Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Μνήμες για τον Εμφύλιο με ανθρώπινες ιστορίες από τον γενέθλιο τόπο (3)

*Κατάλοιπα ανταγωνισμού Σοβιέτ- ΗΠΑ στο χώρο ορειβατικού καταφυγίου, σημερινού «Σαλέ Λελούδα», στη «Λελούδα» του χωριού, θέση σκληρών μαχών του Εμφύλιου. Ανταγωνισμού με  154.000 Έλληνες θύματα (νεκρούς, τραυματίες, αγνοούμενους του Ε.Σ και Δ.Σ). Άγνωστες οι «παράπλευρες απώλειες», τεράστιες καταστροφές στις υποδομές της χώρας. Μείωση πληθυσμού Ευρυτανίας 26%. Σ΄ έναν πόλεμο που συνεχίζεται με άλλους τρόπους και άγνωστα θύματα.



*Βιωματική καταγραφή από ένα χωριό
 της Δυτικής Ορεινής Φθιώτιδας
στα ριζά του Βελουχιού




Γράφει ο Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου




Πολλά άκουσε σε συζητήσεις του με παλιούς αντάρτες. Πολλοί απέφευγαν τη συζήτηση. Ρωτούσε αχόρταγα αυτούς που γνώριζαν ή νόμιζαν ότι γνώριζαν, τον εμπιστεύονταν και ήθελαν να μιλήσουν. Γνώριζαν ή έδειχναν να γνωρίζουν, όμως μέχρι σ’ ένα σημείο. Μέχρις εκεί που ήθελαν να πουν.                 Ιστορούσαν με λόγια απλά, χωρίς να γνωρίζουν πηγές, έγκυρες ονομασίες για λαϊκούς θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, τα δυο σημαντικά πολιτικά γεγονότα στην περιοχή,  την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης στη Βίνιανη στις 10.03.1944 και την  σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες στις 14.05.1944, τόπους σχετικά κοντινούς που τους γνώριζαν, όπου κάποτε είχαν πάει με τα πόδια για δουλειά, όχι για συμμετοχή. Οι πολλοί αγνοούσαν.

*Φωτογραφία του Εθνικού Συμβουλίου της Ε.Α. στις 14.05.1944 από φωτογραφία στο Μουσείο του ιστορικού Σχολείου στους Κορυσχάδες,
Όλοι όμως είχαν λόγους που τους έστρεψαν στο αντάρτικο. Περίπου τους ίδιους ή κάποιους από τους συνολικά παρακάτω:
Ήταν για όλους βασικά η υπερβολική φτώχεια(1) και εγκατάλειψη από την Πολιτεία των χωριών της Ρούμελης. Πολιτεία που πάντοτε τους θυμόταν στους αγώνες της, μόνο και μόνο για ν’ αφήνουν σαν πιόνια στρατιωτάκια τα κόκαλά τους σε  βουνά και κάμπους της Πατρίδας ή μακριά απ’ αυτήν, ενώ πολλοί στις μεγάλες πόλεις φρόντιζαν να κρατούν μακρυά από τα μέτωπα τα δικά τους παιδιά, στην ουσία τρεφόμενοι από το δικό τους αίμα και κλέβοντας τη δική τους δόξα όσων μαχών τους  κέρδιζαν..
Αυτή η φτώχια(1) που έσπρωχνε  τους ορεσίβιους της Δυτικής Φθιώτιδας κι΄ Ευρυτανίας στη θρησκεία και τα γράμματα, αναδεικνυόμενοι σπουδαίοι λογοτέχνες, δάσκαλοι, παπάδες, ανώτατοι υπάλληλοι, αλλά και στρατιωτικοί, χωροφύλακες. Τους έστελνε μετανάστες από παλιά στα Βαλκάνια στην αρχή, στην Αμερική αργότερα και Αυστραλία, στην εσωτερική μετανάστευση στη κοντινή Λαμία, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και Πειραιά.  Και τέλος στον Ξεσηκωμό.
Ήταν το κυνηγητό από τους ακροδεξιούς και η προσπάθεια εκδίκησης για πράξεις βίας τους, των συνεργατών των στρατευμάτων Κατοχής(2) και δωσίλογων που τελικά έμειναν οι μοναδικοί στην Ευρώπη ατιμώρητοι.
Ήταν το κράτος δικαίου που υπόσχονταν οι καθοδηγητές, όπως κι’ ίδιοι νόμιζαν, με υποδείγματα τις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ήσαν οι ακραίες δοξασίες, δίκαιες ή υπερβολικές, για στυγνούς μοναρχοφασίστες πλουτοκράτες, που πίνουν το αίμα του εργάτη και του αγρότη..
Η πολλές φορές βίαιη στρατολόγηση από τις ανταρτικές ομάδες ακόμη και εφήβων και παιδιών που τ΄ άρπαζαν από την αγκαλιά των γονιών τους ή τα έβρισκαν κρυμμένα σε στάβλους ή στο βουνό.
Η εντύπωση ότι θα είχαν να φάνε στο αντάρτικο, έχοντας υπόψη τους την αντίστοιχη τροφοδοσία των ανταρτών από τους χωρικούς στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, κάτι που δεν επαναλήφθηκε στον Εμφύλιο.
Το αίσθημα και η ανάγκη ν’ ανήκουν και συμμετέχουν σε κάποιο οργανωμένο σύνολο που να υπόσχεται βελτίωση της ζωής τους.
Λόγοι καριερίστικοι από κάποιους, σ΄ ένα άλλο κράτος, διαφορετικό απ΄ αυτό που γνώριζαν στο οποίο καλά κρατούσε η οικογενειοκρατία.
*Το πανέμορφο, άγριο ορεινό τοπίο των Αγράφων

Ήταν τέλος για τους Ευρυτάνες και τους κατοίκους των χωριών της Δυτικής Φθιώτιδας το DNA τους διαμορφωμένο από την αγριότητα του τοπίου των Αγράφων με την απουσία σχεδόν κατακτητή, γι΄ αυτό «άγραφα», μη καταχωρημένα στα κιτάπια των εκάστοτε κατακτητών από τα αρχαία χρόνια που τους έκανε ανυπότακτους.
Η πεδινή Φθία του Ομήρου, με τα λόγια που τα έβαλε στο στόμα του Αχιλλέα πάνω στην οργή του προς τον Αγαμέμνονα στη Τροία, «"Ηματί κεν τριτάτω φθίην ερίβωλον ίκοιο"», ο «κάμπος» με τα υποτιθέμενα πλούσια σε σοδιές εύφορα επίπεδα χωράφια, ήταν και στα παιδικά του χρόνια για τους ορεσίβιους, «βουνίσιους», όπως και η μάνα του τους αποκαλούσε, κάτι σαν άλλη χώρα. Χώρα «πλουσίων» επειδή είχαν να φάνε μια μπουκιά ψωμί πιο πολύ, με λιγότερο από τον δικό τους μόχθο και λιγότερο χιόνι και κρύο το χειμώνα. Οι «καμπίσιοι» όπως τους έλεγαν υποτιμητικά, με μια μορφή ανωτερότητας και υποτίμησης, θεωρώντας τους βολεμένους και υποταγμένους, θεωρώντας ότι ανάμεσά τους υπήρχαν μεγάλοι γαιοκτήμονες τσιφλικάδες. Άλλωστε οι ίδιοι, οι ορεσίβιοι, ήσαν απόγονοι των Μυρμιδόνων του Αχιλλέα, «οι περί τον Σπερχειόν οικούντες» και οι πρώτοι που ονομάστηκαν Έλληνες. Μοναδικό κομμάτι του ελληνικού λαού με πληθώρα ομηρικών λέξεων στο λεξιλόγιο του.
*«Σπέρχει» ο βουνίσιος Καψιώτης Σπερχειός, τροφοδότης του Σπερχειού

Μέχρι και μερικά χρόνια πριν άκουγε από τους τελευταίους αιωνόβιους βουνίσιους, παρόλο που κι΄ οι ίδιοι μετά τον Εμφύλιο ζούσαν με τα παιδιά τους στον κάμπο ή σε πόλεις, τους ίδιους χαρακτηρισμούς : «οι στερημένοι βουνίσιοι και οι βολεμένοι καμπίσιοι..»
         Καταρρέοντας ο υπαρκτός σοσιαλισμός, με ότι μαθεύτηκε και από τα κύματα των τότε οικονομικών προσφύγων, ο πεθερός του ο Λέλος (Λεωνίδας) που υπηρέτησε έφεδρος λοχίας στον Εμφύλιο στη Χαλκιδική, απόμαχος πλέον, του είπε το 1989- 90 σε κάποια τους συζήτηση, (sic):
-Φαντάσου να κέρδιζαν οι αριστεροί. Δε θα’ χα το φαγάκι μου τώρα στα γηρατειά. Θα γινόμασταν Αλβανία, οι γυναίκες δούλες ή πουτάνες!
Δεν ζει από χρόνια για να δει την σημερινή Κρίση της Χώρας. Τα έλεγε σε ημέρες παχέων αγελάδων,  των  χρόνων της αθωότητας ή δήθεν αθωότητας ή αδιαφορίας για το τι επερχόταν με μόνη αμέτοχη την αριστερά. Και μοναδικό της αμάρτημα το σπρώξιμο των εργαζομένων σε παράλογες απαιτήσεις για παροχές μέσω των συνδικαλιστών της μαζί με όλους των άλλων παρατάξεων.
Εκεί, τότε, «απορία ψάλτου βηξ». Η πιθανότητα να μην ήταν έτσι τα πράγματα ήταν ελάχιστη. Κάθε άλλο παρά περισσότερο μορφωμένους, εργατικούς, πειθαρχημένους, ευγενείς και ηθικούς θεωρούσε και θεωρεί τους συμπατριώτες του συνέλληνες σε σύγκριση με  λαούς του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, πλην των Βαλκανίων, για να υπάρχουν καλύτερα αποτελέσματα. Η Κρίση τον δικαίωσε. Δεν έφταιξε στις χώρες αυτές το Σύστημα αλλά η ανθρώπινη αδυναμία, η έλλειψη επιδίωξης διάκρισης, η ανάδειξη ακατάλληλων ατόμων σε θέσεις κλειδιά, το βόλεμα σε βάρος άλλων, άξιων, η πλεονεξία, ο πόλεμος σ’ ανθρώπους με αξία, ανένταχτους σε κομματικές ομάδες και ομαδούλες ή οργανωμένων συμφερόντων, η τεμπελιά στην εύφορη κοιλάδα που απεριποίητη με το χρόνο καταντά έρημος, πράγματα που τελικά παραπέμπουν πάλι στην ορθότητα ή όχι για το Σύστημα. Το ίδιο σχεδόν που σαν κομματισμός, οδήγησε την Πατρίδα του σε ανάλογα αποτελέσματα σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα.

…………………………………………………………...........................................
Και μια παρένθεση των αναμνήσεων!

*Αυτήν την φτώχεια και δυστυχία την είδε από παιδί στα φτωχικά χιλιομπαλωμένα ρουχαλάκια τους, φτιαγμένα στον αργαλειό. Στα γουρνοτσάρουχα που ακόμα φορούσαν μερικοί και στα ξυπόλυτα παιδιά. Μέχρι και φουστανελά θυμάται γέροντα μέχρι το 1960 με χιλιοφορεμένη λερή παμπάλαια φουστανέλα. Στην σκληρή σαν πέτρα πολυκαιρισμένη μπομπότα που έσπαζε δόντια, στο κουβάλημα του νερού από τις βρύσες του χωριού στα σπίτια τους με τις βαρέλες ζωσμένες με τριχιές στους ώμους τους οι γυναίκες για εκατοντάδες μέτρα, στην έλλειψη ιατρικής περίθαλψης. Όποιος αρρώσταινε πέθαινε,  και άλλα πολλά..
2012 της Παναγίας και τον πλησίασε γέροντας στα 88 του. Τον κέρασε τσιπουράκι, παλιά συνήθεια αυτά τα κεράσματα, ανοίγουν τα στόματα. Έκλαιγε με λυγμούς μπροστά του καθώς του ιστορούσε ότι προπολεμικά ο Μακεδόνας πατέρας του, παιδί τότε αυτός ο γέρος, του έφερε από τον Πειραιά όταν ήλθε για παραθερισμό με την μάνα του, μια πλήρη παιδική ενδυμασία με παπουτσάκια, τα πρώτα στη ζωή του..
*Θεωρεί απαραίτητο εδώ ν΄ αναφερθεί στο Μπλόκο της Κοκκινιάς της 17ης Αυγούστου 1944, μερικούς μήνες πριν την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, με πρωταγωνιστικό ρόλο των «κουκουλοφόρων», με στόχο τη δολοφονία ιδίως αριστερών. Όλη η περιοχή Νέας Κοκκινιάς (Νίκαιας) και Παλιάς, κολλητής του Καραβά Πειραιά όπου μεγάλωσε, αποκλείστηκε από άρματα μάχης,  στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις (ταγματασφαλίτες). Διατάχθηκαν όλοι οι άνδρες άνω των 15 μέχρι 55 να μαζευτούν στη πλατεία της Οσίας Ξένης με απειλή άμεσης εκτέλεσης επί τόπου όσων κρυφτούν.
Ο απολογισμός σε Έλληνες νεκρούς ήταν:
73 εκτελεσθέντες στη Μάντρα.
25 σε μάχες ανδρών της ΕΠΟΝ με Γερμανούς και συνοδοιπόρους τους «έλληνες».
50 εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς για αντίποινα.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη οι Γερμανοί συνέλαβαν 6000 περίπου άνδρες και τους έκλεισαν στο Χαϊδάρι. Πολλοί απ’ αυτούς στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.
Από την επιλογή απαλλάχθηκε ο πατέρας του Δημήτρης (Μήτσος), όταν την ώρα που οι κουκουλοφόροι Έλληνες υποδείκνυαν στους Γερμανούς ποιους να εκτελέσουν, κάποιος τους ανακοίνωσε: «Οι σιδηροδρομικοί να φύγουν και να πάνε στις δουλειές τους». Ο πατέρας του ήταν σιδηροδρομικός.
Χρειάζονταν τους σιδηροδρομικούς για τις μεταφορές τους.
Μια πραγματική ιστοριούλα από τον Λέλο:
Με αυτούς που στο Μπλόκο της Κοκκινιάς οδήγησαν στη Μάντρα για εκτέλεση ήταν μεγαλύτερος φίλος του, ο ..επονομαζόμενος «το Τσατσωλό», παρατσούκλι σμυρνιού, πράγμα συνηθισμένο για τους σμυρνιούς πρόσφυγες τα παρατσούκλια.
Η υπόδειξή του από τον κουκουλοφόρο ήταν ψεύτικη. Το Τσατσωλό δεν ήταν   αριστερός. Ήταν, όπως και άλλοι που εκτελέστηκαν, αθώα θύματα ανθρώπων  του Πλυτζανόπουλου που ανάλαβε να υποδείξει στους Γερμανούς αριστερούς της Κοκκινιάς.  
Την ώρα που οι προς εκτέλεση έμπαιναν στην ιστορική Μάντρα, το Τσατσωλό,  άνθρωπος της πιάτσας, γυρνά και λέει με τρόπο στον συνοδό φρουρό του ταγματασφαλίτη που έβλεπε θαμπωμένος το τεράστιο χρυσό δακτυλίδι που φορούσε:
-Άμα με γλιτώσεις, το δακτυλίδι δικό σου και πενήντα χρυσές(λίρες).
Με το άκουσμα της προσφοράς ο ταγματασφαλίτης, χωρίς να του απαντήσει,  άρχισε να κτυπά τον κακομοίρη τον Τσατσωλό, φοβερό ξύλο, φροντίζοντας ταυτόχρονα με κάθε μπουνιά ή κλωτσιά που του έριχνε να τον σπρώχνει και λίγο πιο μακριά από τους προς εκτέλεση, βρίζοντάς τον με ότι χειρότερο. Έτσι χτυπώντας, βρίζοντας και σπρώχνοντας τον πήγε στο σπίτι του, στη κοντινή Παλιά Κοκκινιά. Εκεί το Τσατσωλό έβγαλε και του έδωσε το δακτυλίδι και αμέσως μετά, αφού σήκωσε ένα στρώμα, πήρε και του έδωσε το κομπόδεμά του μιας ζωής: πενήντα χρυσές λίρες Αγγλίας.
Το Τσατσωλό σε μεγάλη ηλικία, τον γνώρισε το 1977 στο σπίτι του πεθερού του.

………………………………………………………..............................................

        Ποτέ δε ρώτησε παλιούς αντάρτες για τις μάχες τους με τον Στρατό. Ήταν  γι΄ αυτόν η ακραία κατάσταση της φρίκης. The horror! Όταν αδελφός εξολοθρεύει αδελφό.
        Κι’ οι ίδιοι ποτέ δεν του ιστόρησαν κάτι σχετικό από μόνοι.
Του διηγούνταν όμως με αυτοσαρκασμό για τη συντροφικότητα μεταξύ τους, την πείνα, τη παγωνιά, την βρομιά, την ψείρα, την ακραία εξάντλησή τους, ειδικά το διάστημα της καταδίωξής τους το 49. Ξυπόλητοι, βρώμικοι, νηστικοί, ψειριασμένοι, ήσαν αναγκασμένοι να περπατούν αδιάκοπα σ’ αυτά τα χιονισμένα, ανταριασμένα, πανέμορφα βουνά μας της Ρούμελης και πέρα, Χειμώνα- Άνοιξη- Καλοκαίρι….
*Φωτό από ιταλικό περιοδικό. Στρατιώτης του Ε. Σ. φυλάει αντάρτες ή τροφοδότες του ΔΣΕ ή αυτοαμυνίτες αφού δεν φορούν τη στολή του

Η εξουθένωσή τους, η απογοήτευση από την έλλειψη κάποιου σοβαρού σημαδιού συμπαράστασης από τον βορά προς τους ηγέτες τους που πολλοί απ’ αυτούς σήμερα ομολογούν πόσο άστοχος ήταν ο Εμφύλιος, με τις συμφωνίες Στάλιν- Τσόρτσιλ για τις ζώνες επιρροής, τους αποθάρρυναν. Ο απόηχος όλων αυτών έφτανε και στους δικούς του συγχωριανούς, όσο τους επιτρεπόταν.
Οι κακουχίες, η πείνα κι΄ ο δικαιολογημένος δισταγμός με την διαφαινόμενη ήττα να συνεχίσουν προς ένα μέλλον αβέβαιο σε κάποια εντελώς άγνωστη χώρα, μακριά από τις οικογένειες, γονιούς και παιδιά τους, ήσαν οι λόγοι που πολλοί άρχισαν να παραδίνονται στο Στρατό, όχι στη Χωροφυλακή. Εμπιστεύονταν κύρια τους φαντάρους θεωρώντας τους παιδιά του λαού γιατί ανάμεσά τους ήσαν παιδιά σχεδόν απ’ όλο το τότε πολιτικό φάσμα, όπως σκέφτονταν ή τους είχαν πει.
Σε όλα αυτά, προσθέτει ότι ο φόβος στρατοδικείων με τις αποφάσεις εκτελέσεων και ο εξευτελισμός τους, δεν επέτρεπε σε μεγάλο ποσοστό από τους αντάρτες να παραδοθούν πολύ ενωρίτερα δίνοντας γρηγορότερο τέλος. Πράγμα που έγινε πολύ αργότερα, κάτι που τους επέτρεψε να επιστρέψουν από τις χώρες που κατέφυγαν..

Αφουγκραζόταν παλιούς αντάρτες (1)

Του διηγιόταν με την χαρακτηριστική ορεσίβια λαλιά που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει, ένας απ’ αυτούς, ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, «φευγάτος»

*Φωτό (αρ.)Οπλίτης  του Δ.Σ.Ε παραδίδεται στον Ε.Σ.  Bert Hardy, Getty Images του 1948
Φωτό (δεξιά)Οπλίτες του ΔΣΕ που παραδόθηκαν στη Μακρακώμη. Πηγή: in.gr, 1.4.2012

αναπάντεχα από πολλά χρόνια, νέος ακόμα. Θωριά, σαν τον Μπάρμπα Γιώργο του Καραγκιόζη, καθαρά βουνίσια, παρότι φρεσκοξυρισμένος και καθαροντυμένος, με την γκλίτσα πάντα στο χέρι. Ήταν πανύψηλος, μαυριδερός από τη δουλειά του τσοπάνη, με τις μουστάκες του, τα άφθονα άκοπα κατσαρά του μαλλιά, τα πυκνά φρύδια, το τεράστιο δρασκέλισμά του και την παιδικής αθωότητας φωνή του. Γουρλώνοντας τα μάτια του, προεκτείνοντας το σαγόνι του, σουφρώνοντας τα χείλη του για να δώσει έμφαση, όπως πάντοτε μιλούσε, του διηγιόταν παραστατικά πώς με τρεις  συγχωριανούς και κοντοχωριανούς οπλίτες του ΔΣΕ παραδόθηκε στο Στρατό:
-Π’ λες Νικλάκ’, χ’ρις ψουμί μια βδομάδ’, χ’ρις τσαρούχ’ στου πόδ’, του γιόμα φτάνουμ’ σε μια σκουπιά. Χαμπέρ’ δεν μας πήρ’ κανείς. Πετάξαμ’ τα όπλα, σηκώσαμ’ τα χέρια και κράξαμ’:
-Ορέεε !!…παραδνόμαστι !!!!.
    -Στη σκουπιά ήταν ένα Περαιωτάκ’. Σαν μας είδ’ έβαλ’ τα γέλια. Δεν μπορούσ’  να κρατθεί
    -Ρεεεε !, άρχισ’ να κράζ’ τις άλλ’ ς, ελάτ’ να δείτ’, κάτ’ αντάρτ’ ς !!!.
Φανταζόταν για χρόνια την εμφάνιση των συγχωριανών του ανταρτών, ειδικά του αφηγητή της σκηνής 26- 27 χρόνια νεώτερου από τότε που του διηγιόταν, ώστε να προκαλέσουν τα γέλια του Πειραιώτη φαντάρου. Αφηγούνταν και γέλαγε κι’ ίδιος φέρνοντας στο μυαλό του την εμφάνιση που είχαν όταν παραδίνονταν.
*Στον γενέθλιο τόπο το 1951, λίγο μετά τον Εμφύλιο.

Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου