Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ευρωπαϊκό ράπισμα στη χούντα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ http://www.kathimerini.gr/956869/gallery/epikairothta/ellada/eyrwpaiko-rapisma-sth-xoynta
*30 Ιανουαρίου 1969. Η Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με ψήφους 92 έναντι 11 και 20 αποχές καταδικάζει τη χούντα και εισηγείται στην Επιτροπή των υπουργών 
την εκδίωξη της Ελλάδας από το Συμβούλιο.





Της κ. ΕΦΗΣ ΠΕΝΤΑΛΙΟΥ*



Το Συμβούλιο της Ευρώπης ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου 1949, με στόχο να προωθήσει την ευρωπαϊκή ενότητα και να ενισχύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη στη Δυτική Ευρώπη. Στα όργανά του περιλαμβάνονταν η Επιτροπή Υπουργών (αποτελούμενη από τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών-μελών) και η συμβουλευτική Κοινοβουλευτική Συνέλευση.
Στις 4 Νοεμβρίου 1950, τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953. Ο στόχος της ήταν διττός: να διασφαλίσει ότι τα ναζιστικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας δεν θα επαναλαμβάνονταν και να κατοχυρώσει τη δυτική ιδέα της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στην πράξη, οι Δυτικοευρωπαίοι ηγέτες βρήκαν στις σοβιετικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την ευκαιρία να τονίσουν ότι αυτά ήταν έννοιες συνδεδεμένες με τη Δύση.
Αντίθετα με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από τον ΟΗΕ (1948), η ΕΣΔΑ ήταν μια δεσμευτική διεθνής συνθήκη που συνοδευόταν από έναν μηχανισμό εφαρμογής. Το 1954 συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το 1959 δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επιφορτισμένο με την αποστολή να διασφαλίσει την τήρηση των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει τα κράτη-μέλη μέσω της ΕΣΔΑ.
*Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου «ανακρίνει» στην Αθήνα 
τον υπουργό Εξωτερικών Π. Πιπινέλη, στο πλαίσιο της διαδικασίας εναντίον της Ελλάδας 
στο Συμβούλιο της Ευρώπης.


Οι πρώτες προσφυγές και το ψήφισμα 346


Παρά τα εμφανή μετεμφυλιακά της ελλείμματα, η ανατροπή της ελληνικής δημοκρατίας το 1967, και μάλιστα λίγο πριν από τη διεξαγωγή εκλογών, καθώς και η επιβολή της στυγνής στρατιωτικής δικτατορίας εξόργισαν τη διεθνή κοινή γνώμη, ενώ αποτέλεσαν μια άμεση πρόκληση προς το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή φιλελευθεροποίησης, κοινωνικής και πολιτικής μεταρρύθμισης. Ήταν επίσης η εποχή της ανόδου της μαζικής κουλτούρας και του τουρισμού, καθώς και ενός αναδυόμενου κινήματος διαμαρτυρίας στη Δύση, το οποίο αποκτούσε διεθνικά χαρακτηριστικά, χάρη και στη διευκόλυνση της ελεύθερης μετακίνησης την οποία είχε θεσμοθετήσει το Συμβούλιο της Ευρώπης από το 1962.
Σε αυτό το κλίμα, τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης δέχθηκαν πιέσεις από τους πολίτες τους να απομονώσουν τη χούντα και να υπερασπιστούν την έννοια του κράτους δικαίου. Οι πιέσεις αυτές ήρθαν σε σύγκρουση με τις επιταγές του Ψυχρού Πολέμου που έσπρωχναν τις δυτικές κυβερνήσεις να αποδεχθούν την ελληνική χούντα.
Στις 25 Απριλίου 1967, ο Αυστριακός σοσιαλιστής βουλευτής Καρλ Τσέρνετς έγινε ο πρώτος κοινοβουλευτικός που έφερε το ελληνικό ζήτημα στη Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τόνισε: «Ένα από τα μέλη μας έχει παραβιάσει τις θεμελιώδεις αρχές της κοινότητάς μας […] Ως κοινοβουλευτική συνέλευση, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε θέση». Στις 26 Απριλίου, η Συνέλευση απαίτησε την ταχεία επαναφορά της δημοκρατίας (Directive 256).
Αρχικά, το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν ήθελε να αποξενώσει την Ελλάδα, αν και δεν ήταν διατεθειμένο να ανεχθεί την κατάσταση. Στις 23 Ιουνίου 1967, η Συνέλευση υιοθέτησε το ψήφισμα 346, που άνοιγε τον δρόμο για την παραπομπή της «ελληνικής υπόθεσης» στην Επιτροπή. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1967, οι κυβερνήσεις της Δανίας, Νορβηγίας και Σουηδίας υπέβαλαν προσφυγές εναντίον της Ελλάδας, κατηγορώντας την Αθήνα για παραβίαση πολλών άρθρων της ΕΣΔΑ. Η Ολλανδία ακολούθησε το παράδειγμά τους μία εβδομάδα αργότερα. Η χούντα απάντησε ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να εξετάσει την υπόθεση ή να υποδείξει τα μέσα τα οποία θα μετερχόταν μια «επαναστατική» κυβέρνηση.


Μαρτυρίες για τέλεση βασανιστηρίων


Στις 24 Ιανουαρίου 1968, η Επιτροπή θεώρησε παραδεκτές τις προσφυγές εναντίον της Ελλάδας. Έτσι ξεκίνησε μια μακρά διαδικασία διαβουλεύσεων. Τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν διχασμένα. Οι βορειοευρωπαϊκές χώρες τόνιζαν ότι οι παραβάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είχαν θέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Δυτική Γερμανία, προκρίνοντας γεωπολιτικά κριτήρια, δεν επιθυμούσαν μια τιμωρητική δράση εις βάρος της Ελλάδας. Τα άλλα μέλη υιοθέτησαν στάση αναμονής, ελπίζοντας ότι το καθεστώς θα προσάρμοζε τη συμπεριφορά του.

*Στρασβούργο, 1969. Ο Παναγιώτης Λαμπρίας και η Ελένη Βλάχου στο περιθώριο 
των συζητήσεων στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Κατά τη διάρκεια του 1968, έγινε εμφανές ότι η χούντα ήταν υπεύθυνη για απάνθρωπα βασανιστήρια. Σειρά εκθέσεων του ειδικού εισηγητή του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ, αλλά και της Διεθνούς Αμνηστίας, προσέφεραν σαφείς αποδείξεις ότι το καθεστώς δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι η Ασφάλεια και η Στρατιωτική Αστυνομία είχαν τελέσει βασανιστήρια. Στις 31 Ιανουαρίου 1968, η Συνέλευση αποφάσισε, με 66 ψήφους έναντι μιας και τριών αποχών, ότι εάν δεν αποκαθίστατο η δημοκρατία στην Ελλάδα ως την άνοιξη του 1969, η χώρα θα αποπεμπόταν από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας από τους Σοβιετικούς απείλησε να εκτροχιάσει τη διαδικασία: πολλά μέλη θεωρούσαν ότι, σε αυτή τη συγκυρία, έπρεπε να μην τονιστούν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα μέλος του ΝΑΤΟ. Αλλά ο Βαν ντερ Στουλ φρόντισε να διαψεύσει το χουντικό επιχείρημα ότι η ελληνική δικτατορία αποσκοπούσε να αποτρέψει ένα κομμουνιστικό πραξικόπημα. Η χούντα κήρυξε αυτόν και τους συνεργάτες του ανεπιθύμητα πρόσωπα. Ο ίδιος επέμεινε ότι η αγνόηση της ελληνικής κατάστασης θα αποτελούσε για τη Δύση μια «αποδοχή ενοχής» και θα «αποδυνάμωνε τη νομιμοποίηση του αγώνα εναντίον των Σοβιετικών».
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1968, η Συνέλευση απαίτησε τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών στην Ελλάδα μέσα σε έξι μήνες. Η Υποεπιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέλαβε το δύσκολο έργο της τεκμηρίωσης της κατηγορίας περί βασανιστηρίων (άρθρο 3 ΕΣΔΑ), ενώ εξέτασε και το επιχείρημα της χούντας ότι η Ελλάδα δικαιούτο να επικαλεστεί παρεκκλίσεις (άρθρο 15). Έπρεπε, έτσι, να ορίσει τι συνιστά βασανιστήριο, καθώς και να βρει αποδείξεις. Αποφάσισε ότι απαιτούνταν μαρτυρίες θυμάτων, καθώς και η εξέτασή τους από ιατροδικαστές. Τελικά βρέθηκαν πράγματι 22 μάρτυρες. Ευρωπαίοι πολίτες, όπως η Μαρία Μπέκετ επικούρησαν τη διαδικασία, διασφαλίζοντας τη διαφυγή από την Ελλάδα μαρτύρων όπως ο Περικλής Κοροβέσης και η Κίττυ Αρσένη. Συνεντεύξεις έδωσαν, μεταξύ άλλων, οι Ελένη Βλάχου, Ανδρέας Παπανδρέου, Τάκης Λαμπρίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ευάγγελος Αβέρωφ, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Η Υποεπιτροπή αποφάσισε ότι η χούντα ήταν υπεύθυνη για βασανιστήρια και ότι δεν είχε δικαίωμα να επικαλεστεί παρεκκλίσεις.


Οι δικτάτορες απομονώθηκαν, χάνοντας κάθε διεθνή νομιμότητα


Ο Βαν ντερ Στουλ παρουσίασε την τρίτη του έκθεση στις 28 Ιανουαρίου 1969. Κατόπιν, η Συνέλευση ζήτησε από την Επιτροπή Υπουργών την αποβολή της Ελλάδας. Και άλλοι επιφανείς Έλληνες έσπασαν τη σιωπή τους. Τον Μάρτιο, ο Γιώργος Σεφέρης διακήρυξε την αντίθεσή του προς τη χούντα, σε μια δήλωση που μεταδόθηκε από το BBC στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα. Τον Μάιο, η Επιτροπή Υπουργών, υπό την προεδρία του Δυτικογερμανού υπουργού Εξωτερικών Βίλι Μπραντ, αποφάσισε την αποβολή της Ελλάδας, αλλά όχι αμέσως. Με συνηγορία της Βρετανίας και της Δυτικής Γερμανίας, δόθηκε στην Αθήνα περιθώριο έως τον Δεκέμβριο για να αποδείξει ότι θα συμμορφωνόταν. Τον Οκτώβριο, ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής αποκήρυξε τη χούντα με νέες δηλώσεις του.
Σε αυτό το διάστημα, η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία και η Βρετανία προσπάθησαν να επιφέρουν μια «φιλική λύση». Αλλά η χούντα, ίσως και λόγω της αμερικανικής ανοχής προς αυτήν, δεν ανταποκρίθηκε. Οι Βρετανοί συμβούλευσαν τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, Παναγιώτη Πιπινέλη, ότι για να αποφύγει την αποβολή, η Αθήνα έπρεπε να αποχωρήσει μόνη της, κάτι που η τελευταία απέρριψε.
*10/8/1949. Η πρώτη Σύνοδος του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο. Αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα στη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.


Τελικά, στις 9 Δεκεμβρίου, υπό την πίεση της Βουλής των Κοινοτήτων και του Τύπου, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να συνταχθεί με τις χώρες που υποστήριζαν την αποβολή. Το Λονδίνο θεώρησε ότι αυτό τουλάχιστον θα ικανοποιούσε την κοινή γνώμη και θα απέτρεπε τις εκκλήσεις για την αποβολή της Ελλάδας και από το ΝΑΤΟ. Στις 12 Δεκεμβρίου, ενώ η Επιτροπή Υπουργών συνεδρίαζε υπό την προεδρία του Άλντο Μόρο, ο Πιπινέλης διέκοψε τη διαδικασία και ανακοίνωσε την ελληνική αποχώρηση. Μόνο τρία μέλη έως τότε αντιτάσσονταν στην αποβολή: Γαλλία, Κύπρος και Τουρκία. Ο Στ. Παττακός έκανε την περιβόητη δήλωσή του ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν ενοχλούσε την Ελλάδα περισσότερο από ένα κουνούπι, που κάθεται στα κέρατα ενός βοδιού.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν μπορούσε να αποδυναμώσει τη χούντα στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά της αφαίρεσε κάθε διεθνή νομιμότητα και επιβεβαίωσε τη διεθνή της απομόνωση. Οι ενέργειές του στην ελληνική υπόθεση οδήγησαν σε πιο ξεκάθαρους ορισμούς, διεθνώς, για το τι συνιστά βασανιστήριο και πώς τεκμηριώνεται, ενώ ενίσχυσαν τις διαδικασίες της ΕΣΔΑ και συνέβαλαν στην υπογραφή, λίγο αργότερα, της συνθήκης εναντίον των βασανιστηρίων.
Η «ελληνική υπόθεση» άνοιξε νέους δρόμους στις διεθνείς υποθέσεις. Άμβλυνε την παλαιά αρχή της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους, ενώ προκάλεσε μια συζήτηση που υπερέβαινε τις επιμέρους εθνικές πολιτικές και έφερνε στο προσκήνιο την τήρηση της νομιμότητας ως στοιχείου της ταυτότητας της Δύσης και ως ευθύνης της διεθνούς κοινότητας.


* Η κ. Έφη Πενταλιού είναι Fellow, LSE IDEAS στο London School of Economics.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου