Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

H Βρετανία και η εισβολή στην Κύπρο


*Το βρετανικό ελικοπτεροφόρο «HMS Hermes» βρισκόταν την ημέρα της εισβολής στην Κύπρο, μαζί με ένα αντιτορπιλικό και δύο φρεγάτες.






Γράφει ο κ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΚΑΖΑΜΙΑΣ*




Η τουρκική εισβολή κάθε άλλο παρά απροσδόκητη ήταν για τη Βρετανία. Στις 15 Ιουλίου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εκλεγμένος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε ανατραπεί με πραξικόπημα που είχε οργανώσει και διατάξει η χούντα των Αθηνών και είχε εκτελέσει στην Κύπρο η– υπό ελλαδική στρατιωτική ηγεσία– Εθνική Φρουρά.
Στις 17 Ιουλίου 1974, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ, επικεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας, επισκέφθηκε τη Βρετανία, με σκοπό να διερευνήσει τις θέσεις της στις εξελίξεις στην Κύπρο. Το πραξικόπημα σήμαινε ότι η Τουρκία είχε υποχρέωση να διαβουλευθεί με τις υπόλοιπες εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν προχωρήσει «σε άλλα μέτρα». Η Τουρκία επέλεξε να διαβουλευθεί μόνο με τη Βρετανία. Ήταν αναμενόμενο: η τελευταία, εκτός από σημαντική δύναμη, είχε βάσεις και στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο. Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνάντησης, το βασικό ερώτημα που διατύπωσε ο Ετσεβίτ ήταν τι θα έκανε η Βρετανία αν η Τουρκία επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο. Από τις συζητήσεις έγινε φανερή η επιλογή της ουδετερότητας της Βρετανίας. Δεύτερος άξονας των τουρκοβρετανικών συζητήσεων ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας να γίνει η εισβολή μέσω των βρετανικών βάσεων (και άρα με τη συνεργασία της Βρετανίας). Σε αυτό η απάντηση των Βρετανών ήταν ένα εμφαντικό «όχι».


Απομάκρυνση χιλιάδων ξένων υπηκόων


Στις 15 Ιουλίου (όταν δυνάμεις των βάσεων τέθηκαν σε αυξημένο επίπεδο ετοιμότητας), υπήρχαν λιγότεροι από 3.000 Βρετανοί αξιωματικοί και άνδρες στην Κύπρο. Αμέσως μετά, η βρετανική κυβέρνηση ενίσχυσε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στο νησί και ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάστηκε. Οι ενισχύσεις ανέβασαν το σύνολο του βρετανικού στρατιωτικού προσωπικού σε 6.314, αλλά καθώς μέρος των ενισχύσεων διατέθηκε στο βρετανικό κλιμάκιο της UNFICYP, η φρουρά των βάσεων είχε δύναμη περίπου 5.500 άνδρες. Βασική αδυναμία των βρετανικών δυνάμεων ήταν η έλλειψη τεθωρακισμένων. Υπήρχε όμως πολεμική αεροπορία, που ενισχύθηκε με 12 αεροσκάφη Phantom που στάλθηκαν από τη Βρετανία τη νύχτα της 24ης προς 25η Ιουλίου. Πρόσθετη υποστήριξη δινόταν από τη Μάλτα. Στις 20 Ιουλίου το Βασιλικό Ναυτικό στην Κύπρο είχε διαθέσιμα το ελικοπτεροφόρο HMS Hermes, ένα αντιτορπιλικό και δύο φρεγάτες (στις 23/7 έφτασε και τρίτη) και σκάφη υποστήριξης. Στις 21 Ιουλίου έφτασε και ένα συμβατικό υποβρύχιο με εντολές να παραμείνει σε κατάδυση.
Μαζική ήταν η μεγάλη χερσαία επιχείρηση απομάκρυνσης των ξένων υπηκόων στις 20 και 21 Ιουλίου. Η επιχείρηση αναπτύχθηκε σχεδόν σε όλο το μήκος και το πλάτος της Κύπρου. Το πρωί της 21ης Ιουλίου στις βάσεις ήταν σχεδόν 10.000 Βρετανοί και ξένοι άμαχοι. Πιο γνωστή είναι η διά θαλάσσης απομάκρυνση των ξένων υπηκόων. Μοίρα των βρετανικών πλοίων ήταν έτοιμη να ξεκινήσει από το Ακρωτήρι για την περισυλλογή τους, ήδη από τις 21 Ιουλίου. Όμως η περιοχή βρισκόταν μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων. Για να ξεκινήσει η επιχείρηση χρειαζόταν η συναίνεση της Ελλάδας (που δόθηκε) και της Τουρκίας, η οποία αρχικά αρνήθηκε να συνεργαστεί. Στις 22 Ιουλίου στις 19.20, το Λονδίνο έδωσε εντολή να ξεκινήσει η επιχείρηση την επομένη το πρωί, είτε με τη συμφωνία των Τούρκων, είτε χωρίς αυτήν. Καθώς οι Τούρκοι επέμεναν να αρνούνται την έγκρισή τους, στις 03.30 το πρωί (23/7), ο υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλαχαν, έστειλε προσωπικό μήνυμα στον Ετσεβίτ, καθιστώντας την τουρκική κυβέρνησή υπεύθυνη για όποιο επεισόδιο. Είχε ήδη δοθεί άδεια για αεροπορική κάλυψη από βρετανικά μαχητικά στη ναυτική δύναμη και είχαν αναθεωρηθεί οι κανόνες εμπλοκής: τα βρετανικά πλοία μπορούσαν να ανταποδώσουν πυρ αν δέχονταν επίθεση. Σήμα προς τον διοικητή της μοίρας έλεγε ότι η επιχείρηση είχε «ισχυρή υποστήριξη σε ανώτατο επίπεδο στο Λονδίνο» και συνιστούσε ψυχραιμία. 

*21.7.1974. Τουρίστες περιμένουν στη βρετανική βάση της Δεκελείας να απομακρυνθούν αεροπορικώς από την Κύπρο.

Η επιχείρηση ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε στις 23 Ιουλίου, με μία στιγμή αμηχανίας, όταν η βρετανική μοίρα συνάντησε ομάδα τουρκικών πλοίων που θα ανεφοδίαζαν τις δυνάμεις εισβολής. Τα τουρκικά πλοία, όταν συνειδητοποίησαν ότι απέναντί τους ήταν Βρετανοί, ανέκρουσαν πρύμναν και στράφηκαν προς τα βόρεια.


Η UNFICYP και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας


Το αεροδρόμιο παραδόθηκε από την Εθνική Φρουρά σε δύναμη της UNFICYP στις 22 Ιουλίου. Καθώς τα τουρκικά στρατεύματα προχωρούσαν, ο Κάλαχαν, σε συνεργασία με τον γ.γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ και τον διοικητή της UNFICYP Πρεμ Τσαντ αποφάσισαν να εξασφαλίσουν το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Η βρετανική αντιπροσωπεία στη Νέα Υόρκη προκάλεσε αίτημα ενίσχυσης της UNFICYP, κάτι που έγινε αμέσως και με ελάχιστες διατυπώσεις. Την επομένη το απόγευμα, οι τουρκικές δυνάμεις ανακοίνωσαν στα Ηνωμένα Έθνη ότι επέκειτο η κατάληψη του αεροδρομίου από αυτές, ενώ συγχρόνως το τουρκικό ραδιόφωνο ανακοίνωνε την κατάληψή του. 

*Κονβόι αυτοκινήτων, υπό την εποπτεία του ΟΗΕ, μεταφέρει τουρίστες από το Χίλτον της Λευκωσίας στη βάση της Δεκελείας.

Ο Κάλαχαν ανέλαβε δράση, πιθανώς ενοχλημένος από την τουρκική επιθετικότητα, τις παραβιάσεις της ανακωχής και ενθαρρυμένος από την επιτυχία της σταθερής στάσης που είχε υιοθετήσει. Ενδεχόμενη κατάληψη του αεροδρομίου από τον τουρκικό στρατό εν καιρώ ανακωχής θα αποτελούσε πλήγμα στην αξιοπιστία του ΟΗΕ, αλλά και της Βρετανίας ως εγγυήτριας δύναμης. Ακόμα, μικρό βρετανικό τμήμα ήταν μέρος του αποσπάσματος της ειρηνευτικής δύναμης που είχε παραλάβει το αεροδρόμιο από τις ελληνικές δυνάμεις. Σε συνομιλία του με τον Ετσεβίτ στις 23 Ιουλίου, ο Κάλαχαν τού δήλωσε ότι η Βρετανία «δεν θα μείνει αργή» αν Βρετανοί της ειρηνευτικής δύναμης σκοτώνονταν από τους Τούρκους.
Επιδιώχθηκε και εδώ η συνεργασία των ΗΠΑ. Ο Βάλντχαϊμ έστειλε εντολή στον διοικητή της UNFICYP να κρατήσει το αεροδρόμιο. Το αίτημα στάλθηκε μέσω του αμερικανικού δικτύου επικοινωνιών. Με τον ίδιο τρόπο, ο Βάλντχαϊμ επικοινώνησε και με τον Ετσεβίτ. Όμως, αίτημα αεροπορικής υποστήριξης της ειρηνευτικής δύναμης που υπέβαλε ο διοικητής της UNFICYP στο αεροπλανοφόρο USS Forrestal (αεροπλάνα του βρίσκονταν σε απόσταση λιγότερο από 9 λεπτά πτήσης) έμεινε αναπάντητο.
Παρά τις ενστάσεις του βρετανικού υπουργείου Άμυνας, ο Κάλαχαν επέμενε στην αυστηρή γραμμή έναντι της Τουρκίας, θεωρώντας δυνατό να χρησιμοποιηθούν βρετανικά πολεμικά αεροπλάνα για υποστήριξη της UNFICYP. Οι κινήσεις αυτές ανακοινώθηκαν στον Τύπο και η ατμόσφαιρα με την Τουρκία βάρυνε αισθητά: μερικά χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον είπε ότι για περίπου 24 ώρες Βρετανία και Τουρκία βρίσκονταν «μία ώρα μακριά από πόλεμο». Αντιμέτωπος με την πιθανότητα βρετανικής εμπλοκής, ο Ετσεβίτ υποχώρησε. Το αεροδρόμιο παρέμεινε (και παραμένει έκτοτε) στον έλεγχο της UNFICYP.
Η πρόταση για ναυτικό αποκλεισμό των βόρειων ακτών της Κύπρου διατυπώθηκε από κύκλους των βάσεων, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της απομάκρυνσης ξένων υπηκόων. Στόχος ήταν να εμποδιστεί η ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων. Η πρόταση διατυπώθηκε επισήμως στο Λονδίνο, αλλά δεν φαίνεται να προχώρησε παραπέρα.


Βρετανικές κινήσεις πριν από την έναρξη του δεύτερου Αττίλα


Στις 10 Αυγούστου, με τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη να αντιμετωπίζουν προβλήματα σχεδόν από την αρχή, ο Κάλαχαν ζήτησε τη γνώμη του υπουργείου Άμυνας για τη δυνατότητα των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, να παρεμβληθούν ανάμεσα στους εμπολέμους για να ανακόψουν την αναμενόμενη τουρκική προέλαση. Οι Βρετανοί στρατιωτικοί ήταν αρνητικοί στην πρόταση αυτή: εκτιμούσαν ότι οι δυνάμεις στην Κύπρο ήταν ανεπαρκείς. Η πρόταση γνωστοποιήθηκε και προς την ελληνική κυπριακή πλευρά, αλλά ο Κάλαχαν συμπλήρωσε ότι, αν και ήταν εξοργισμένος με τη στάση της τουρκικής πλευράς, η Βρετανία δεν μπορούσε να δράσει παρά σε συνεργασία με τις ΗΠΑ ή τα Ηνωμένα Έθνη.

*Γενεύη, 28.7.1974. Οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιος Μαύρος, της Βρετανίας Τζέιμς Κάλαχαν και της Τουρκίας Τουράν Γκιουνές.

Το πρωί της 12ης Αυγούστου (η ατμόσφαιρα στη Γενεύη έχει χειροτερέψει) σταματά η ανάκληση από την Κύπρο των ενισχύσεων που επρόκειτο να επιστρέψουν στη Βρετανία (παραμένουν και τα 12 Phantom). Όμως η ίδια η πρόταση θεωρείται πλέον μη εφαρμόσιμη, για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους. Προβάλλονται μεταξύ άλλων η προτεραιότητα της προστασίας των βάσεων, η αποτρεπτική χρήση της UNFICYP κ.ά. Το βρετανικό επιτελείο θέτει ακόμα το ερώτημα πόση αντίσταση θα πρέπει να προβάλουν οι ειρηνευτικές δυνάμεις, εάν οι Τούρκοι επιτεθούν… Στις 23.00, στις 12 Αυγούστου, οι Τούρκοι ζητούν το 34% του εδάφους της Κύπρου. Ακόμα και τότε, ο Κάλαχαν δεν εγκατέλειψε την ιδέα να χρησιμοποιηθούν ειρηνευτικές δυνάμεις για την ανακοπή της αναμενόμενης τουρκικής προέλασης. Πρότεινε στον Βάλντχαϊμ να αναδιατάξει την UNFICYP γύρω από την περιοχή που ελεγχόταν από τον τουρκικό στρατό και να ζητήσει από τη RAF να κάνει από αέρος αναγνωρίσεις. Ο Κάλαχαν θεωρούσε τέτοιες κινήσεις εντός των ισχυόντων όρων εντολής της ειρηνευτικής δύναμης. Η τουρκική επίθεση τα χαράματα της 14ης Αυγούστου έδωσε τέλος στη συζήτηση.
Η τελευταία βρετανική πράξη παίχθηκε λίγο αργότερα. Στις 15 Αυγούστου το απόγευμα, ο Κάλαχαν πληροφορεί τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα αναφορικά με το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για αεροπορική κάλυψη της σχεδιαζόμενης ελληνικής νηοπομπής για την Κύπρο: η βρετανική κυβέρνηση «για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να συμφωνήσει με το αίτημα αυτό». Θέση (και του Μακαρίου) ήταν ότι οι Τούρκοι σύντομα θα πετύχαιναν τους στόχους τους και ο έλεγχός τους στην Κύπρο θα αποτελούσε τετελεσμένο. Στην περίπτωση της Κύπρου ο Κάλαχαν θεώρησε ότι ήταν δυνατή μια ενεργότερη στάση της Βρετανίας. Πολιτικά αντίβαρά του ήταν δύο: το βρετανικό υπουργείο Άμυνας, που θεωρούσε ότι τα προβλήματα στη Βόρεια Ιρλανδία δεν άφηναν διαθέσιμες δυνάμεις για την Κύπρο και ο Κίσινγκερ που αποθάρρυνε ενεργά οποιαδήποτε στρατιωτική κίνηση, από όλους εκτός της Τουρκίας. Το λάθος του Κάλαχαν ίσως βρίσκεται στη βεβαιότητά του ότι με την εισβολή τον Ιουλίου, η Τουρκία είχε πετύχει τους στόχους της και τώρα επρόκειτο να διαπραγματευθεί. Συνειδητοποίησε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. H Βρετανία στην Κύπρο το 1974 κλήθηκε να ασκήσει υπευθυνότητα χωρίς ισχύ.


* Ο κ. Γεώργιος Α. Καζαμίας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

2 σχόλια:

  1. Andreas Makrides
    Νομίζω πως το άρθρο του Καζαμία δεν είναι άσχετο με τις σημερινές εξελίξεις στο Κυπριακό. Εστιάζεται στις καλές προθέσεις του Κάλαχαν, όπως κάποιος άλλος θα μπορούσε να εστιαστεί στις καλές προσπάθειες του Σίσκο. Όποιος όμως έχει μάτια, αντιλαμβάνεται πως οι υπουργοί δεν λειτουργούν μεμονωμένα.
    Η Βρετανία στην Κύπρο ένιψε τας χείρας της από την αρχή, με μόνο στόχο να διατηρήσει αλώβητες τις βάσεις της.
    Κόδριγκτον υπήρξε μόνον ένας στην βρετανική Ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πατιαλιάκας Κωνσταντίνος
    Δύο μόνο επισημάνσεις: 1. Η δράση της Α΄ Μοίρας Καταδρομών, που κυριολεκτικά απέκρουσε την επίθεση των τουρκικών δυνάμεων για κατάληψη του Αεροδρομίου(Διοικητής ο αείμνηστος Ταγματάρχης Παπαμελετίου). 2. Η αποστολή ενισχύσεων από την Ελλάδα μετά την έναρξη του <> θα΄ηταν άσκοπη και άκαιρη και δεν θα αντιμετώπιζε τη δημιουργούμενη στρατιωτική κατάσταση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή