Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Η συζήτηση περί «σοσιαλμανίας»

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

https://www.kathimerini.gr/politics/561420826/i-syzitisi-peri-sosialmanias/

*9 Μαρτίου 1977. Σύσκεψη οικονομικών παραγόντων στο υπουργείο Συντονισμού υπό τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, με αντικείμενο τις βιομηχανικές επενδύσεις. Αριστερά, ο υπουργός Συντονισμού Παναγής Παπαληγούρας, δεξιά, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Μπούτος. (Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ)

 

 

 

*Τα όρια της πολιτικής,

οι απαιτήσεις της οικονομίας

και η αντιπαράθεση

βιομηχάνων– κυβέρνησης

 

 


Γράφει ο κ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΨΑΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ*

 

 

Οι προκλήσεις για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά τον Νοέμβριο του 1974 ήταν απαιτητικές, το ίδιο και τα διλήμματα που είχε να επιλύσει.

Η Ελλάδα είχε παραδοσιακά έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο, που καλυπτόταν εν μέρει από άδηλους πόρους ή εισαγωγές κεφαλαίων, που στην πορεία του χρόνου απέκτησαν ένα μονιμότερο χαρακτήρα, χωρίς να διευρύνουν θεαματικά το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Η μετανάστευση της δεκαετίας του 1960 είχε οδηγήσει σε πλήρη απασχόληση και ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ειδικά στον αγροτικό τομέα. Η ύφεση του 1973 λόγω πετρελαϊκής κρίσης στην Ευρώπη σήμαινε πάγωμα ή και μείωση των εμβασμάτων των μεταναστών. Η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών με τις ανοδικές τιμές του πετρελαίου ήταν μια νέα πραγματικότητα. Η αντιφατική πολιτική της δικτατορίας μετά την κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς, είχε συσσωρεύσει σοβαρές ανισορροπίες.

 

Οικονομική πολιτική, το πλαίσιο και οι στόχοι

 

Προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής ήταν η μέριμνα για την εθνική άμυνα, ενέργεια επιβεβλημένη μετά την αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Οι αμυντικές δαπάνες της χώρας άρχισαν να αυξάνονται, απαιτώντας μερίδιο των (έως τότε) πόρων και αλλάζοντας προτεραιότητες και δεδομένα. Ένα δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης από την προηγούμενη περίοδο ήταν η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης που γινόταν επιβεβλημένη μετά την αστικοποίηση και τη μαζική εσωτερική μετανάστευση έως το 1974. Το κράτος έκανε την ίδια εποχή προσπάθειες εκμετάλλευσης νέων μορφών ενέργειας και επένδυσε, βραχυχρόνια, στη δημιουργία πετροχημικού και βαριάς βιομηχανίας, χωρίς όμως να επιτυγχάνει συγκριτικό πλεονέκτημα στον συγκεκριμένο τομέα. Άλλα σημαντικά ζητήματα συνιστούσαν η δικαιότερη διανομή του εισοδήματος και η καταπολέμηση του πληθωρισμού, που χτυπούσε μετά μακρά περίοδο χαμηλών τιμών την ελληνική οικονομία.

Ξανά με τους Ξενοφώντα Ζολώτα στην Τράπεζα της Ελλάδος και τον Παναγή Παπαληγούρα στο υπουργείο Συντονισμού προωθήθηκε το «ξεπάγωμα» της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΟΚ και κατατέθηκε αίτημα πλήρους ένταξης. Προκειμένου να αποκτηθεί μεγαλύτερη ρευστότητα ώστε να μη μειωθεί η εισαγωγή πετρελαίου, η κυβέρνηση επέβαλε έκτακτη φορολογική εισφορά 10 δισ. δρχ., το 1974 και το 1975, η οποία επιβάρυνε τα υψηλότερα εισοδήματα, προκαλώντας δυσθυμία μεταξύ των εχόντων και κατεχόντων. Ταυτόχρονα επιδιώχθηκε η αναθεώρηση πολλών συμβάσεων του Δημοσίου με επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα επειδή κρίθηκε ότι είχαν επαχθή χαρακτήρα για το Δημόσιο. Κρατικοποιήθηκε κατόπιν διμερούς συνεννόησης η Ολυμπιακή και ξεκίνησαν παρόμοιες συζητήσεις για τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Τον Δεκέμβριο 1975, ανέλαβαν κυβερνητικοί επίτροποι να διερευνήσουν πιθανές παρανομίες της διοίκησης Ανδρεάδη στην Εμπορική Τράπεζα.

Μέσα στην παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και στη δυστοκία εξεύρεσης λύσης μέσα από διεθνείς διαβουλεύσεις, παρατηρήθηκε διεθνώς, και στην Ελλάδα, μια επιβράδυνση της επενδυτικής δραστηριότητας, που έκανε τον υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα να μιλήσει στις αρχές του 1976 για «επενδυτική αποχή» του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου.

*Η λειτουργία του Συμβουλίου Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής αντιμετωπίστηκε θετικά από τον ΣΕΒ, καθώς θα επέτρεπε τη σύγκλιση απόψεων μεταξύ εργοδοτών – συνδικάτων. (Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ)

 

Ασυνήθιστη ανακοίνωση από τον ΣΕΒ

 

Στις 5 Μαρτίου 1976 έδωσε η διοίκηση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) συνέντευξη Τύπου, που συνοδεύτηκε από μια μακροσκελή και ασυνήθιστη ανακοίνωση. Το κείμενο ήταν γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, είχε έντονο ύφος και έφερε τη σφραγίδα του προέδρου του ΣΕΒ και (τότε) βιομηχάνου Δημήτριου Μαρινόπουλου. Ενώ απουσίαζε κάθε αναφορά στην υπόθεση Ανδρεάδη, ήταν σαφές ότι ήταν αυτή που έριχνε τη σκιά της στην πρωτοβουλία.

Η ανακοίνωση ξεκινούσε από τη διαπίστωση ότι είχαν απευθυνθεί αρκετές κατηγορίες προς την ελληνική βιομηχανία μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974. Μομφές περί υπερκερδών και εκμετάλλευσης των εργαζομένων, περί υποβάθμισης της συμβολής της στην ανάπτυξη, περί απουσίας νέων επενδύσεων στην οικονομία. Ο λόγος που αντί επαίνου για τα επιτεύγματά της η βιομηχανία αντιμετώπιζε πολύπλευρες κατηγορίες ήταν, κατά τον ΣΕΒ, μια μόδα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα και λεγόταν «σοσιαλμανία».

Ο όρος έκανε επικοινωνιακά τεράστια εντύπωση και οδήγησε σε εκτεταμένη δημόσια συζήτηση που διήρκεσε τουλάχιστον μία δεκαετία. Η σοσιαλμανία οριζόταν ως μια ανεύθυνη στάση, μια «αρρώστια» της εποχής που υπονόμευε τα θεμέλια όχι μόνο της βιομηχανίας αλλά και της ελληνικής οικονομίας και της ευρωπαϊκής της προοπτικής γενικότερα. Ο ΣΕΒ καλούσε κυβέρνηση, κόμματα και φορείς να απαντήσουν στο ερώτημα πάνω σε ποια βάση θα συντελούνταν η μελλοντική ανάπτυξη του τόπου, με βιομηχανία ή χωρίς, με ιδιωτική πρωτοβουλία ή όχι;

Ο ΣΕΒ υπογράμμιζε ότι η επιτάχυνση των επενδύσεων δεν ήταν μια αυτόματη διαδικασία, καθώς η οικονομία εξελισσόταν διαχρονικά. Εξαρτιόταν από αντικειμενικές συνθήκες, και χρέος των κυβερνήσεων ήταν να νομοθετήσουν μέτρα που θα μείωναν σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας το κόστος των μελλοντικών επενδύσεων. Ο ΣΕΒ υπογράμμιζε ότι οι επενδύσεις των μελών του στηρίζονταν κατά 62% σε ίδια κεφάλαια, η αύξηση των οποίων έπρεπε να ενθαρρύνεται. Η ενθάρρυνση αυτή δεν έπρεπε να συγχέεται με προνόμια όπως έκαναν επιπόλαιοι κατά τον ΣΕΒ σχολιαστές. Οι βιομήχανοι δήλωναν αντίθετοι προς χαμηλούς μισθούς και καταπίεση των εργαζομένων. Όριο αυξήσεων στους μισθούς έβαζε γι’ αυτούς η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η εξαγγελθείσα λειτουργία ενός Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου θα επέτρεπε τη σύγκλιση απόψεων μεταξύ εργοδοτών – συνδικάτων και ήταν ένα πρέπον βήμα. Επίσης, ο ΣΕΒ καταπολεμούσε την υφιστάμενη στην κοινωνία ψευδαίσθηση ότι η Κοινή Αγορά είναι ένα «βότανο» ευημερίας. Η κυβέρνηση έπρεπε να δράσει και στο θέμα αυτό εναρμονίζοντας τις ενέργειές της προς τα συμφέροντα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο μεγάλος ασθενής της χώρας, η δημόσια διοίκησή της, έπρεπε να προχωρήσει σε τομές και μεταρρυθμίσεις, που θα επέτρεπαν στους πλουτοπαραγωγικούς τομείς να συμβαδίσουν αρμονικά προς περισσότερη ανάπτυξη.

*Ο Στρατής Ανδρεάδης. Τον Δεκέμβριο 1975, κυβερνητικοί επίτροποι άρχισαν να διερευνούν πιθανές παρανομίες στην Εμπορική Τράπεζα.

 

Χιονοστιβάδα αντιδράσεων και σχολίων

 

Ο τόνος και το λεξιλόγιο της ανακοίνωσης ήταν φυσικό να προκαλέσουν κύμα τοποθετήσεων και αντιδράσεων. Ο υπουργός Συντονισμού τόνιζε, στις 18/3, ότι η κυβέρνηση δεν συμφωνούσε με ψευδοσοσιαλίζοντες δημαγωγούς αλλά ούτε και με νοσταλγούς μιας απαρχαιωμένης και ασύδοτης ελεύθερης οικονομίας.

Την ίδια ημέρα, «αρμόδια κυβερνητική πηγή» τόνιζε ότι υπήρχαν εν ισχύι κίνητρα υπέρ της βιομηχανίας, οι υπεραποσβέσεις, που οδηγούσαν στη λογιστική αποφυγή πληρωμής φόρων επί των κερδών των νομικών προσώπων. Οι βιομήχανοι καλούνταν να συνειδητοποιήσουν ότι άλλη ήταν η έννοια της ελεύθερης οικονομίας το 1918, άλλη το 1936, άλλη το 1950 και διαφορετική εκείνη την εποχή. Η «πηγή» κατέληγε στη σκωπτική διαπίστωση «εκείνο που μας έλειπε τώρα είναι να εμφανισθούν ως κοινωνικώς αδικούμενοι οι βιομήχανοι».

Ακολούθησε χιονοστιβάδα σχολίων από πολιτικά κόμματα, τον ημερήσιο Τύπο και το ζήτημα παρέμεινε σε συζήτηση όσο τα γεγονότα εξελίσσονταν.

Η κυβέρνηση πέρασε περί τα τέλη Μαρτίου τον ν. 330, που περιόριζε συνδικαλιστικές ελευθερίες στο Δημόσιο, ενώ τον Αύγουστο, μετά το πόρισμα-καταπέλτη των επιτρόπων, προχώρησε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εμπορικής χωρίς να επιτραπεί στον Στρατή Ανδρεάδη (εξέχον μέλος του ΣΕΒ) να ασκήσει δικαιώματα. Έτσι πέρασε ο Ανδρεάδης από την πρώτη γραμμή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μετόπισθεν της οικονομικής ζωής. Έπειτα από μακρές δικαστικές διαμάχες η υπόθεση τελεσιδίκησε με καταδίκη του Ανδρεάδη για πλημμελήματα και αποζημίωσή του για απώλεια περιουσίας.

Από την υπόθεση Ανδρεάδη έγινε σαφές ότι η οικονομική πολιτική της περιόδου βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό της επιβολής της πολιτικής επί της οικονομίας, ανατρέποντας τα ισχύσαντα επί δικτατορίας, όταν τα οικονομικά συμφέροντα, ελλείψει δημοκρατικών διαδικασιών, είχαν συνηθίσει σε προσωπικές διαμεσολαβήσεις σε ό,τι τα αφορούσαν, κατάσταση που δεν ήταν δυνατόν να γίνει ανεκτή υπό καθεστώς κοινοβουλευτισμού.

*7.3.1976. Ο τίτλος της «Κ» απεικονίζει εύγλωττα το κλίμα που δημιουργήθηκε με την ανακοίνωση του ΣΕΒ δύο ημέρες νωρίτερα.

 

 

Η κληρονομιά ενός πολιτικού όρου

 

Η «σοσιαλμανία» αυτονομήθηκε ως έννοια και συνέχισε την πορεία της στην οικονομική ζωή της χώρας και στις πολιτικοοικονομικές αντιπαραθέσεις. Σύντομα, μετά τις εκλογές του 1977, παροπλίστηκε για λόγους υγείας ο Παναγής Παπαληγούρας. Ο διαυγής λόγος του δεν ήταν παρών όταν ασκήθηκε κριτική στην πολιτική του. Τον Οκτώβριο του 1981 ανέλαβε πρωθυπουργός ο Ανδρ. Παπανδρέου και η πολιτική του χαρακτηρίστηκε από ευρύτερο, άλλης ποιότητας, παρεμβατισμό από εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας. Η ελληνική βιομηχανία συρρικνώθηκε, και λόγω του ανταγωνισμού από την αντίστοιχη της ΕΟΚ στην οποία είχε προσχωρήσει στο μεταξύ η χώρα. Οι «προβληματικές» επιχειρήσεις παραδόθηκαν καταχρεωμένες στο Δημόσιο. Η εξυγίανσή τους δεν τελεσφόρησε.

Ευρισκομένη στην αντιπολίτευση, επιχείρησε η Κεντροδεξιά ανασκόπηση της έως τότε πολιτικής της. Ποικίλα δημοσιεύματα προερχόμενα από μια νέα γενιά πολιτικών και σχολιαστών ενστερνίστηκαν τη μομφή της σοσιαλμανίας για την οικονομική πολιτική της δεκαετίας του 1970. Τόνισαν ένα υποτιθέμενο «εκδικητικό» πνεύμα κατά ενός συγκεκριμένου επιχειρηματία παραβλέποντας την υπαρκτή κατάσταση, τις παρανομίες του συγκεκριμένου τραπεζίτη, καθώς και τους περιορισμούς άσκησης οικονομικής πολιτικής σε ενεστώτα χρόνο στους οποίους υπόκεινται οι φορείς της. Προβάλλοντας επιχειρήματα υπέρ της ιδεολογικής ταύτισης με συγκεκριμένες ιδέες και ρεύματα σκέψης της εποχής σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, θυσίασαν έτσι την παράδοση του ρεαλιστικού, πρακτικού και ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού των κυβερνήσεων Καραμανλή υπέρ του μονεταρισμού και των οικονομικών της προσφοράς. Επίμονος αντίλογος σε αυτά δεν υπήρξε. Η Κεντροδεξιά έμεινε μια δεκαετία εκτός εξουσίας, η επάνοδός της σε αυτή ήταν τριετής, και ακολουθήθηκε από μία ακόμη δεκαετία στην αντιπολίτευση. Αυτό οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, ένας από τους οποίους πρέπει να ήταν και η αποδοχή επικοινωνιακών συνθημάτων αντί της ενδελεχούς ανάλυσης.


* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ελληνικής Ανάπτυξης και Ευημερίας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου