατικής σταθερότητας. Προκειμένου, πάντως, να διαλύσει προκαταβολικά κάθε αμφισβήτηση αναφορικά με το αδιάβλητο του αποτελέσματος των καλπών, προχώρησε στην αντικατάσταση τριών υπουργών (Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Βορείου Ελλάδος), οι αρμοδιότητες των οποίων ήταν άμεσα συνυφασμένες με την εκλογική διαδικασία. Στη θέση των τριών τοποθετήθηκαν ισάριθμες μη πολιτικές προσωπικότητες υψηλού κύρους. 

*21.11.1977. Την ευρεία νίκη της Ν.Δ. και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ προβάλλει το εκλογικό φύλλο της «Κ».

 


Νέες πολιτικές ισορροπίες στο προεκλογικό σκηνικό



Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της προεκλογικής περιόδου ήταν η διαμόρφωση νέων ισορροπιών στο πολιτικό σκηνικό. Ενόψει των εκλογών ιδρύθηκε, κατόπιν σύμπραξης των Στέφανου Στεφανόπουλου και Σπύρου Θεοτόκη, η Εθνική Παράταξη. Βασική επιδίωξή της υπήρξε η έκφραση μερίδας των βασιλοφρόνων, οι οποίοι είχαν απογοητευτεί από τον Καραμανλή λόγω της στάσης που είχε τηρήσει το 1974 στο Πολιτειακό. Η φιλοβασιλική τοποθέτηση συμπληρωνόταν από έντονη αντικομμουνιστική ρητορική. Με αυτόν τον τρόπο, η Εθνική Παράταξη φιλοδοξούσε να εμπεδωθεί σε ένα χώρο δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Από την πλευρά του, ο Καραμανλής δεν έπαυε να υπενθυμίζει τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του την περίοδο 1974-1977, αλλά και να υπογραμμίζει την ανάγκη ανανέωσης της λαϊκής εντολής προς τον ίδιο και το κόμμα του, έτσι ώστε να καθίστατο εφικτή η επίτευξη του μείζονος στόχου της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ΕΔΗΚ και στο ΠΑΣΟΚ φαινόταν πως θα απέληγε προς όφελος του δεύτερου. Η ΕΔΗΚ εμφάνιζε ορατά σημάδια κάμψης της επιρροής της στο εκλογικό σώμα. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ ανέπτυσσε αξιοσημείωτη δυναμική, η οποία ήταν άμεσα συναρτώμενη και με τη χαρισματικότητα του ηγέτη του. Ο Παπανδρέου, εκμεταλλευόμενος την τοποθέτηση του Μαύρου υπέρ της ελληνικής ένταξης στην ΕΟΚ, μεμφόταν την ΕΔΗΚ ως «ουραγό» της Νέας Δημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ απέρριπτε ως εθνικά επιζήμια την προοπτική της ένταξης, ενώ παράλληλα διατηρούσε τα– δημοφιλή σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης– αντιαμερικανικά και αντινατοϊκά του συνθήματα.

Δύο μείζονες σχηματισμοί υπήρχαν και στο αριστερό άκρο του εκλογικού φάσματος. Για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερις δεκαετίες το ΚΚΕ κατήλθε αυτόνομα στην εκλογική μάχη. Απέρριπτε κατηγορηματικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ, ασκούσε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στο Κυπριακό και την κατηγορούσε για εφαρμογή αντιλαϊκής πολιτικής. Πιο μετριοπαθής ως προς το ζήτημα της ένταξης στην ΕΟΚ ήταν η τοποθέτηση της Συμμαχίας Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων, εκλογικού συνασπισμού που συγκροτήθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1977 ως αποτέλεσμα της συνεργασίας πέντε κομμάτων (ΚΚΕ Εσωτερικού, ΕΔΑ, Σοσιαλιστική Πορεία, Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία, Χριστιανική Δημοκρατία). Η Συμμαχία, με επικεφαλής τον Ηλιού, εξέφραζε την αντίθεσή της στην Ευρώπη των μονοπωλίων και αντιπρότεινε τον μετασχηματισμό της σε Ευρώπη των εργαζομένων. Πρόβαλε, πάντως, εξίσου την ανάγκη αφενός αποχώρησης της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, αφετέρου άσκησης αδέσμευτης εξωτερικής πολιτικής.

*Ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σε προεκλογική συγκέντρωση. Το ΠΑΣΟΚ σχεδόν διπλασίασε το ποσοστό του, 25,34%, και κατέλαβε τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με 93 βουλευτές.


 

Ισομερής κατανομή του εκλογικού σώματος στο δίπολο Αριστερά – Δεξιά

 


Το αποτέλεσμα της κάλπης έδωσε την πρώτη θέση στη Νέα Δημοκρατία με ποσοστό 41,84%, το οποίο, χάρη στο εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, μεταφράστηκε σε ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία 171 εδρών. Η νίκη της ήταν μεν αναμφισβήτητη, αλλά το ποσοστό της είχε μειωθεί κατά περίπου 12,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την προ τριετίας επίδοσή της. Βέβαια, το αποτέλεσμα του 1974 ήταν προϊόν μιας εξαιρετικής συγκυρίας και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να επαναληφθεί. Σε αυτό το στοιχείο θα έπρεπε να προστεθεί η αναμενόμενη φθορά της κυβέρνησης. Όμως το σημαντικότερο όλων ήταν η παρουσία της Εθνικής Παράταξης, η οποία κατόρθωσε να αποσπάσει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων από τη Νέα Δημοκρατία και τελικά να λάβει το 6,82% των ψήφων και να εκλέξει πέντε βουλευτές. Εν μέρει επιβαρυντική, από εκλογική άποψη, για τη Νέα Δημοκρατία υπήρξε και η συμμετοχή του Κόμματος των Νεοφιλελευθέρων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το οποίο με ποσοστό 1,08% πήρε δύο έδρες στη Βουλή.

Τη δεύτερη θέση κατέλαβε το ΠΑΣΟΚ με 25,34% και 93 βουλευτές. Ήταν μια σημαντική επιτυχία, καθώς η εκλογική του επιρροή σχεδόν διπλασιάστηκε και η κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση σχεδόν οκταπλασιάστηκε σε σύγκριση με το 1974. Αντίθετα, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για την ΕΔΗΚ, η οποία περιορίστηκε μόλις στο 11,95% και σε 16 έδρες, χάνοντας τα 2/5 της εκλογικής της δύναμης και τα 3/4 των βουλευτών της. Το ΚΚΕ κατετάγη τέταρτο με 9,36% και 11 έδρες, ενώ η Συμμαχία έλαβε 2,72% και εξέλεξε μόλις δύο βουλευτές.

Το αποτέλεσμα της κάλπης αποτύπωσε την περίπου ισομερή κατανομή του εκλογικού σώματος στο δίπολο Αριστερά – Δεξιά, καθώς σε κάθε πλευρά αντιστοιχούσε σχεδόν το 50% των ψήφων. Από την άλλη, οι ενδοπαραταξιακές ανακατατάξεις υπήρξαν ευρείες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να επηρεάσουν καθοριστικά τις κατοπινές πολιτικές εξελίξεις. Η Νέα Δημοκρατία δεν διέθετε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα πλειοψηφία των 3/5 ώστε να εκλέξει από μόνη της Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η Εθνική Παράταξη και το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων θα αποτελούσαν τις κύριες δεξαμενές για την εξασφάλιση των απαραίτητων ψήφων ενόψει της προεδρικής εκλογής του 1980. Το ΠΑΣΟΚ εμπεδώθηκε ως ο μείζων αντιπολιτευτικός πόλος. Η προοπτική να διεκδικήσει ακόμα και την εξουσία ήταν πλέον ορατή. Αντίθετα, η ΕΔΗΚ εισήλθε σε μια πορεία φθοράς, από την οποία δεν επρόκειτο να ανακάμψει ποτέ. Η αντικατάσταση του Μαύρου από τον Ιωάννη Ζίγδη στην αρχηγία του κόμματος όχι μόνο δεν ανέστειλε, αλλά μάλλον επιτάχυνε τη διαδικασία απορρόφησης της ΕΔΗΚ από το ΠΑΣΟΚ. Τέλος, το πείραμα της Συμμαχίας υπήρξε αποτυχημένο και αποδείχθηκε θνησιγενές, την ίδια ώρα που το ΚΚΕ επιβεβαίωσε τη θέση του ως του κυρίαρχου κόμματος στον ευρύτερο χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς, την οποία έμελλε να διατηρήσει για δεκαετίες.

 

* Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του με τίτλο «1974: Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου