Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ. ΔΙΚΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

*Η έναρξη της μεγάλης δίκης, από την εφημερίδα "Εμπρός"
 


  Γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας



                Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου ανακωχής στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, στο Βοτονάσι του Μετσόβου, μεταξύ του Διοικητού του Γ΄ Σώματος Στρατού Αντιστρατήγου Γεωργίου Τσολάκογλου, κατ΄εξουσιοδότηση των Διοικητών του Α΄ Σώματος Στρατού Αντιστρατήγου Παναγιώτου Δεμέστιχα και Β΄ Σώματος Στρατού Υποστρατήγου Γεωργίου Μπάκου, και του Διοικητού της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες Υποστρατήγου Γιόζεφ Ντήτριχ, ακολούθησε η υπογραφή και δευτέρου την επομένη και τρίτου πρωτοκόλου στις 23 Απριλίου 1941 στη Θεσσαλονίκη.
Την ίδια ημέρα υπό το κράτος των συνθηκών πολέμου ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Βασιλική οικογένεια και ο Βρετανός πρεσβευτής αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν στην Κρήτη.
                Στις 27 Απριλίου 1941 τα Γερμανικά μηχανοκίνητα στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα και τις εσπερινές ώρες της 29ης Απριλίου σχηματίσθηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση, που ορκίσθηκε την επομένη στο Γραφείο του Πρωθυπουργού με Πρόεδρο της κυβέρνησης τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Κατά την περίοδο της τριπλής κατοχής, τρεις (3) υπήρξαν οι κυβερνήσεις των Αθηνών, η κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου από 30 Απριλίου 1941 μέχρι 2 Δεκεμβρίου 1942, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Λογοθετοπούλου από 3 Δεκεμβρίου 1942 μέχρι 7 Απριλίου 1943 και η κυβέρνηση του Ιωάννου Ράλλη από 8 Απριλίου 1943 μέχρι 12 Οκτωβρίου 1944.
*Σκίτσο από τη δίκη των δοσιλόγων ("Ελευθερία")


ΝΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

                 Σχετικά με τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις ετέθη εξαρχής το ερώτημα εάν η κυβέρνηση που σε περιόδους κατάληψης της χώρας αναλαμβάνει την εξουσία με τη δύναμη και την επιβολή του κατακτητή μπορεί ή όχι να χαρακτηρισθεί ως de facto κυβέρνηση. Ο νομικός χαρακτηρισμός των κατοχικών κυβερνήσεων ως de facto ή μη de facto κυβερνήσεων έχει και την ακόλουθη συνέπεια: Εάν η κατοχική κυβέρνηση θεωρηθεί ως de facto, σημαίνει ότι έχει πλήρη κυβερνητική εξουσία και επομένως την ικανότητα να νομοθετεί. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια ότι μειώνεται η ευθύνη των κατακτητών, αφού η κατοχική κυβέρνηση διατηρεί ιδία νομική βούληση.
      Το ουσιώδες τούτο ζήτημα ήλθε προς λύση στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τη διάρκεια της κατοχής, όταν συζητήθηκε αίτηση ακύρωσης υπουργικής απόφασης περί διορισμού μελών διοικητικού συμβουλίου στο κοινωφελές ίδρυμα “Μαιευτήριον Μαρίκα Ηλιάδη”. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εν Ολομελεία, 11 σύμβουλοι και 2 πάρεδροι, με την ιδιαίτερης νομικής , αλλά και πολιτικής, επί κατοχικής περιόδου, σπουδαιότητας υπ΄ αριθ. 97/1942 απόφασή του και με πλεοιψηφία μίας ψήφου, 6 έναντι 5, έκρινε ότι η κυβέρνηση Γ. Τσολάκογλου είναι de facto κυβέρνηση.
*Η έναρξη της δίκης από την εφημερίδα "Ελευθερία"


ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

                Ο Χίτλερ σε άλλες από τις Ευρωπαϊκές χώρες, που τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν, εγκατέστησε δικής του επιλογής κυβέρνηση, τους λεγόμενους κουίσλινγκ, ενώ σε άλλες άφησε τη διακυβέρνηση σε κυβερνήσεις απλώς της δικής του συγκατάθεσης. Τόσο για την κυβέρνηση του Τσολάκογλου, ιδίως γι΄αυτήν, όσον και για τις λοιπές κατοχικές κυβερνήσεις έχει υποστηριχθεί, και είναι βάσιμος ο ισχυρισμός, ότι όσοι συμμετείχαν σε αυτές δεν ανήκαν στην κατηγορία των κουίσλινγκ, δηλαδή δεν υπήρξαν άτομα που προπαρασκεύασαν στο εσωτερικό της χώρας, ούτε προπαγάνδισαν τη Γερμανική κατάληψη. Αντίθετα οι στρατιωτικοί που μετείχαν στην κυβέρνηση του Τσολάκογλου υπήρξαν ηγήτορες και ήρωες του πολέμου και για το μόνο που δεν μπορούν να κατηγορηθούν είναι για έλλειψη πατριωτισμού και ανδρείας κατά την κρίσιμη πολεμική περίοδο. Εξάλλου οι Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος στη δίκη των κατοχικών Πρωθυπουργών είχαν καταθέσει ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες οι Πρωθυπουργοί των κατοχικών κυβερνήσεων δεν υπήρξαν κουίσλινγκ, γιατί δεν υπήρξε καμιά συνεννόηση των με τους Γερμανούς για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας.
                 Σε άλλα αίτια, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, μπορεί να αποδοθεί η απόφαση συμμετοχής στις κατοχικές κυβερνήσεις: Στην αντίληψη ότι πρέπει, οπωσδήποτε για εθνικούς λόγους, να σχηματισθεί κυβέρνηση. Στην εκτίμηση ότι η έκβαση του πολέμου θα αποβεί υπέρ των δυνάμεων του Άξονα και συνεπώς πρέπει η Ελλάδα να προσανατολισθεί προς την πλευρά των πιθανών νικητών. Σε σκοπιμότητες σχετικές με την επιβίωση του λαού και την εθνική ακεραιότητα. Σε Γερμανόφιλες σε ορισμένες περιπτώσεις πεποιθήσεις ή και σε ατομικές φιλοδοξίες για την απόκτηση πολιτικής δύναμης.
     Η βασική αιτιολογία, που είχε προβληθεί και αποτέλεσε την κύρια υπερασπιστική γραμμή στη δίκη των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων, ήταν ότι, εάν δεν σχηματιζόταν Ελληνική κυβέρνηση, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να μετατραπεί η χώρα σε Ιταλικό προτεκτοράτο ή να προσαρτηθεί βίαια η Μακεδονία και η Ελληνική Θράκη στη Βουλγαρία. Την άποψη αυτή υποστήριξε κατά την κατάθεσή του στη δίκη ο Κ. Ρέντης, τέως υπουργός, αλλά υποστήριξε και ο δικηγόρος και βουλευτής Αλ. Βαμβέτσος. Ένα άλλο υπερασπιστικό επιχείρημα των κατοχικών Πρωθυπουργών και Υπουργών αποτέλεσε το ότι είναι αδιανόητο να υπάρξει κράτος, έστω και υπό κατάληψη, χωρίς να υπάρχει κυβέρνηση, χάριν τουλάχιστον των καθημερινών βιοτικών αναγκών του λαού. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της, μερικής έστω, παραδοχής πρέπει να επισημανθεί το παρακάτω γεγονός: Στις 6 Μαΐου 1941 η Κυβέρνηση του Τσολάκογλου κάλεσε σε σύσκεψη εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου. Παρευρέθηκαν οι Κ. Τσαλδάρης, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μερκούρης, Γ. Πεσματζόγλου, Δ. Μάξιμος, Γ. Κάρταλης, Αλ. Σβώλος, Περ. Ράλλης κ.α. Επίσης οι απόστρατοι Στρατηγοί Θ. Πάγκαλος, Σ. Γονατάς και Α. Οθωναίος. Στην ανακοίνωση που δόθηκε στις εφημερίδες αναφέρθηκε εκτός των άλλων, ότι “πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων, άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς”.
*Η έναρξη της δίκης στο επίσημο όργανο του ΚΚΕ "Ριζοσπάστης"


ΕΦΑΡΜΟΣΘΕΙΣΑ ΙΔΙΟΤΥΠΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΗ
  
Για την αντιμετώπιση και τιμωρία των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων, αλλά και του κατοχικού δοσιλογισμού γενικότερα, η μετακατοχική Ελληνική Πολιτεία εθέσπισε και εφάρμοσε μια σειρά νομοθετημάτων. Όλα τα σχετικά νομοθετήματα εκδόθηκαν όχι υπό συνθήκες ομαλού κοινοβουλευτισμού, αλλά από μόνη την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή από τις πρώτες μετακατοχικές κυβερνήσεις. Είχαν ως πολιτικό και νομικό υπόβαθρο την αντιμετώπιση κρισίμων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών και την επιβίωση του Ελληνικού Λαού. Ως εκ τούτου τα νομοθετήματα είχαν τη μορφή είτε συντακτικών πράξεων, είτε αναγκαστικών νόμων. Στη δίκη των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων εφαρμόσθηκαν οι υπ΄αριθ. 1/1944 και 6/1945 Συντακτικές Πράξεις και ορισμένες διατάξεις του Ποινικού Νόμου και της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας.
                 Το γεγονός αυτό προκάλεσε ορισμένα καίριας σημασίας ζητήματα ουσιαστικής φύσης και δικονομικής ουσίας και διαδικασίας, όπως αναρμοδιότητα του Α΄ Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών, η έλλειψη προδικασίας, η απαγόρευση του δικαιώματος της άσκησης ανακοπής (ερημοδικίας) και των ενδίκων μέσων (έφεσης, αναίρεσης, αναψηλάφισης). Όλες οι ασκηθείσες ενστάσεις απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Αναμφισβήτητα κατά τη διάρκεια της δίκης των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων παρατηρήθηκαν πολλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, τα οποία χορηγεί η ποινική διαδικασία σε όλες τις λεγόμενες πολιτισμένες χώρες. Άλλο το ζήτημα της παραπομπής σε δίκη των κατηγορουμένων μελών των κατοχικών κυβερνήσεων και άλλο το ζήτημα της παραβίασης κανόνων ουσίας και διαδικασίας, που προσβάλλει την αρχή του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική χώρα και εμποδίζει τη δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης.
*Το προεδρείο της δίκης των δοσιλόγων ("Ελευθερία") 


ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

      α. Γενικά.
                 Στις 21 Φεβρουαρίου 1945 μέσα στο κλίμα της υπογραφείσας προ ολίγων ημερών Συμφωνίας της Βάρκιζας και ώρα 09.00 άρχισε η σπουδαιότερη δίκη κατά των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων, ενώπιον του Α΄ Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών στο κτίριο της οδού Σανταρόζα, η οποία έληξε στις 31 Μαΐου 1945. Το Δικαστήριο εδίκασε την υπόθεση αυτή ως ποινικό δικαστήριο, είχε μικτή σύνθεση και ήταν εννεαμελές. Απαρτίσθηκε από έξι τακτικούς δικαστές, διορισθέντες και όχι κληρωθέντες, και από τρία λαϊκά μέλη, που είχαν επιλεγεί με κλήρο από τον κατάλογο των ενόρκων του Κακουργοδικείου Αθηνών. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Αρεοπαγίτης Χρήστος Καλλέλης με εισαγγελέα (Ειδικό Επίτροπο) τον αντιεισαγγελέα εφετών Νικόλαο Παπαδάκη.
                 Οι κατηγορούμενοι Πρωθυπουργοί και Υπουργοί των τριών κατοχικών κυβερνήσεων στη δίκη ήταν 30. Απουσίαζαν οι κατηγορούμενοι Κων. Λογοθετόπουλος, Αντιπρόεδρος στην πρώτη και Πρωθυπουργός στη δεύτερη κατοχική κυβέρνηση, Έκτωρ Τσιρονίκος και Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Υπουργοί Οικονομικών, Αναστάσιος Ταβουλάρης, Υπουργός Εσωτερικών και Ιωάννης Πασσαδάκης, Γενικός Διοικητής Κρήτης, οι οποίοι δικάσθηκαν ερήμην. Τυπικά και μόνο κατηγορούμενοι ήταν οι Νικ. Καλύβας, Υπουργός Εργασίας, που δολοφονήθηκε κατά την κατοχή, Γεώργιος Μπάκος, Υπουργός Στρατιωτικών, και Γ. Πειρουνάκης, Υπουργός Επισιτισμού, οι οποίοι δολοφονήθηκαν άγρια από άνδρες του ΕΛΑΣ στις 18 Δεκεμβρίου 1944, κατά την επίθεση στις φυλακές Αβέρωφ, όπου κρατούνταν ως υπόδικοι.
     β. Διαδικασία της δίκης.
                Ως μάρτυρες κατηγορίας εξετάσθησαν οι Γεωρ. Παπανδρέου, Παν. Κανελλόπουλος, Αλεξ. Μυλωνάς, τέως υπουργός, Αχιλλεύς Κύρου, Διευθυντής εφημερίδας «Εστία», Πάνος Κόκκας δημοσιογράφος, Μιχαήλ Κύρκος τέως υπουργός και άλλοι, που αναφέρθησαν από πολιτικής πλευράς στις πράξεις των κατηγορουμένων. Επίσης εξετάσθηκαν ως μάρτυρες Διευθυντές και υπάλληλοι των Υπουργείων, που αναφέρθησαν σε παράνομες πράξεις των υπουργών στα υπουργεία τους.
                     Ως μάρτυρες υπερασπίσεως εξετάσθηκαν οι Θεμ. Σοφούλης, Γεωρ. Καφαντάρης, Δημήτριος Μάξιμος, Γεώργιος Στράτος, Κων. Ρέντης, τέως υπουργός, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, οι Στρατηγοί Θεοδ. Πάγκαλος και Στυλ. Γονατάς και ο Ταξίαρχος εν ενεργεία Θρασ. Τσακαλώτος καθώς και πολλοί άλλοι.
                     Ακολούθησε η αγόρευση του Ειδικού Επιτρόπου, που στοιχειοθέτησε την ενοχή των κατηγορουμένων και περάτωσε αυτήν επισημαίνοντας ότι η γνώμη του Ελληνικού Λαού συμφωνεί με τη τιμωρία των ενόχων. Εξέφρασε δε την ευχή, επειδή η θέληση του λαού δεν εκπροσωπείται σήμερα από την κυβέρνηση να ανασταλεί η εκτέλεση των τυχόν θανατικών ποινών μέχρι τις εκλογές.
      Μετά τις απολογίες των κατηγορουμένων ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Οι βασικές παρατηρήσεις ως προς τις αγορεύσεις αυτές στο σύνολό τους ήταν:
                 (1). Η ανάληψη κυβερνητικής θέσης κατά την κατοχική περίοδο δεν έπρεπε να αποτελεί αδίκημα και δη με επίπτωση βαρυτάτων ποινών, αλλά ότι αντίθετα αποτελεί πατριωτική πράξη σωτηρίας της πατρίδας.
                (2). Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος, που καθένας από αυτούς εκπροσωπούσε και υπερασπιζόταν δεν υπέπεσε, βάσει των στοιχείων της διαδικασίας και των προσκομισθέντων στο Δικαστήριο αποδεικτικών στοιχείων, στα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται.
                (3). Υπήρξαν κατά τη διαδικασία της δίκης σοβαρές παραβιάσεις των σχετικών ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων.
                 (4). Σε κάθε περίπτωση οι εκδοθείσες παρένθετες αποφάσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι δύο ασκηθείσες ενστάσεις περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου και περί παράβασης του κανόνα κανένα αδίκημα και καμιά ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen, nulla poena, sine lege), έχουν παραβιάσει όχι μόνο τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά ακόμα και τις παναθρώπινες αρχές που διαχρονικά, από την Ελληνική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα, ισχύουν και είναι παγκόσμια αποδεκτές και σεβαστές.
*Ο εισαγγελέας της δίκης ("Ελευθερία")


ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΟΧΟΥΣ

  Μετά την κήρυξη από το Δικαστήριο των κατηγορουμένων ενόχων ή αθώων ήλθε, κατά τη διαδικασία, το τελικό στάδιο της δίκης με την επιβολή των ποινών στους κριθέντες ως ενόχους κατηγορουμένους. Μετά από πρόταση του Ειδικού Επιτρόπου για τις επιβληθησόμενες ποινές και τη σύσκεψη του Δικαστηρίου, καταδίκασε αυτό τους κηρυχθέντες ενόχους κατηγορουμένους ως εξής:
                α. Τον Γεώργιο Τσολάκογλου για την πράξη της συνθηκολόγησης σε θάνατο και καθαίρεση, για την πράξη της ανάληψης της Προεδρίας της Κυβέρνησης με διευκόλυνση του έργου των κατακτητών σε ισόβια δεσμά και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων και για την πράξη της προπαγάνδας σε ισόβια δεσμά και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων. Συγχώνευσε όλες τις παραπάνω ποινές στην ποινή του θανάτου, της στρατιωτικής καθαίρεσης και της στέρησης των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων.
                  β. Τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο για την πράξη της ανάληψης της Προεδρίας της Κυβέρνησης σε ισόβια δεσμά και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων, για την πράξη της διευκόλυνσης του έργου των κατακτητών ως Αντιπρόεδρου της Κυβέρνησης σε πρόσκαιρα δεσμά 10 ετών και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων και για την πράξη της προπαγάνδας σε πρόσκαιρα δεσμά 10 ετών και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων. Συγχώνευσε δε τις ποινές στην ποινή των ισοβίων δεσμών με στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων.
                 γ. Τον Ιωάννη Ράλλη για την πράξη της ανάληψης της Προεδρίας της Κυβέρνησης  με διευκόλυνση του έργου των κατακτητών σε ισόβια δεσμά και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων και για την πράξη της προπαγάνδας σε πρόσκαιρα δεσμά 20 ετών και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων, χωρίς προφανώς από λάθος να γίνει συγχώνευση των ποινών.
                  δ. Τους Υπουργούς Σωτήριο Γκοτζαμάνη και Έκτορα Τσιρονίκο για τις πράξεις της διευκόλυνσης του έργου των κατακτητών και της προπαγάνδας κατά συγχώνευση στην ποινή του θανάτου και τη στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων.
  ε. Τους υπόλοιπους κατηγορουμένους σε διάφορες ποινές από ειρκτή 5 ετών, προσκαίρων δεσμών διαφόρου διάρκειας και ισοβίων δεσμών και στέρηση των προβλεπόμενων από τον Ποινικό Νόμο δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων.
                ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι καθοριζόμενες ποινές κατά τον Ποινικό Νόμο, που ίσχυε στη δίκη των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων, για εγκλήματα, οι εγκληματικές ποινές, ήταν ο θάνατος, τα δεσμά δια βίου, τα πρόσκαιρα δεσμά και η ειρκτή.
*Ο κατηγορούμενος Ιωάννης Ράλλης ("Ελευθερία")


ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΩΝ ΠΟΙΝΩΝ

 Οι ποινές του θανάτου με νεώτερα επιεική νομοθετήματα μετατράπηκαν σε ισόβια δεσμά και οι διάφορες ποινές των δεσμών δια βίου, των πρόσκαιρων δεσμών και της ειρκτής ελαττώθηκαν κατά πολύ. Ο Γεώργιος Τσολάκογλου βαριά ασθενής από λευχαιμία απέθανε στις 22 Μαΐου 1948 στη φυλακή και ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, που είχε καταδικασθεί ερήμην, μετά τη βίαιη επιστροφή του από τη Γερμανία, όπου είχε διαφύγει, κλείσθηκε στη φυλακή για μια 5ετία. Του χορηγήθηκε χάρις και αποφυλακίσθηκε τον Ιανουάριο του 1951. Απεβίωσε το 1961. Τέλος ο Ιωάννης Ράλλης βαριά ασθενής απέθανε στην οικία του τον Οκτώβριο του 1946.


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ


                 Η εγκατάλειψη της Αθήνας από την Ελληνική Κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού και η μετάβαση στην Κρήτη για συνέχιση του αγώνα, άφησε αναγκαστικά τη χώρα ακυβέρνητη. Και ασφαλώς η χώρα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει κυβέρνηση. Μετά ταύτα δύο λύσεις απέμειναν. Ή ο διορισμός από τις δυνάμεις κατοχής ενός Γκαουλάιτερ ή η αποδοχή σχηματισμού κυβέρνησης από ορισμένα άτομα της Ελληνικής πολιτικής ή στρατιωτικής ηγεσίας. Ενόψει αυτού του μεγίστης σημασίας και εντελώς επείγοντος προβλήματος, είναι αναμφισβήτητο ότι η πλέον εθνικά συμφέρουσα ήταν η δεύτερη. Αυτή πράγματι εφαρμόσθηκε με την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης από τα πρόσωπα, που σχημάτισαν τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις. Πολλοί ιστορικοί, συγγραφείς και νομικοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων από τα πρόσωπα, που σχημάτισαν τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις, σε συνδυασμό και με τους εθνικούς κινδύνους, που εγκυμονούσαν, αποτελεί καθαρά πολιτική πράξη, η οποία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των πράξεων, που μπορούν να θεωρηθούν ποινικά αδικήματα συνεργασίας με τον εχθρό.
                Η υπ΄ αριθ. 49/1945 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων κατά πολλούς επηρεάσθηκε από το κλίμα, που επικρατούσε στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, μετά τα αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944. Σε μια περίοδο που υπήρχαν αντιμαχόμενες πολιτικές απόψεις- θέσεις με τον κοινωνικό ιστό απόλυτα διχασμένο, μετά από τα διαπραχθέντα εγκλήματα του ΚΚΕ στην Αττική, ιδίως από την ΟΠΛΑ κατά αμάχων. Το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης δίχασε τη λαϊκή γνώμη, όπως διατυπώθηκε στις ημερήσιες εφημερίδες ΝΕΑ και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ εκείνων των ημερών.
*Η κηδεία του Τσολάκογλου ("Εμπρός")


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

                 Αυτά υπήρξαν εν συντομία τα γεγονότα της δίκης των μελών των κατοχικών κυβερνήσεων, που αποτέλεσε την πρώτη δίκη στη μετακατοχική Ελλάδα. Σε ένα ασταθές πολιτικό περιβάλλον με έντονα τα πάθη τόσο στις παραμονές του Εμφυλίου Πολέμου, όσο  και κατά τη διάρκεια αυτού. Επόμενο ήταν να μην παραπεμφθούν σε δίκη όλοι οι ένοχοι ή ακόμα και να τιμωρηθούν επιεικώς ή ακόμα και να αθωωθούν.


  Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας



  ΠΗΓΕΣ
  1. «Φωτιά και τσεκούρι» του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα.
  2. «Ο ΕΛΑΣ και το έργο του» του Βασιλείου Βενετσανόπουλου.
  3. «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου» του Παν. Κανελλόπουλου.
  4. «Η Γερμανική εισβολή και η συνθηκολόγηση» του Δημοσθένη Κούκουνα.
  5. «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία» του Σπύρου Μαρκεζίνη.
  6. «Ναζιστικές θηριωδίες στην Ελλάδα» της Φωτεινής Τομαή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου