Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Η αυτονομία της Δυτικής Θράκης

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ https://www.kathimerini.gr/1047913/gallery/epikairothta/ellada/h-aytonomia-ths-dytikhs-8rakhs 
*Μαθητές περιμένουν παρατεταγμένοι την έναρξη της δοξολογίας για την απελευθέρωση της Ξάνθης στη μητρόπολη της πόλης.





Γράφει ο κ. ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ*



Μήλον της έριδος μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας η Δυτική Θράκη απασχόλησε τη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, που ακολούθησε τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Παρίσι, ο πρωθυπουργός και αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας Ελευθέριος Βενιζέλος υπέβαλε υπόμνημα στις 30 Δεκεμβρίου 1918 με το σύνολο των εδαφικών διεκδικήσεων της Ελλάδος, περιλαμβανομένης της Δυτικής Θράκης.
Η Ελλάδα συγκαταλεγόταν μεταξύ των νικηφόρων συμμαχικών δυνάμεων, ενώ η Βουλγαρία ανήκε στο στρατόπεδο των ηττημένων του πολέμου. Προσέτι, η Βουλγαρία βρισκόταν σε μειονεκτική θέση στο θρακικό ζήτημα επειδή κατηγορείτο για εφαρμογή στυγνής πολιτικής εθνικής κάθαρσης εις βάρος του ελληνορθόδοξου και μουσουλμανικού στοιχείου κατά την πενταετή βουλγαρική κατοχή της Δυτικής Θράκης (1913-1918). Στις 17 Σεπτεμβρίου 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων στο Παρίσι επέβαλε την εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βούλγαρους, απόφαση που επικυρώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (27.11.1919), σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία παραιτείτο από όλες τις βλέψεις της στην περιοχή. Εν αναμονή της τελικής επίλυσης του δυτικοθρακιωτικού ζητήματος, η Αντάντ εγκαθίδρυσε, με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου των Συμμάχων, προσωρινή Διασυμμαχική Διοίκηση στις 20 Οκτωβρίου 1919.


Γαλλική εποπτεία επί ένα επτάμηνο


Η πολιτειακή μορφή και τα σύνορα του νέου αυτόνομου κρατιδίου της Διασυμμαχικής Θράκης (Thrace Interalliée), με πρωτεύουσα την Κομοτηνή, ετέθη υπό την εποπτεία του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολής, Γάλλου Louis Franchet d’ Espèrey, με τον στρατηγό Charles Antoine Charpy να αναλαμβάνει τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της νέας αυτής sui generis πολιτειακής οντότητας. Ο προσωρινός κυβερνήτης Charpy είχε ήδη εγκατασταθεί μαζί με το στρατιωτικό του επιτελείο στην Κομοτηνή στις 10 Οκτωβρίου 1919, θέτοντας υπό γαλλικό έλεγχο το σύνολο των νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών εξουσιών. Ο Καταστατικός Χάρτης της διοικητικής δομής εκδόθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1919, ενώ η σημαία του νέου κρατιδίου αποτελείτο από μια μπλε λωρίδα μεταξύ δύο λευκών. Η γαλλοκρατούμενη αυτόνομη πολιτεία της Δυτικής Θράκης έμελλε να λειτουργήσει για ένα επτάμηνο, από τον Οκτώβριο 1919 έως τον Μάιο του 1920.
*Ο Χαρίσιος Βαμβακάς και το επιτελείο του

Στο μεταξύ, συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν τα σύνολο της Δυτικής Θράκης από το Πόρτο Λάγος μέχρι το Κάραγατς στις αρχές του Οκτωβρίου 1919 και διαίρεσαν την περιοχή σε τρία διαμερίσματα (Ξάνθη, Κομοτηνή και Κάραγατς/Ορεστιάδα). Στο πλαίσιο του γαλλικού ελέγχου της Δυτικής Θράκης, Γάλλοι στρατιωτικοί διοικητές διορίστηκαν στην Κομοτηνή και στο Κάραγατς. Αντιθέτως, στην περιοχή της Ξάνθης στρατιωτικός διοικητής ανέλαβε ο υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος, ο οποίος ηγείτο της 9ης μεραρχίας του ελληνικού στρατού και με εντολή της Αντάντ εισήλθε στην Ξάνθη στις 4 Οκτωβρίου 1919, γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή της σταδιακής απελευθέρωσης της Δυτικής Θράκης.
Οι περισσότεροι μελετητές σήμερα συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το 1919 ο πληθυσμός της περιοχής υπό τη διοίκηση της Διασυμμαχικής Θράκης είχε μεταξύ 206.000 και 212.000 κατοίκων. Σύμφωνα με τα πληθυσμιακά στοιχεία της διασυμμαχικής διοίκησης, η εθνοτική-θρησκευτική κατανομή των κατοίκων της Δυτικής Θράκης τον Απρίλιο του 1920 είχε ως εξής: 86.793 μουσουλμάνοι ή σχεδόν 43% του πληθυσμού, 56.114 ελληνορθόδοξοι ή 27,4%, 54.092 εξαρχικοί Βούλγαροι ή 26,4%, 2.985 Εβραίοι, 1.880 Αρμένιοι και 3.041 ξένοι υπήκοοι κυρίως καθολικοί Λεβαντίνοι, οι οποίοι, παρά το μικρό μέγεθός τους, κατείχαν μεγάλο πολιτικό εκτόπισμα, με διεθνείς διασυνδέσεις και οικονομική δύναμη. Τα πληθυσμιακά δεδομένα στην κατοχή της διασυμμαχικής διοίκησης αναδείκνυαν επίσης την εθνοτική ετερογένεια του μουσουλμανικού στοιχείου, καθώς προσδιόριζαν τις ακόλουθες ομάδες, οι οποίες αριθμούσαν πληθυσμιακά ως εξής: 73.220 Τούρκοι, 11.739 Πομάκοι και 1.834 Ρομά-Αθίγγανοι.
*Αυτοκινητοπομπή του στρατηγού Charpy στους δρόμους της Κομοτηνής στις 2.11.1919.

Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος του πληθυσμιακού ζητήματος ήταν ο εξαναγκαστικός εκπατρισμός από τις πατρογονικές τους εστίες περίπου 70.000 Ελλήνων και σχεδόν 50.000 μουσουλμάνων κατά τα χρόνια της βουλγαροκρατίας, με την παράλληλη εγκατάσταση στη Δυτική Θράκη Βουλγάρων εποίκων (1913-1919). Με τον τερματισμό του βουλγαρικού καθεστώτος πολλοί Δυτικοθρακιώτες πρόσφυγες παλιννόστησαν στους τόπους καταγωγής τους, ενώ αρκετοί επέλεξαν να παραμείνουν στις νέες κατοικίες τους στην ελεύθερη Ελλάδα, ιδίως στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα.


Η πολύτιμη συμβολή του Χαρίσιου Βαμβακά


Διπλωματικός εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στη Διασυμμαχική Πολιτεία ορίστηκε ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου, Χαρίσιος Βαμβακάς, ο οποίος στη φάση εκείνη συμμετείχε στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι. Κοζανίτης στην καταγωγή, ο Βαμβακάς σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια αναγορεύτηκε σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου εξελίχθηκε σε διαπρεπή νομικό και διατέλεσε βουλευτής Σερβίων/Κοζάνης στην οθωμανική Βουλή από το 1909 έως το 1912, με έντονη εθνική δράση ως μέλος της ελληνικής ομάδας στο Κοινοβούλιο. Όταν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους απελάθηκε ως ανεπιθύμητος από τους Νεότουρκους, βρήκε καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη. Εκτιμώντας τις διπλωματικές ικανότητες και την πολιτική του ευστροφία, ο Ελευθέριος Βενιζέλος του ανέθεσε λεπτές διπλωματικές αποστολές σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων.
*Επίσκεψη επιτροπής ηγετών της μουσουλμανικής μειονότητας στον στρατιωτικό διοικητή Ξάνθης, στρατηγό Λεοναρδόπουλο.

Με διπλωματική ευστροφία και πολιτική οξυδέρκεια, ο Βαμβακάς κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να πλαισιωθεί από ικανούς γαλλομαθείς Έλληνες συνεργάτες οι οποίοι του απεστάλησαν με εντολή του Βενιζέλου στην Κομοτηνή. Μεταξύ των στενών συνεργατών του συγκαταλέγεται ο εκ Μαρωνείας καταγόμενος έξαρχος της Μητρόπολης Μαρωνείας αρχιμανδρίτης Μιχαήλ Κωνσταντινίδης (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αμερικής).
Έχοντας εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των δύο πανίσχυρων Γάλλων στρατηγών Franchet d’ Espèrey και Charpy, ο Βαμβακάς ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επαναπατρισμού των Ελλήνων Δυτικοθρακιωτών προσφύγων. Με εύστοχες πρωτοβουλίες και επιδέξιους χειρισμούς επέτυχε, σε μικρό χρονικό διάστημα, την ανόρθωση της κατατρεγμένης και στην ουσία διαλυμένης θρακιώτικης ελληνικής κοινότητας. Χάρις στον Χαρίσιο Βαμβακά και τους συνεργάτες του, οι ισορροπίες και το πολιτικό σκηνικό στους κόλπους της διασυμμαχικής διοίκησης άλλαξαν άρδην υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα του Βαμβακά ήταν η άρτια γνώση της τουρκικής γλώσσας και η επαφή του με την παλαιομουσουλμανική ηγεσία από την εποχή της κοινοβουλευτικής του θητείας στην οθωμανική Βουλή. Αμέσως μετά την άφιξή του στην Κομοτηνή, ο Βαμβακάς αναθέρμανε τις σχέσεις αυτές προσεγγίζοντας ένα σημαντικό τμήμα του μωαμεθανικού πληθυσμού. Υποσχέθηκε στους Θρακιώτες μουσουλμάνους πλήρη ισοτιμία των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκείας ή φυλής, στο πλαίσιο του βενιζελικού δόγματος της «μεγαλυνομένης Ελλάδος».


Προσέγγιση της μουσουλμανικής κοινότητας


Η προσέγγιση με το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πρωταρχικής σημασίας. Στους κόλπους της πολυπληθούς μουσουλμανικής κοινότητας είχαν διαμορφωθεί δύο αντίπαλες πολιτικοθρησκευτικές τάσεις με τους συντηρητικούς παλαιομουσουλμάνους να παραμένουν πιστοί στη σουλτανική οθωμανική κυβέρνηση και τους κοσμικούς Τούρκους εθνικιστές, συσπειρωμένους γύρω από το τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο, να αξιώνουν τη διενέργεια δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη με σκοπό την αυτονόμηση της περιοχής.
Αντιμέτωπος με τη ρευστή αυτή κατάσταση ο Βαμβακάς αγωνίστηκε σθεναρά για να υποσκάψει τα ερείσματα της εθνικιστικής μερίδας αξιοποιώντας τις διχογνωμίες, έριδες και ανταγωνισμούς στους κόλπους της μουσουλμανικής κοινότητας. Άλλωστε, η συντριπτική πλειονότητα των μωαμεθανών επιθυμούσε πρωτίστως την αποτίναξη του βουλγαρικού ζυγού και προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος αυτός φαίνεται πως ήταν πρόθυμοι να έλθουν σε συνεννόηση με την Ελλάδα, καθώς συνειδητοποιούσαν ότι η επιστροφή του σουλτανικού καθεστώτος ήταν πλέον αδύνατη.
*Το Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο ή η τοπική Βουλή κατά τη διάρκεια της Διασυμμαχικής Διοίκησης της Δυτικής Θράκης.

Η τάση αυτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ του πομακικού και θρησκευτικού στοιχείου της μουσουλμανικής κοινότητας. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (27.11.1919) η κατάσταση στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας κατέστη ακόμη πιο τεταμένη, όταν το τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο συμμάχησε με τους Βούλγαρους προκαλώντας την έντονη αντίδραση της μεγάλης πλειονότητας των παλαιομουσουλμάνων.
Με διάταγμα του αρχιστράτηγου Franchet d’Esperey στις 21 Δεκεμβρίου 1919, αναδείχθηκε 15μελές τοπικό και αντιπροσωπευτικό Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο που απαρτιζόταν από πέντε Ελληνες, πέντε μουσουλμάνους, δύο Βούλγαρους, έναν Αρμένιο, έναν Εβραίο και έναν Λεβαντίνο. Ας σημειωθεί ότι με δεδομένους τους πληθυσμιακούς συσχετισμούς, ένας εκ των Ελλήνων, ο Εμμανουήλ Δουλάς από το Κάραγατς, επελέγη λόγω της γαλλικής του υπηκοότητας και όχι της ελληνικής του εθνικότητας.
Στις 22 Μαρτίου 1920 το Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο εξέλεξε τον πρόεδρο και την τετραμελή Διαρκή Επιτροπή, διαδικασία καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της Δυτικής Θράκης που θα επηρέαζαν τους μελλοντικούς συσχετισμούς στη περιοχή. Αν και οι αριθμητικοί συσχετισμοί εντός του Συμβουλίου φαινομενικά ευνοούσαν τη βουλγαρο-τουρκική πλευρά, η διάσπαση της μουσουλμανικής κοινότητας μεταξύ των εθνικιστών και των παλαιομουσουλμάνων και η συνεργασία των δεύτερων με τους Έλληνες ανέτρεψαν τις ισορροπίες. Έπειτα από έντονη παρασκηνιακή διπλωματική δράση του ευπατρίδη Βαμβακά, η ψηφοφορία ανέδειξε πρόεδρο του Συμβουλίου τον γαλλομαθή Εμμανουήλ Δουλά, ενώ η Διαρκής Επιτροπή αποτελείτο από δύο Έλληνες, έναν Οθωμανό και έναν Βούλγαρο. Η κρίσιμη αυτή ψηφοφορία έλαβε χαρακτήρα δημοψηφίσματος και θεωρήθηκε ενδεικτική των διαθέσεων του συνόλου του πληθυσμού της Δυτικής Θράκης για τον μελλοντικό διακανονισμό του θρακικού ζητήματος.
Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο οι διοικητικοί μηχανισμοί της διασυμμαχικής διοίκησης περνούσαν υπό ελληνική επιρροή αλλά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ενίσχυε τον διπλωματικό αγώνα του Βενιζέλου στο Παρίσι για την απόδοση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα. Η τελευταία πράξη του θρακικού ζητήματος έλαβε χώρα μεταξύ 18 και 24 Απριλίου 1920 στη Διάσκεψη Κορυφής στο Σαν Ρέμο, όπου η Αντάντ έδωσε το πράσινο φως στην Ελλάδα για την κατάληψη του συνόλου της Θράκης.


* Ο κ. Αλέξης Αλεξανδρής είναι πρέσβης ε.τ., Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου