Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Η άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου

*Καστρί, αρχές δεκαετίας του 1960. Γεώργιος, Ανδρέας και Γιώργος Παπανδρέου. Ο Ανδρέας, εκφράζοντας τις ριζοσπαστικοποιούμενες κεντροαριστερές μάζες, κάλυψε ένα ουσιαστικό κενό στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.




Γράφει ο κ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ*



Η άνοδος και η μετέπειτα εδραίωση του Ανδρέα Παπανδρέου στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι αδιαχώριστη των γεγονότων του Ιουλίου του 1965. Αυτή την περίοδο, που σφραγίζεται από μια μεγάλη κοινωνική κινητοποίηση με άξονα το σύνθημα «ποιος κυβερνά; ο λαός ή ο βασιλιάς;», του αποδίδεται ουσιαστικά το «χάρισμα» του ηγέτη.
Με λόγο λιτό, συναισθηματικά φορτισμένο και κατανοητό από όλους, ο ηγέτης της κεντροαριστερής πτέρυγας της Ενωσης Κέντρου (Ε.Κ.) Α. Παπανδρέου δίνει τη δική του ερμηνεία για τα γεγονότα, εξηγεί την κατ’ αυτόν βασική αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας, προσδιορίζει με σαφήνεια τον «εχθρό του λαού», το «κατεστημένο» και τους «ξένους» και προτείνει τη δική του υπερβατική λύση του ελληνικού προβλήματος.
Για το δυνητικό του ακροατήριο, είναι ένας «αποστάτης» της κοινωνικο-πολιτικής τάξης του, κάποιος που έχει αυτομολήσει, που ξέρει τα πράγματα «εκ των έσω», που αποκαλύπτει επομένως την «αλήθεια»: το πλέγμα της κατεστημένης εξουσίας, τις ίντριγκες, τις συνωμοσίες των ξένων και ντόπιων ελίτ, προκειμένου να κρατούν «έναν  ολόκληρο  λαό»  σε  καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας.
Η κινηματική πολιτική ανάδυση του Α. Παπανδρέου και η ηγετική του στέψη, η οποία γίνεται μέσα σε μία μεταβατική κοινωνικο-πολιτική περίοδο για τη χώρα, που καλείται να περάσει από ένα στάδιο οικονομικής υπανάπτυξης στον δρόμο της ανάπτυξης, με όλες τις συνάδουσες ψυχο-κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις (προσδοκίες ανιούσας κινητικότητας, εκδημοκρατισμός, κ.λπ.), καθίσταται, έτσι, αδιαχώριστη του μύθου που αυτός με επιμέλεια κατασκευάζει για τον εαυτό του, αλλά και του πολιτικού μύθου που εξηγεί όχι μόνον τις αιτίες της δυσφορίας και του κοινωνικο-πολιτικού αποκλεισμού ευρύτατων στρωμάτων από την πολιτική και το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά και της «σωτηριολογικής», της «λυτρωτικής» του πρότασης. Αν και ο δημόσιος λόγος του Α. Παπανδρέου επαναλαμβάνει πολλούς κοινούς τόπους της ελληνικής «αντιστασιακής» αριστερής κουλτούρας, επειδή ακριβώς αυτός δεν προέρχεται από τον χώρο μιας στιγματισμένης κομμουνιστογενούς Αριστεράς, μπορεί να τους εξωραΐζει και, καθιστώντας τους επίκαιρους και λειτουργικούς, να τους εντάσσει σε μια αξιόπιστη προοπτική κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας.
*Η εποχή της μεταπολίτευσης

Το «κατεστημένο» και οι «συνωμοσίες»

Για τον Ανδρέα Παπανδρέου, το πρόβλημα των προβλημάτων είναι το «κατεστημένο». Είναι αυτός που ουσιαστικά εισάγει και πολιτικοποιεί τον εν λόγω όρο, καθιστώντας τον κεντρικό στην εκ μέρους του ρητορική εξήγηση των γεγονότων του Ιουλίου του 1965, τα οποία οδήγησαν στην παραίτηση-πτώση της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου. Η υπόδειξη αυτού του εχθρού, ένα πλέγμα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας («η ηγέτις τάξις των Αθηνών», η οικονομική «ολιγαρχία», σε απόλυτο εναρμονισμό με τις κυβερνώσες ελίτ, τις κορυφές του κράτους, με πρώτη τον Θρόνο) συγκροτούν ένα δίκτυο «παράλληλης εξουσίας», όπως χαρακτηριστικά και με έμφαση επισημαίνει ο Α. Παπανδρέου, μία «απόκρυφη» και «σκοτεινή», σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, δύναμη, που από το «παρασκήνιο» και με τη δέουσα «μυστικότητα» υπαγορεύει την κατεύθυνση των εξελίξεων, σε βάρος του «λαού», ο οποίος καθίσταται έτσι το θύμα μιας άνωθεν επιβουλής κατά των συμφερόντων του. Επιβουλή, η οποία ουσιαστικά στρέφεται κατά του ίδιου του έθνους (εννοούμενου ακόμα και με όρους «φυλής», ή και ως κοινότητα χαρακτήρα, αφού ο πολιτισμικός του προσδιορισμός, μέσω της επίκλησης της «παράδοσης», δεν απουσιάζει).
*Όταν κυριαρχούσε εκλογικά

«Μηχανορραφίες»

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε μία από τις ομιλίες του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία εξηγεί το νόημα της «αποστασίας» (του «πραξικοπήματος»), και η οποία εκφωνείται στο πλαίσιο εκδήλωσης του προοδευτικού «Ομίλου Παπαναστασίου», οι όροι κατεστημένο, λαός και έθνος, καθώς και τα παράγωγα των δύο τελευταίων επανέρχονται διαρκώς στον λόγο του (29 φορές ο πρώτος, 24 και 17 αντίστοιχα οι άλλοι δύο).
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αυτός που σε σειρά ομιλιών του, στο πλαίσιο του λεγόμενου δεύτερου ανένδοτου αγώνα (της «πορείας προς τον λαό»), ξεσκεπάζει τις μηχανορραφίες, τα «δίκτυά» τους, υποδεικνύει τον εχθρό που απεργάζεται το κακό, την «υποδούλωση της άλλοτε ισχυρής φυλής μας» και υπονομεύει τη «λαϊκή κυριαρχία». Οι καταγγελλόμενες πολιτικές ελίτ στιγματίζονται και δαιμονοποιούνται, διατυπώσεις όπως η ηγεσία της «ΕΡΕ [είναι ο] κοινοβουλευτικός μανδύας του φασισμού», ή το «ξενόδουλο κόμμα της Δεξιάς», ο χαρακτηρισμός όσων αμφισβήτησαν τις επιλογές της ηγεσίας της Ε.Κ. ως «πέμπτης φάλαγγας», «πρακτόρων της Δεξιάς», εναρμονίζονται με τον εκθειασμό των αρετών του «χιλιοπροδομένου» λαού, την πολιτική του ωρίμανση («ο απλός Ελλην πολίτης, με την καταπληκτική πολιτική ωριμότητα που τον διακρίνει, έχει συλλάβει το βαθύτερο νόημα της κρίσεως»), τον ριζοσπαστικό απεγκλωβισμό του από τα δεσμά του μετεμφυλιακού κράτους, την ανάδειξή του σε αυτόνομο υποκείμενο της ιστορίας (του). Ενας σε διαρκή κινητοποίηση «λαός» καθίσταται η πηγή της μοναδικής αλήθειας στην οποία πρέπει να εμβαπτίζονται εκείνες οι ελίτ που θέλουν να δώσουν μία εναλλακτική προοπτική στη χώρα: «έχει ξαναγεννηθεί η ατμόσφαιρα των πόλεων της αρχαίας Ελλάδος. Είναι ένα νέο είδος επαφής μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και του λαού. Διότι δεν είναι πολιτικές συγκεντρώσεις αυτές πλέον. Είναι μία μυσταγωγία αλληλοδιαφωτίσεως, από την οποία βγαίνει η γραμμή του κόμματος (...)».
*Ένα από τα προεκλογικά συνθήματά του

Οικειοποίηση του «προοδευτικού εθνικισμού»

Αν μία τέτοιου τύπου ρητορική καταγγελίας του «κακού» συστηματοποιεί και πολιτικοποιεί στο έπακρον για πρώτη φορά και με τέτοια ένταση και επισημότητα στον δημόσιο χώρο τον συνωμοσιολογικό λαϊκισμό, ταυτίζοντας ουσιαστικά την «εξουσία» με τη «συνωμοσία» (όπου η ίδια η ουσία της εξουσίας είναι η αέναη συνωμοσία), η πολιτική πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου για την έξοδο από την πολιτική και πολιτειακή κρίση της περιόδου, είναι σύμφυτη με την εκ μέρους του οικειοποίηση του εθνικισμού, του «προοδευτικού εθνικισμού».
Αν ο στόχος είναι η «εθνική αναγέννηση», μία Ελλάδα που να «κυβερνάται από Ελληνες», μία «Ελλάδα που να ανήκει στους Ελληνες», καταλύοντας το βασίλειο των «σκοτεινών δυνάμεων», η ριζοσπαστική επίκληση της εθνικής ιδέας μέσα σε ένα αγωνιστικό-κινητοποιητικό πλαίσιο, αποκτά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Το «έθνος» καθίσταται το δογματικό πλαίσιο μιας πνευματικής ανατροφοδότησης του πολιτικού αγώνα, μία συγκεκριμένη αντίληψη για το «εθνικό συμφέρον» οφείλει να προηγείται κάθε άλλης και να διατάσσει εκ νέου την ημερήσια διάταξη, τα κριτήρια μιας νέας πολιτικής νομιμοποίησης. Εγκωμιάζοντας την «ελληνικότητα» και τη «ρωμιοσύνη», ο Α. Παπανδρέου θα προτείνει το νέο όραμα της «εθνικής ανεξαρτησίας» (ενάντια σε «κηδεμόνες» και «προστάτες»), το οποίο καλείται να αποτελέσει το σύνορο μιας νέας πολιτικής διαίρεσης, τη νέα «Μεγάλη Ιδέα», ανατρέποντας τη μετεμφυλιακή διαίρεση μεταξύ εθνικοφρόνων και κομμουνιστών. Ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου, αυτή τη νέα «διαχωριστική γραμμή» που πρέπει να κυριαρχήσει στον πολιτικό ανταγωνισμό, θα την αποδώσει με τα ακόλουθα λόγια: «Ένα κόμμα θα είναι εθνικό αν την υποστηρίζη [τη νέα “Μεγάλη Ιδέα”], αντεθνικό αν την πολεμά. Έτσι θα επαναπατρίσουμε την ορολογία μας, θα παύση η κοροϊδία του σφετερισμού του όρου “εθνικόφρων” από τους εθνοκαπήλους». Μη διστάζοντας να προσφύγει ακόμα και στον πατριάρχη του ελληνικού εθνικισμού, τον Ιωνα Δραγούμη, θα εξάρει τη «δύναμη» που πρέπει να επιδείξουν οι Ελληνες, τουλάχιστον αυτοί «που δεν φέρουν την ελληνικότητά τους σαν βάρος ή ατυχία».
Αν και ο διακηρυγμένος, από τον ίδιο τον Α. Παπανδρέου, στόχος είναι ο «εκσυγχρονισμός» της χώρας, αυτόν τον βλέπει ως προϊόν μιας «δημοκρατικής απόφασης», ενός πολιτικού βολονταρισμού, μέσα από την κατάλυση της «εξάρτησης», τον απροϋπόθετο εκθειασμό των αρετών του «λαού και του έθνους». Την ίδια στιγμή που εμφανίζεται να επιθυμεί να γίνει η Ελλάδα μια δυτική χώρα όπως οι άλλες και, στο πλαίσιο αυτό, αποδέχεται, για παράδειγμα, τη συμμετοχή της στην τότε Κοινή Αγορά ως θετική πρόκληση (αλλά και τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό των κομμάτων, την κατάλυση των πελατειακών σχέσεων, τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού θεσμού), υποθηκεύει αυτήν την προοπτική στον συνωμοσιολογικό εθνικο-λαϊκό μύθο που αυτός κατασκευάζει.

* Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

2 σχόλια:

  1. Kostas Patialiakas
    Κατηγορούσε το σάπιο σύστημα της επάρατης δεξιάς. Μήπως δεν είναι ο πρώτος που δικαιολόγησε τη μίζα, αρκεί να μην ήταν υπέρογκη. Ξεχνάει ο Ελληνικός λαός το σκάνδαλο Κοσκωτά, που τον έσωσε ο Καραμανλής, ενώ ήταν βέβαιη η εμπλοκή του όχι για χρηματισμό, αλλά για άλλα αδικήματα, για τα οποία πλήρωσαν οι Πέτσος, Τσοβόλας και με το θάνατό του ο Κουτσόγιωργας. Τελικά δεν μάθαμε για τη βίλα << το ..λόσπιτο του Γιαννόπουλου>>. Αρκούν αυτά. Από τότε η χώρα μπήκε στη δίνη των οικονομικών προβλημάτων, που χρειάζεται πολύς χρόνος και χώρος για μια επιδερμική ανάλυση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νίνα Γκούδλη
    Το "Τσοβόλα δώστα όλα" δείχνει ποιος δίδαξε και εφάρμοσε τον απόλυτο λαϊκισμό και την αιτία της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας!....

    ΑπάντησηΔιαγραφή