Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Ο δρακόντειος νόμος περί Τύπου

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ http://www.kathimerini.gr/973822/gallery/epikairothta/ellada/o-drakonteios-nomos-peri-typoy 
*Μάρτιος 1970. Από αριστερά, Γιάννης Καψής, Κ. Κυριαζής. Ιω. Ζίγδης, πίσω Κ. Νικολόπουλος, Αχ. Κυριαζής. Σε συνέντευξή του στο «Έθνος», ο Ζίγδης είχε ζητήσει σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Μία εβδομάδα αργότερα, το στρατοδικείο τούς καταδίκασε σε ποινές φυλάκισης από 3-5 χρόνια.





Γράφει ο κ. ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ*



Η λογοκρισία αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της χούντας των συνταγματαρχών. Οι πραξικοπηματίες ανέστειλαν μεταξύ άλλων τις διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος που κατοχύρωνε την ελευθερία του Τύπου. Παράλληλα, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος περί καταστάσεως πολιορκίας του 1912, που έδινε τη δυνατότητα απαγόρευσης της ανακοίνωσης ή δημοσίευσης πληροφοριών «καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και διά του Τύπου» και της κατάσχεσης εφημερίδων και άλλων εντύπων.
Το καθεστώς συνέστησε επίσης υπηρεσία λογοκρισίας για τον προληπτικό έλεγχο κάθε εντύπου πριν από την κυκλοφορία του και την απαγόρευση κάθε δημοσίευσης «υπονομευτικής» προς το έργο της κυβέρνησης. Παράλληλα, με την προληπτική λογοκρισία, οι πραξικοπηματίες επιχείρησαν εξαρχής να φιμώσουν τον Τύπο με την τρομοκρατία (αυθαίρετο κλείσιμο εφημερίδων και δήμευση των περιουσιών τους) και τον εκβιασμό δημοσιογράφων και εκδοτών.


Η κατάσταση του Τύπου μετά το πραξικόπημα


Όταν επανακυκλοφόρησαν οι εφημερίδες, η πανομοιότυπη εμφάνισή τους, ειδικά των κεντροαριστερών και φιλοπαπανδρεϊκών εφημερίδων («Βήμα», «Νέα», «Έθνος»), ήταν σοκαριστική για το αναγνωστικό κοινό τους, όπως σημείωσε η Ελένη Βλάχου. Την υποταγή των εφημερίδων στην προληπτική λογοκρισία και τους κάθε είδους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, επιβεβαίωναν τα όμοια πρωτοσέλιδα και η δημοσίευση των ίδιων ανακοινώσεων και άρθρων. Η δε Ελένη Βλάχου διέκοψε μετά το πραξικόπημα την έκδοση της «Καθημερινής» και της «Μεσημβρινής», καθώς αρνούνταν να συμβιβαστεί με την άποψη ότι «αυτές οι δύο συντηρητικές εφημερίδες και κατ’ εξοχήν εφημερίδες του κατεστημένου» θα έπρεπε να αποδεχθούν τη λογοκρισία. Μάλιστα, σημείωσε ότι η άρνησή της να επιτρέψει να ενταχθούν οι δύο αυτές εφημερίδες «στη μεγάλη άσκηση πλύσης εγκεφάλου που οι στρατιωτικοί είχαν αρχίσει διά μέσου των άλλων εφημερίδων ήταν από τις λίγες ταπεινώσεις που υπέστη το καθεστώς στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου της επικράτησής του». 
*Στην καταδίκη του Ιω. Ζίγδη και των υπευθύνων του «Έθνους» αναφέρεται το πρωτοσέλιδο στις 2.4.1970. Δύο μέρες μετά η εφημερίδα αναγγέλλει την αναστολή της έκδοσής της.

Από τις υπόλοιπες εφημερίδες της εποχής («Απογευματινή», «Ακρόπολις», «Βραδυνή») μόνο ο «Ελεύθερος Κόσμος» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και η «Εστία», των αδελφών Κύρου ήταν ανοιχτά φιλοχουντικές. Όπως ήταν αναμενόμενο εξαφανίστηκαν αμέσως από τα περίπτερα οι εφημερίδες της Αριστεράς («Αυγή» και «Δημοκρατική Αλλαγή»), ενώ ανεστάλη η έκδοση της «Ελευθερίας» και της «Αθηναϊκής» που αρνήθηκαν να αποδεχθούν το ασφυκτικό πλαίσιο της χουντικής λογοκρισίας. Οι μοναδικές πηγές ελεύθερης ενημέρωσης ήταν τα ελληνικά προγράμματα ξένων ραδιοσταθμών, όπως το BBC, ο Ραδιοσταθμός του Παρισιού και η Deutsche Welle, καθώς και ο διεθνής Τύπος που κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερα.
Όπως έχει σωστά επισημανθεί, οι συνταγματάρχες διέπραξαν το στρατηγικό λάθος να επιτρέψουν την κυκλοφορία εννέα αθηναϊκών εφημερίδων, δίνοντας με αυτό τον τρόπο στο αναγνωστικό κοινό τη δυνατότητα να επιλέγει όσες ήταν «θύματα» των πραξικοπηματιών και να αποφεύγει όσες με λιγότερο ή περισσότερο ενθουσιασμό υποστήριζαν το χουντικό καθεστώς. Η κυκλοφορία δύο ακόμα εφημερίδων προσκείμενων στη Χούντα («Νέα Πολιτεία», 1968 και τα «Σημερινά». 1971) δεν άλλαξε τα δεδομένα, με αποτέλεσμα η μέση ημερήσια κυκλοφορία των φιλοχουντικών εφημερίδων να μην ξεπερνάει τα 40.000 φύλλα, όταν η μέση κυκλοφορία των εννέα εφημερίδων ήταν ημερησίως περίπου 450.000 φύλλα.


Πιο πολλές αξιόποινες παραβάσεις, πιο αυστηρές ποινές


Η κατάργηση του καθεστώτος προληπτικής λογοκρισίας δρομολογήθηκε το φθινόπωρο 1969, καθώς οι υποσχέσεις των πραξικοπηματιών περί φιλελευθεροποίησης του θεσμικού πλαισίου περί Τύπου συνέπεσαν χρονικά με τις υποσχέσεις για την άρση του στρατιωτικού νόμου και την προκήρυξη εκλογών, λόγω της αυξανόμενης διεθνούς κριτικής στο καθεστώς και της επικρεμάμενης αποπομπής από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τελικά, η αποτυχία της επιχείρησης δημοσίων σχέσεων της χούντας και η διεθνής απομόνωση του καθεστώτος αποτυπώθηκαν στο κλίμα εχθρότητας και εκδικητικότητας προς τον Τύπο.
Την 1η Ιανουαρίου 1970 τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος «περί Τύπου», αποτελούμενος από 101 άρθρα, που είχε εκδοθεί με τη μορφή διατάγματος στις 15 Νοεμβρίου 1969 (Ν.Δ. 346/1969). Αυτός ο νόμος σηματοδοτούσε την αύξηση των αξιόποινων παραβάσεων, σε συνδυασμό με την αυστηρότητα του ποινικού κολασμού των εν γένει αδικημάτων Τύπου. Όπως επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, προέβλεπε μεταξύ άλλων «την τιμωρία [...] ακόμη και σε περίπτωση διάπραξής τους από απλή αμέλεια» (άρθρο 33 παρ. 1), «τη συλλογική ευθύνη τόσο του συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος όσο και του εκδότη και του αρχισυντάκτη της ενδιαφερόμενης εφημερίδας, κι αυτό και αν το αδίκημα Τύπου είχε διαπραχθεί εν αγνοία των τελευταίων» (άρθρα 34 παρ. 1, 57), «την απαγόρευση της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιπτώσεων, σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα Τύπου, καθώς και κάθε αναστολή της εκτέλεσης των καταδικαστικών αποφάσεων» (άρθρο 35 παρ. 1 και 3), «την απαγόρευση, σε περίπτωση υποτροπής, της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές» (άρθρο 36), «τον αποκλεισμό των ενόρκων από την εκδίκαση των αδικημάτων του Τύπου» (άρθρο 37).
*Όταν τα τανκς βγήκαν στους δρόμους


Αμέσως μετά το πραξικόπημα η χούντα επιχείρησε να ελέγξει τον Τύπο.


Επιπλέον, ο νόμος περιείχε πολλά παραδείγματα διατάξεων, όπου είτε δεν υπήρχε περιγραφή εγκλήματος, είτε η περιγραφή ήταν αόριστη και ασαφής. Ας σημειωθεί ότι οι διατάξεις αυτές παραβίαζαν την ποινική διάταξη «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο» (nullum crimen, nulla poena sine lege). Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα, που ανήκουν στο κεφάλαιο «Απαγορευμένα Δημοσιεύματα»: «Όποιος δημοσιεύει έγγραφα […] η τήρηση του απορρήτου των οποίων, από τη φύση τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος» (άρθρο 50 – δημοσίευση στρατιωτικών πληροφοριών και κρατικών απορρήτων»). Τιμωρούνταν επίσης «δημοσιεύματα κατά της Εθνικής Οικονομίας», όπως προέβλεπε π.χ. το άρθρο 71: «Όποιος δημοσιεύει στον Τύπο ειδήσεις, πληροφορίες ή φήμες ικανές να κλονίσουν τη δημοσία πίστη, την εμπιστοσύνη του κοινού προς το εθνικό νόμισμα ή την εθνική οικονομία, τιμωρείται με φυλάκιση άνω των εξ μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων δραχμών».


Άσκηση οικονομικών πιέσεων και διώξεις εναντίον εκδοτών και δημοσιογράφων


Πέρα από την αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου που διείπε την καταστολή των αδικημάτων του Tύπου, το χουντικό καθεστώς άσκησε οικονομικές πιέσεις στα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως αυτές αποτυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, στο περιεχόμενο του άρθρου 20 («Χάρτης Εφημερίδων»), με το οποίο επιβαλλόταν για πρώτη φορά εισαγωγικός δασμός στο δημοσιογραφικό χαρτί. Εφημερίδες με μέση ημερήσια κυκλοφορία έως 25.000 φύλλων δεν επιβαρύνονταν με εισαγωγικό δασμό, ενώ προβλεπόταν κλιμακωτή επιβάρυνση: για κυκλοφορίες 25.000-50.000 φύλλων ήταν 50%, για 50.000-75.000 ήταν 75%, για 75.000-100.000 ήταν 90% και για πάνω από 100.000 ο φόρος αντιστοιχούσε στο 95% του κόστους του χαρτιού. Κύριος σκοπός της διάταξης αυτής ήταν να τιμωρηθούν οι αντιχουντικές εφημερίδες, που είχαν μέση ημερήσια κυκλοφορία άνω των 25.000 φύλλων, καθώς για να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος του δημοσιογραφικού χαρτιού θα έπρεπε να αυξήσουν την τιμή του φύλλου τους, την ώρα που οι φιλοχουντικές εφημερίδες θα συνέχιζαν να πωλούνται σε χαμηλότερη τιμή.
Παρά το γεγονός ότι πολλές διατάξεις ήταν εσκεμμένα ασαφείς προκειμένου να επιτείνουν την αβεβαιότητα των δημοσιογράφων για το τι είναι κολάσιμο και τι όχι, και να επιβάλουν ένα καθεστώς αυτολογοκρισίας ή κατασταλτικής λογοκρισίας, υπήρξαν ωστόσο, αντικαθεστωτικές εφημερίδες της εποχής που δοκίμασαν τα όρια αυτού του ασφυκτικού νομοθετικού πλαισίου, ενθαρρυμένες από την πρόσκαιρη μόνο πτώση της κυκλοφορίας τους, μετά την αύξηση της τιμής τους (από 1,5 σε 2,5 δραχμές, 70%). Μάλιστα, η παλιά κεντρώα απογευματινή εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευσε τον Μάρτιο του 1970 συνέντευξη του διακεκριμένου οικονομολόγου και πρώην υπουργού της Ένωσης Κέντρου, Ιωάννη Ζίγδη για τις κρίσιμες εξελίξεις στην Κύπρο, που οδήγησε στη σύλληψη του Ροδίτη πολιτικού, του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Ιωάννη Καψή, του εκδότη Κωνσταντίνου Οικονομίδη και των τριών συνεκδοτών της εφημερίδας, Αχιλλέα και Κωνσταντίνου Κυριαζή και Κωνσταντίνου Νικολόπουλου. Η καταδίκη τους από στρατοδικείο σε βαριά πρόστιμα και ποινές φυλάκισης οδήγησε τελικά στο κλείσιμο της εφημερίδας, στις 4 Απριλίου 1970. Ωστόσο, η αντιπολιτευτική διάθεση πολλών εφημερίδων επιβεβαιώθηκε εκ νέου με την πλήρη δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης των μελών της αντιδικτατορικής οργάνωσης Δημοκρατική Άμυνα του καθηγητή Σάκη Καράγιωργα, που άρχισε στις 27 Μαρτίου 1970, με τις καταθέσεις των κατηγορουμένων και την περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστησαν, οδηγώντας την κυκλοφορία τους στα ύψη. Η χούντα, βεβαίως, δεν άφησε αυτή την πρόκληση αναπάντητη, καθώς ο νόμος περί Τύπου του 1970 συμπληρώθηκε μεταξύ άλλων από τον νόμο εναντίον της διασποράς ψευδών ειδήσεων (είχε εκδοθεί στις 11 Δεκεμβρίου 1969 ως Ν.Δ. 372), καθώς και με ένα νομοθετικό διάταγμα για τη ρύθμιση του επαγγελματικού καθεστώτος των δημοσιογράφων (Ν.Δ. 1004/ 12.10.1971), που μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στην οριστική απαγόρευση άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. 

*Δίκες όπως αυτή της Δημοκρατικής Άμυνας προκαλούν το διεθνές ενδιαφέρον και έχουν ευρεία κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού.


Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας το 1974, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αγνόησε τις ανελεύθερες διατάξεις της χούντας, ως αντιφάσκουσες προς τη διάταξη περί ελευθεροτυπίας του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1952, το οποίο είχε επανέλθει σε ισχύ. Ως μεταβατική λύση, μέχρι την ολοκλήρωση της επεξεργασίας του νέου Συντάγματος που επρόκειτο να διασφαλίζει ως βασικό δικαίωμα την ελευθεροτυπία, καθώς και την ψήφιση ολοκληρωμένου νόμου περί Τύπου, προωθήθηκε προς ψήφιση ο νόμος 10/6.3.1975, που καταργούσε τον νόμο περί Τύπου του 1970 και άλλες σχετικές διατάξεις του νομικού καθεστώτος της Δικτατορίας σε θέματα Τύπου, προκειμένου να πάψει να αναιρείται η ελευθεροτυπία και να καθίσταται επικίνδυνη η άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση.


* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι λέκτωρ στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

2 σχόλια:

  1. Αγγελική Παταρίδου
    Αν και 2018 σήμερα και δημοκρατία και ο τύπος ελέγχεται και οι δημοσιογραφοι κατευθυνονται Έχουμε πάλι χούντα λοιπόν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ραϊκούδης Κωνσταντίνος
    Ενώ πριν την επταετία κ μετά όπως τώρα υπήρχε κ υπάρχει μεγάλη ελευθερία του τύπου! Όταν οι δύο μεγαλύτεροι δημοσιογραφικοί όμιλοι αποφάσιζαν κ αποφασίζουν ακόμα ποιος θα αναλάβει υπουργείο κ ποιος θα κυβερνήσει, κ με την στάση τους στηρίζουν την κάθε κυβέρνηση ονομάζεται ελευθερία του Τύπου..... Το ότι σχεδόν 50 χρόνια μετά ασχολούμαστε ακόμα με τον Παπαδόπουλο δείχνει την κατάντια της πολιτικής κ κοινωνικής ζωής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή