Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Μικρά Ασία: Αίμα και δάκρυ... Συγκλονιστικές αφηγήσεις

*Σμύρνη 1919. Κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το δραματικό τέλος...


           Γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας



                Η απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, μετά από εντολή του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου και με άμεσο στόχο την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων, σήμανε την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μιας εκστρατείας που αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό των προαιώνιων αλύτρωτων εδαφών, την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.
                Μέχρι τα τέλη Μαΐου 1919 τα Ελληνικά στρατεύματα επέκτειναν τη Ζώνη Κατοχής στα Δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Η Τουρκική αντίδραση δεν ήλθε από τον Σουλτάνο, αλλά από τον Στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος ανέλαβε την κινητοποίηση των Τουρκικών πληθυσμών κατά των ξένων στρατευμάτων κατοχής. Ακολούθησε η σημαντική ενίσχυση των Ελληνικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα τον Φεβρουάριο του 1920 η Στρατιά Κατοχής Μικράς Ασίας να αριθμεί έξι Μεραρχίες. Για την αντιμετώπιση των Κεμαλικών στρατευμάτων και την εξασφάλιση των Στενών των Δαρδανελίων η Στρατιά από 9ης Ιουνίου μέχρι της 25ης Ιουνίου 1920 προέλασε και κατέλαβε την γραμμή Πάνορμος- Προύσα- Αξάριο- Φιλαδέλφεια. Λίγο αργότερα οι επιχειρήσεις των Ελληνικών στρατευμάτων στην Ανατολική Θράκη για την καταστολή του κινήματος του Συνταγματάρχη Τζαφέρ Ταγιάρ, στέφθηκαν από επιτυχία.
*Αδριανούπολη, 1921. Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος σε μνημόσυνο πεσόντων στρατιωτών

                Την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης τον Ιούλιο του 1920 ακολούθησε η Συνθήκη των Σεβρών στις 28 Ιουλίου 1920. Η μη αποδοχή των όρων της συνθήκης από τον Κεμάλ είχε ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία. Με την ενίσχυση άλλων δύο Μεραρχιών ο Ελληνικός Στρατός προωθήθηκε Ανατολικότερα και μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1920  οι Μονάδες της Στρατιάς προέλασαν μέχρι της γραμμής Νικομήδεια- Προύσα- Ουσάκ, όπου και σταθεροποιήθηκαν.
                Η ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος του Βασιλέως Κωνσταντίνου στο θρόνο αποτέλεσε την αφορμή για την μεταστροφή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων. Χωρίς τη συμμαχική υποστήριξη η Στρατιά Μικράς Ασίας συνέχισε την προέλασή της. Οι επιχειρήσεις Ιουνίου- Ιουλίου 1921 στέφθηκαν από επιτυχία με την κατάληψη της γραμμής Εσκί Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ και τον Αύγουστο 1921 πραγματοποιήθηκε η διάβαση του Σαγγάριου. Παρά την κατάληψη ισχυρών στηριγμάτων της άμυνας των Τουρκικών στρατευμάτων, προ της Άγκυρας, ο Ελληνικός Στρατός διατάχθηκε να διακόψει τον αγώνα και να συμπτυχθεί στη γραμμή Εσκί Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ, όπου και παρέμεινε μέχρι και τον Αύγουστο 1922 ασχολούμενος με την αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας.
*Ελληνικό πολυβολείο στο Σεγίντ Γαζή

                Στις 13 Αυγούστου 1922 τα Ελληνικά στρατεύματα με χαμηλό ηθικό από τη μακρά απραξία δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από τα Τουρκικά στρατεύματα και σύντομα υποχρεώθηκαν σε γενική σύμπτυξη, η οποία σε ορισμένες περιοχές έλαβε την μορφή μιας άτακτης κίνησης. Η συντριπτική ήττα στο Αλή Βεράν στις 17 Αυγούστου επισφράγισε την ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου.
                Στις 27 Αυγούστου ο Κεμαλικός Στρατός εισέβαλε στην Σμύρνη. Ακολούθησαν η πυρπόληση της πόλης και οι θηριωδίες σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία Ελληνικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το έδαφος της Μικράς Ασίας.
                Από τον εκδοθέντα προσφάτως από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού τόμο με τίτλο «Μνήμες Πολέμου 1897-1974. Οι αγώνες του Ελληνικού Έθνους μέσα από προσωπικές μαρτυρίες» αντλούμε τα ακόλουθα:
*Η πυρκαγιά που έκαψε τη Σμύρνη

                1. Σμύρνη, τέλη Φεβρουαρίου 1920.
                «Πολλοί εκ των κατοίκων, εμπνεόμενοι εκ της προς την πατρίδα απείρου αγάπης των και της συναισθήσεως του προς αυτήν καθήκοντος μοι εξέφραζον την επιθυμίαν, όπως καταταχθώσιν εις το στράτευμα, πράγματι δε εδεχόμην πολλούς εθελοντάς εξ αυτών. Δεν ήθελον ακόμη να ενεργήσω επίσημον στρατολογίαν, ίνα μη επισύρω διαμαρτυρίας των ξένων, προ παντός των Ιταλών. Τούτο όμως ουδόλως ημπόδισε να επιστρατεύσω τους Έλληνας υπηκόους, οίτινες λόγω του πολέμου δεν ηδύναντο να προσέλθωσι εις Ελλάδα, και μετά τινα χρόνον να καλέσω υπό τα όπλα πάντας τους Έλληνας της κατεχομένης ζώνης τους άγοντας ηλικίαν 20 και 21 ετών».
                «Αναμνήσεις 1896-1920» του Διοικητού Στρατιάς Αντιστρατήγου Λεωνίδα Ι. Παρασκευοπούλου.
*Επίθεση με εφ' όπλου λόγχη, κάπου κοντά στον ποταμό Έρμο

                2. Φούλατζικ, 23 Ιουνίου 1920. Αφήγηση του Παύλου Μπαλίδη.
                «Μέσα στην εκκλησιά του Αη Γεώργη ήταν μαζεμένοι ως τριακόσιοι άνδρες και αγόρια από δεκατεσσάρων χρόνων και απάνω και έκλαιαν και προσεύχονταν και μαζεύονταν στο γέρο εβδομηντάρη παπά Φίλιππα να βρουν παρηγοριά και να τους μεταλάβη. Αυτός όμως είχε κομμένη τη μιλιά και ήταν αδύνατο να μιλήση. Μέσα στην εκκλησιάν ήρθε τότε ο ίδιος ο Κεμάλ του Καραμουσάλ, εκαβαλλίκεψε τον παπά Φίλιππα, που του είχαν περάση στο στόμα δύο Τούρκοι χαληνάρι από σχοινί και άρχισε να τον τραβά έτσι καβάλλα έξω από την εκκλησιά. Ο παπά Φίλιππας έπεσε κάτω λιποθυμημένος και ο Κεμάλ τότε του έβγαλε με το μαχαίρι του το ένα του μάτι και ύστερα διέταξε και τον έσυραν έξω από την εκκλησιά. ΄Υστερα είδαμε από τις χαραμάδες που είχαν οι κλεισμένες πόρτες της εκκλησιάς να ρίχνουν βενζίνη στις πόρτες και να ανάβουν σπίρτα για να βάλουν φωτιά. Μια φωνή βγήκε τότε.
                -Καιόμαστε, καιόμαστε, βάλανε φωτιά.
                Και χυθήκαμε με ουρλιάσματα στα στασίδια και στις εικόνες της εκκλησιάς και αρχίσαμε μ΄ αυτές να χτυπούμε τη μεγάλη πόρτα για να βγούμε έξω. Οι φωτιές και ο καπνός γέμιζαν την εκκλησιά και οι Τούρκοι άρχισαν να μας πυροβολούν και να μας
 σκοτώνουν. ΄Υστερα από λίγο η μεγάλη πόρτα άνοιξεν από τις μεγάλες μας προσπάθειες και χυθήκαμε έξω με μουγγρητά. Τρεις τέσσερις χειροβομβίδες όμως που μας έρριξαν οι Τούρκοι στο σωρό άφισαν κάτω τους πιο πολλούς από εμάς, ενώ τα όπλα δεν σταματούσαν να μας χτυπούν από όλα τα μέρη. Οι σφαίρες έπεφταν σαν ένα ροδάνι βρρρ! ή σαν μια δυνατή μπόρα, χωρίς καμμιά διακοπή. Επάψαμε να βλέπωμεν ο ένας τον άλλο και στα μάτια μας ήταν μόνον ένας πέπλος από θολό καπνό. Οι Τούρκοι φωνάζανε:
                -Χτυπάτε, χτυπάτε τους γκιαούρηδες. Χτυπάτε».
                «Αυτοί είναι οι Τούρκοι. Αφηγήματα των σφαγών της Νικομηδείας» του απεσταλμένου δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φαλτάιτς.
*Πορεία στην Αλμυρά Έρημο

                3. Μιναρελή, 25 Ιουνίου 1920.
                «Η ίλη του Φωκά προχωρεί ακροβολιστά. Οι ουλαμοί πλησιάζουν την κορυφογραμμή, που βρίσκεται μπροστά και απέναντι σ΄ άλλη κορυφογραμμή του εχθρού με ταχύσκαπτα χαρακώματα. Δευτερόλεπτα πριν πάρουν θέση οι άνδρες του, ο ίλαρχος Φωκάς, όρθιος, δέχεται θανατηφόρα σφαίρα στη καρδιά. Πριν όμως αφήση τη γενναία του ψυχή να πετάξη στη χώρα των ηρώων, συγκρατιέται με τα δόντια για να αρθρώση την τελευταία του εντολή:
                -Την ίλη να παραλάβη ο Παπαθανασίου...
                Ξεψυχούσε, κι΄ο νους του ήταν στο καθήκον! Έκαμε μια ολόκληρη στροφή του σώματός του και έπεσε το δοξασμένο παλληκάρι! Στις εννέα και μισή ακριβώς, το πρωί της 25ης Ιουνίου 1920, ο αξέχαστος ίλαρχος Φωκάς πέρασε στο Πάνθεον των Ηρώων!
                «Όρθιοι στην καταιγίδα» του Υπίλαρχου Μιχάλη Μ. Δημητρίου, που συμμετείχε στην Μικρασιατική Εκστρατεία 1920-1922.

               4. Νίκαια, 14 Αυγούστου 1920.
                «Κατά το διάστημα της παραμονής της Μεραρχίας Σμύρνης στην Κίο, με διοικητή τον στρατηγό Αλέξανδρο Μαζαράκη- Αινιάν, έγινε και η σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού της Νίκαιας. Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες στο θέμα αυτό... Εκείνο που έχω να προσθέσω είναι για τις εικόνες του ναού της Νίκαιας, τις οποίες καταστρέψανε οι βάνδαλοι μετά τη σφαγή του πληθυσμού και τις οποίες περισυνέλεξαν οι Έλληνες στρατιώτες, μετά την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στη Νίκαια. Τις εικόνες εκείνες, κατεστραμμένες, με βγαλμένα μάτια κ.λπ. τις μεταφέρανε στη Κίο και τις αποθηκεύσανε προσωρινά στην εκκλησία Παζαριώτισσα έως ότου τις τακτοποιήσουν κάπου οριστικά. Δυστυχώς όμως παραμείνανε στην Κίο, μετά την καταστροφή, για να συμμεριστούν την τύχη και όλων των ανεκτίμητων θησαυρών των εκκλησιών της Κίου".
                «Κίος 1912-1922. Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη». Του Βασιλ. Κουλιγκά κατοίκου της Κίου την εποχή εκείνη.
*Το Αφιόν Καραχισάρ

                5. Νίκαια, 20 Σεπτεμβρίου 1920.
                «Μετά πήγαμε μερικοί βόλτα έξω από την Νίκαια για να ιδούμε τους σφαγμένους χριστιανούς, στον δρόμο εβρίσκοντο κεφάλια σκορπισμένα, χέρια και πόδια, και άλλα διάφορα, να τα βλέπη κανείς και να τον πιάνη ντελίριο, παρακάτω τρία πηγάδια γεμάτα έως επάνω, και τέλος το σπήλαιο, όπου ήσαν στιβαγμένα μέσα κάπου 400 κορμιά, σφαγμένα διαφοροτρόπως και πάσης ηλικίας, δεν εσταθήκαμε ούτε λεπτό, μας κατέβηκε ζαλάδα, κόντεψε να σκάσουμε. Αμέσως φύγαμε και πήγαμε στην Ελληνικήν συνοικίαν, μια ερημιά τρομακτική, κατόπιν επήγαμε στην εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, αρχαίαν βυζαντινήν, αλλά δεν εγνωρίζετο, εάν ήτο εκκλησία ή αχυρώνας. Το ιερόν ήτο ρημαγμένο, το τέμπλο όλο γκρεμισμένο, αι εικόνες όλες σπασμένες, και το πάτωμα σκαμμένο όλο, μυστήρια!!!».
                «Αναμνήσεις του μετώπου, 1920- 1922», Μικρά Ασία, του Χαράλαμπου Πληζιώτη, στρατιώτη στο μέτωπο.
*Ράλλη Ραλλίδης, υπολοχαγός Πεζικού, καταγόμενος από την Σωζόπολη της Βόρειας Θράκης. 'Επεσε μαχόμενος στη μάχη του Κρασούν


                6. Υψώματα Ρουκλού Νταγ Μικράς Ασίας, 1η Ιουλίου 1921.
                «Ο Συνταγματάρχης Καραγεώργος, Διοικητής του 1ου Ευζωνικού Συντάγματος, αφηγείτο ο ίδιος με μόλις συγκρατουμένην έκπληξιν:
                -Είδα με τα μάτια μου, επάνω εις την τρομακτικήν εκείνην κορυφήν, τσολιάν ο οποίος με το αριστερό του χέρι είχε σκαρφαλώση επάνω από μίαν πέτραν, εκρατείτο έτσι απ΄αυτήν, και με το δεξιόν του χέρι, κρατώντας το μάνλιχερ με εφ΄όπλου λόγχην επροσπαθούσε, λογχίζων υπέρ την κεφαλήν του, να κτυπήση τον επάνω Τούρκον! Και ελόγχιζε κατ΄αυτόν τον τρόπον, ενώ κάτω του έχαινε το βάραθρον! Δεν είχε συλλογισθή ότι εάν του εξέφευγε η πέτρα εκείνη, θα εσκοτώνετο κρημνιζόμενος!
                Και προσθέτει ο ίδιος Συνταγματάρχης, αυτόπτης μάρτυς των ημιθεϊσμών εκείνων:
                -Θα νομίση κανείς ότι η φράσις «πάλη σώμα προς σώμα» δεν υπήρξεν εις την πραγματικότητα. Αι λοιπόν! Είδα εγώ νεκρούς, έναν Τούρκον και έναν τσολιάν, και του ενός η λόγχη είχε βυθισθή εις το σώμα του άλλου. Είχον λογχισθή ταυτοχρόνως και είχον ταυτοχρόνως αποθάνη... Δια τοιούτων ηρωισμών είχε αλωθή η οχυρά εκείνη κορυφή, ην μετά τόσης μανίας υπεστήριξαν οι Τούρκοι».
                «Με τους Μυρίους του 1921», του Χρίστου Νικολόπουλου, απεσταλμένου δημοσιογράφου στο μέτωπο.

                7. Βόρεια του Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο), 8 Ιουλίου 1921.
                «Και υπό τους ήχους του αητού, του πολεμικού παιάνος του πολέμου τούτου, τον οποίον εσκόρπιζαν όλαι αι σάλπιγγες, εν μέσω της βοής της μάχης η ελληνική λόγχη μεταμορφώνεται εις λαίλαπα και θύελλαν. Στρατιώται- κύκλωπες, στρατιώται- λέοντες, στρατιώται Έλληνες, χανόμενοι εις τας χαραδρώσεις του εδάφους ή ελισσόμενοι επί των κυματοειδών πτυχώσεων αυτού, φωνάζοντες «αέρα» ορμούν και πετούν παρασύροντες τα πάντα. Ανοίγουν διεξόδους διά μέσου των πυρίνων προπετασμάτων και προχωρούν. Αλλά προχωρούν σιγά. Οι Τούρκοι διεκδικούν το έδαφος βήμα προς βήμα. Και συμβαίνει ό,τι κατ΄ επανάληψιν συνέβη εν τη εξελίξει του αγρίου εκείνου πολέμου. Οι αντίπαλοι, εις πλείστα καίρια σημεία του αγώνος, έρχονται εις χείρας. Και έτσι, υπό τοιούτους σκληρούς όρους, περνά η πρώτη της επιθέσεως ώρα. Οι αλαλαγμοί και αι ζητωκραυγαί συμπλέκονται αγρίως, εις άγριον και τρομερόν σύμπλεγμα ήχων με τους κρότους του πυρός… Η ώρα περνά, ο ήλιος τείνει να κρυβή πίσω από τα βουνά του Εσκή Σεχήρ και όμως η αγριότης εντείνεται».
                «Με τους Μυρίους του 1921», του Χρίστου Νικολόπουλου.

                8. Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο), Ιούλιος 1921. Αφήγηση του Ανθυπασπιστή Γεωργίου Λάμπρου.
                «... Ο Χριστοφίλης δεν ηνήχετο να έχη κοντά του τους δειλούς στρατιώτες γι΄ αυτό ημείς προσπαθούσαμε να κρύβωμε τον φόβο μας. Κάποιος όμως είχε φοβηθή τόσο ώστε άρχισε να κλαίη. Ο Χριστοφίλης τότε εστάθη ιπποτικός και πάλι. Βρε, του λέγει η σφαίρα κυνηγά τους δειλούς. Δεν επρόφθασε να τελειώση τον λόγον του και μία σφαίρα πληγώνει επικινδύνως τον δειλιάσαντα στρατιώτην. Αυτό ήταν ένα καλό μάθημα για τους άλλους».
                «Πολεμικαί αναμνήσεις 1918-1922», του Ανθυπασπιστού Αλεξάνδρου Κων. Χριστοφίλη, από το Μικρασιατικό μέτωπο.
*Νεκροί Έλληνες στρατιώτες στη φονική μάχη του Καλέ Γκρότο

                9. Περιοχή Καλέ Γκρότο, «Μαύρος Λόφος», 13-19 Αυγούστου 1921.
                «Είναι αφάνταστος η αγριότης των μαχών. Ο λόχος μας είχε ταχθή ως εφεδρεία των μαχομένων τμημάτων και εγώ επέτυχα (πολύ εύκολα διότι όλοι απέφευγαν) να πάω σύνδεσμος με το 5/42 όπως γράφω και να πάρω την σπανίας διαυγείας φωτογραφίαν που ανέφερα. Είχαν υποχωρήσει οι Τούρκοι σε μίαν (ήτο η 4η ή 5η αντεπίθεσις) και μόνον ένας είχε μείνει πιο πίσω στο οπλοπολυβόλο του με έναν προμηθευτή του. Όταν έφθασε το κύμα των τσολιάδων με εφ΄ όπλου λόγχη ακολούθησα και εγώ με το πιστόλι μου και τη φωτογραφική μηχανή μου και όταν διέκρινα τον Τούρκο τον προμηθευτή να σηκώνεται  (μαζεύοντας τις ταινίες, έμεινε 4-5 βήματα πίσω από τον φεύγοντα οπλοπολυβολητή) και τον τσολιά να επέρχεται με υψωμένο το όπλο με την λόγχη, ετοιμάσθηκα να πάρω φωτογραφία. Και τρέχοντας επρόλαβα να τραβήξω την αξέχαστη αυτή φωτογραφία που παρουσίαζε τον τσολιά με έκφρασι υπερτάτης προσπαθείας να καρφώνη εκ των άνω τον Τούρκο στρατιώτη, που όμως είχε προλάβει να αρπάξη το όπλο του και να τρυπήση αμυνόμενος τον τσολιά στην κοιλιά».
                «Στρατιωτικά Απομνημονεύματα» του Σπύρου Βλάχου, Υπολοχαγού Μηχανικού στο μέτωπο.

               10. Πορεία προς Αρντίζ Νταγ, 14 Αυγούστου 1921.
                «Τη μέρα αυτή επιδοθήκαμε στην ταφήν των νεκρών και εξεύρεσιν σιτηρών για το ψωμί, που μας έλλειψε, καθώς και τροφάς των ζώων μας. Από τότε κι΄ έπειτα δεν ξαναφάγαμε κουραμάνα μέχρι αρχάς Σεπτεμβρίου. Η κάθε μονάς μας σχημάτιζε μια ληστρική ομάδα, η οποία πήγαινε εις τα ενδιάμεσα και μη βαλλόμενα κενά, τα οποία είχαν σιτηρά και, αφού τα ξερίζωναν, τα φόρτωναν
στα ζώα μας, μεταφέροντάς τα στους λόχους, τάγματα κ.λπ. Και στουμπώντας με ξύλα τα στάχυα, συλλέγαμε το σιτάρι το οποίο βράζαμε, κάνοντας έτσι διανομή από ένα κύπελλο σιτάρι. Με τέτοια τροφή ζήσαμε επί 18 σχεδόν ημέρες. Επίσης τον κορμό των σιτηρών αυτών εδίδαμε ως τροφή εις τα ζώα μας. Κι΄ αυτά υπέφεραν, ψοφήσαντα τα περισσότερα από πείνα κι΄ εξάντλησι».
                Στρατηγός Αθανάσιος Φράγκου του Φράγκου Δ. Φράγκου.
*Το Επιτελείο της Ι Μεραρχίας στο Δορύλαιο, το 1921

               11. Καλέ Γκρότο, 21 Αυγούστου 1921.
                «Η ώρα 03.30 μ.μ. είχον εκεί υπό τας διαταγάς μου δύο τάγματα και επί πλέον έναν λόχον του μαχομένου Τάγματος Σκαλτσογιάννη, υπό την διοίκησιν κάποιου υπολοχαγού, ο οποίος υπηρέτει προηγουμένως εις τα μεταγωγικά. Αφού ετακτοποίησα την διάταξιν των ταγμάτων, είπα και εις τον ανωτέρω να ετοιμασθή να λάβη κι αυτός μέρος εις την επίθεσιν. Μου έκανε κατάπληξιν η απάντησίς του. Μου είπε ότι είναι άλλου τάγματος και ότι δεν θα λάβη μέρος. Πρέπει προς τούτο να τον διατάξη ο Ταγματάρχης του.
                Πρώτην φοράν ευρέθην προ τοιούτου φαινομένου. Επαναλαμβάνω την διαταγήν, αλλά η ιδία απάντησις. Τότε βγάνω το ωρολόγι μου το τοποθετώ σε μία πέτρα και του λέγω: «Εάν εντός πέντε λεπτών δεν εκκινήσης θα σε σκοτώσω». Ήτο τραγική θέσις και των δύο μας. Ήμουν αποφασισμένος να πραγματοποιήσω την απειλήν μου. Είχον παρέλθει τρία λεπτά, οπότε τον επλησίασε κάποιος αξιωματικός του λόχου του και του λέγει (όπως έμαθα κατόπιν). «Το καλό που σου θέλω να εκκινήσης αμέσως, διότι θα σε σκοτώση αυτός, δεν τον ξέρεις φαίνεται καλά». Ευτυχώς υπήκουσε εις την σύστασιν του αξιωματικού του και ήρχισε να κινήται. Ομολογώ ότι ανέπνευσα, διότι έτσι εσώθην από έναν φόνον. Είχα εκτεθή ενώπιον τόσων αξιωματικών και στρατιωτών. Θα τον εσκότωνα ασφαλώς».
                «Κάποιες άλλες εποχές. Αναμνήσεις από τον στρατό». Του Γεωργ. Χριστόπουλου, Διοικητού 44ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο.
  
              12. Σαριχαλίλ- Καρακουγιού, 21 Αυγούστου 1921.
               «Εξετάσας τας εκεί εχθρικάς θέσεις είδον μέγαν αριθμόν πτωμάτων Τούρκων ως και ευζώνων μας, οίτινες είχον φθάσει μέχρις εκεί κατά την χθεσινήν ανατροπήν και καταδίωξιν των Τούρκων. Αρκετά πτώματα ευζώνων ήσαν ενηγκαλισμένα με πτώματα Τούρκων ως ευρέθησαν οι ψυχορραγούντες αυτοί νεκροί κατά τας τελευταίας των στιγμάς, καθ΄ ας φαίνεται ότι θα εζήτουν αμοιβαίως κάποιαν βοήθειαν. Τα συμπλέγματα αυτά ήσαν τόσον τραγικά, που καμμία ανθρωπίνη ύπαρξις δεν ήτο δυνατόν να τα αντικρύση, χωρίς βαθύτατον ψυχικόν της σπαραγμόν".
                «Πολεμικαί σελίδες εκ της εκστρατείας Μ. Ασίας», του Λοχαγού Πυροβολικού Χρήστου Μαντά, Διοικητού Πυροβολαρχίας στο μέτωπο.
*Ο πολυβολητής τραυματισμένος, επιμένει να μάχεται. Δίπλα, ο συνάδελφός του είναι νεκρός

                13. Βορειοανατολικά του Ουσάκ, 20 Αυγούστου 1922.
                «Αμέσως τότε εξέδωκα διαταγήν, ίνα πάντες οι επί κεφαλής τμημάτων μεταβώσι μετά των υπ΄ αυτούς Αξιωματικών και οπλιτών εις την γραμμήν προς αντίστασιν μέχρις εσχάτων. Πλην όμως άπαντες οι παρευρισκόμενοι Αξιωματικοί μοι ανέφερον ότι οι οπλίται αρνούνται να πολεμήσουν και επομένως μοι υπέβαλον την γνώμην, ότι ο αγών ήτο άσκοπος και ότι μεγαλυτέρα επιμονή  εκ μέρους μου θα είχεν ως αποτέλεσμα την εκδήλωσιν της στάσεως ενεργότερον, και ίσως μάλιστα, όπερ θα ήτο χειρότερον, την παράδοσιν των Αξιωματικών εις τον εχθρόν παρά των ιδίων στρατιωτών.
                Προ τοιαύτης θλιβεράς καταστάσεως ευρεθείς, διέταξα με συντετριμμένην καρδίαν την καταστροφήν των πυροβόλων και πολυβόλων, τούθ΄ όπερ και εγένετο. Συγχρόνως μοι παρεδόθησαν ενυπόγραφοι δηλώσεις των παρευρισκομένων Αξιωματικών περί της στάσεως των οπλιτών (αίτινες κατετέθησαν βραδύτερον εις την εν Αθήναις υπό την προεδρίαν του Στρατηγού Κωνσταντίνου Αινιάν- Μαζαράκη συσταθείσαν Ανακριτικήν Επιτροπήν των δοσιλόγων) και εν τέλει, οπόταν είδον, ότι λογχοφόροι ιππείς Τούρκοι είχον εισχωρήσει εις τας γραμμάς μας και οι άνδρες θα εσφάζοντο άνευ αντιστάσεως, συγκατετέθην να υψωθή λευκή σημαία».
                «Αναμνήσεις επεισοδίων και γεγονότων εκ των πολέμων μας (1897-1922), του Στρατηγού Νικ. Τρικούπη, Διοικητού Α΄ Σώματος Στρατού, τον Αύγουστο 1922.

                14. Υψώματα Βορειοανατολικά του Ουσάκ, 19-20 Αυγούστου 1922.
                «Τη στιγμή εκείνη της παράδοσης ο φαντάρος μας βρίσκονταν κυριολεκτικά εξουθενωμένος. Σε συνεχή πορεία από το πρωί μέχρι το βράδυ και πολλές φορές και την νύχτα, περισσότερο από μια βδομάδα νηστικός, μόνο με νεράκι από τις βρύσες και τα κουτσολάκια και με υπερένταση της προσοχής του, αυτιά και μάτια δεκατέσσερα, γιατί κανένας δεν ήξερε τι μπορούσε να συμβεί από την μια στιγμή στην άλλη. Το μοναδικό που κυριαρχούσε στη σκέψη του, η μοναδική του επιθυμία ήταν πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο, πότε θα φθάσουμε στο Ουσάκ ή όπου αλλού και θα πάρει μια ανάσα. Η αιχμαλωσία έρχονταν τώρα σαν μια λύση, η χειρότερη μεν, αλλά επιτέλους σαν κάποιο τέρμα του Γολγοθά του. Που να φαντασθεί ο δύσμοιρος ότι εκείνη τη στιγμή δρασκέλιζε την Πύλη που μπάζει στην Κόλαση».
                «Όσο θυμάμαι, 1900-1969 Α΄ Γκαρνιζάν Ουσάκ 1922-23» του Πέτρου Αποστολίδη, Ανθυπίατρου του 2ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο.
*Το Ουσάκ

                15. Πορεία οπισθοχώρησης προς τη Φιλαδέλφεια, 19-21 Αυγούστου 1922.
                «19η Αυγούστου οπισθοχωρούμε νηστικοί και άυπνοι και διψασμένοι. Τέλος ευρήκαμε λίγο νερό και ένας στρατιώτης κατώρθωσε και ηύρε λίγο αλεύρι εις κάποιο Τούρκικο σπίτι και το έφερε εις το σακίδιο και το μοιράσαμε ο καθένας μας εις τις καραβάνες μας και ανάψαμε λίγη φωτιά με αγκάθια, φωτιά από κάτω, φωτιά από πάνω και ολιγοψήθη και το εφάγαμε η παρέα μας, νομίζοντας ότι κάτι δώσαμε στο στομάχι μας. 20η, η πορεία εξακολουθεί άνευ στάσεως».
                «Ημερολόγιον Στρατού» του Αριστοτέλη Κόνιαρη, στρατιώτου του 8ου Συντάγματος στο μέτωπο.

                16. Φιλαδέλφεια, 21 Αυγούστου 1922.
                «Τί μεγάλη τιμή και χαρά να υπηρετήσω επί τέλους έναν αληθινό αξιωματικό άξιο της πατρίδας! Ήμουν κατασυγκινημένος. Διέταξα προσοχήν και ο Πλαστήρας με παλλομένην φωνήν είπε τα κάτωθι λόγια (επακριβώς τα θυμούμαι), ενώ τα δάκρυά μου κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια μου και οι άνδρες είχαν συγκινηθεί, βλέποντας τον σκληρό και αγαπητό λοχαγό τους να κλαίη. Είπε επί λέξει σχεδόν:
                -Παιδιά είναι αίσχος να μας κυνηγάνε 50 Τσέτες. Θα να σας πάρω μαζύ να πιάσουμε τα υψώματα των Σάρδεων, να σταματήσουμε τους φυγάδες και να κρατήσωμε εκεί καλύπτοντας την Σμύρνη!
                Ωραίο όνειρο. Άξιζε να πεθάνης για την πραγματοποίησίν του!».
                «Στρατιωτικά Απομνημονεύματα» του Σπύρου Βλάχου, Υπολοχαγού Μηχανικού στο μέτωπο.

                17. Σμύρνη, 27 Αυγούστου 1922.
                «Το θέαμα ήτο φρικτόν. Έβλεπε κανείς να κλαίη η μητέρα το παιδί και το παιδί την μητέρα. Αλλόφρονες κάτοικοι, Έλληνες όλων των ηλικιών και αμφοτέρων των φύλων έτρεχαν χωρίς να γνωρίζουν πού και προς τι. Αι σκηναί πανικού και αλλοφροσύνης δεν περιγράφονται. Και ημείς είμεθα ανίσχυροι να βοηθήσωμεν. Δεν ηδυνάμεθα να προσφέρωμεν ουδέν το ελάχιστον, πλην του άρτου και του υδροδοχείου μας, εις τας ολοφυρομένας γυναίκας και τα τρέμοντα ως φύλα δένδρων παιδιά. Τρις ή τετράκις απητήθη όπως επέμβωμεν δια των πιστολίων, εις περιπτώσεις καθ΄ ας η εφαρμογή του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» εγένετο, τυχαίως φυσικά, υφ΄ ημών αντιληπτόν ότι κατερράκωνε πάσαν έννοιαν ανθρωπισμού και ανδρισμού».
                «Αναμνήσεις. Μικρά Ασία 1922», του Χρήστου Φωτιά, Ανθυπολοχαγού του 23ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο.

                18. Περιοχή Μαγνησίας, Αύγουστος 1922, Μαρτυρία στρατιώτη Παναγιώτη Μαρσέλου.
                «Η σφαγή εξακολουθούσε μέχρι το πρωί. Το πρωί φύγαμε από το Μπουνάρμπασι. Άρχισαν και γδύναν όλους και τον αδελφόν μου. Φτάνοντας ανάμεσα Μπουρνόβα και Μαγνησιά ήταν μια βρύση. Είχαμε τρεις μέρες να πιούμε νερό. Σταματούμε στη βρύση και διατάζουν τον κόσμο να πάει να πιει νερό. Μόλις πήγε ο κόσμος στη βρύση να πιει λίγο νερό, έβαλαν οι Τούρκοι το πολυβόλο και άρχισαν να σκοτώνουν γραμμή. Εγώ βλέποντας αυτό, κατεβαίνω στο ποτάμι και πάω σε μια γούβα που είχε νερό μέσα, αλλά και ένα ελληνικό πτώμα, που από την πολυκαιρία είχε πρηστεί και είχε σπάσει. Ωστόσο δεν άντεχα τη δίψα, ήπια και γέμισα ένα καπέλο και το πήγα στον αδελφό μου. Ήπιε και εκείνος, και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας... Στο προαύλιο του εργοστασίου ήταν μια στέρνα. Μέσα σ΄ αυτή έτρεχαν τα ζεστά νερά του εργοστασίου, ενώ δίπλα είχε ένα
 αποχωρητήριο, που οι ακαθαρσίες του έπεφταν μέσα στην στέρνα. Μας πήγαιναν τρεις-τρεις και πίναμε νερό. Ο προορισμός των αιχμαλώτων ήταν μέχρι τη Μαγνησιά. Εκεί ήρθε κάποια διαταγή να σταματήσει ο σκοτωμός και να καταγραφούν οι αιχμάλωτοι. Από τις πέντε χιλιάδες είχαμε μείνει χίλιοι, οι τέσσερις χιλιάδες σκοτώθηκαν στο δρόμο».
                Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών παραλίων της Μικρασίας, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

                19. Σμύρνη, τέλη Αυγούστου 1922.
                 «Όλες οι γυναίκες σχεδόν είχαν βγει στις πόρτες τους και βλέποντας στρατό ενόμιζαν πως πηγαίνει να τις προστατεύση, να πολεμήση. Δεν φαντάζονταν πως φεύγαμε... Μας εύχοντο στο καλό και είχαν στάμνες και ποτήρια για να μας ξεδιψάνε με δροσερό νερό..
                Ουδέποτε ησθάνθην παρομοίαν αισχύνην!
                Με σκυμμένο το κεφάλι άφηνα ποτάμι να τρέχουν τα δάκρυα της ντροπής. Ήτο η σκληρότερη ψυχική δοκιμασία, που δοκίμασα στη ζωή μου».
                «Στρατιωτικά Απομνημονεύματα» του Σπύρου Βλάχου, Υπολοχαγού Μηχανικού στο μέτωπο.

               20. Σιντιρτζί, τέλη Αυγούστου 1922.
                «Δεν είχε πέσει ακόμη ο ήλιος και από μακρυά φάνηκε ένα όμορφο Ελληνικό χωριό, που το έπνιγε μια θάλασσα από δέντρα, αμπέλια, φυτά. Από μακρυά άσπριζε η εκκλησούλα του. Όταν φτάσαμε τρέξαμε μεσ΄ την εκκλησία και ανάψαμε κεριά. Στους δρόμους του βγήκαν οι Ελληνίδες. Τους αρσενικούς, όσους δεν είχαν κρεουργήσει οι Τσέτες, τους πήραν αιχμαλώτους. Εδώ πια ήταν η πρώτη εικόνα της τραγωδίας.
                -Αδέλφια μας, έλεγαν οι Ελληνοπούλες, γιατί μας αφήνετε;
                Και τα δάκρυα έτρεχαν βροχή στα πραγματικά αγιασμένα πρόσωπά τους, τα φοβισμένα από το μαρτύριο, που περίμεναν από τους Τσέτες. Όλη τη νύχτα ζύμωναν οι Ελληνίδες του Σιντιρτζί και έψηναν ψωμιά για την Μεραρχία. Κανένας φαντάρος της Μεραρχίας εκείνη τη νύχτα δεν βάστηξε να μη ρίξη από τα μάτια του ένα δάκρυ... Ήταν αλήθεια μια σπαρακτική τραγωδία. Οι Τσέτες μπήκαν στα σπίτια τους και τα αναποδογύριζαν. Έψαχναν μονάχα για χρυσαφικά. Στ΄ άλλα έβαζαν φωτιά».
                «Άγνωστες σελίδες από την Μικρασιατική Εκστρατεία», του Γ. Ν. Κοντογιάννη, στρατιώτη στο μέτωπο.
*Ο δραματικός επίλογος

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

                Η έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας είχε ως αποτέλεσμα τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνικός πληθυσμός αποχώρησε από την Ανατολική Θράκη, μετά την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών στις 28 Σεπτεμβρίου
1922, ενώ με την Συνθήκη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 τέθηκε οριστικά τέρμα στην εμπόλεμη κατάσταση Ελλάδας και Τουρκίας, καθορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και επιβλήθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών
                Η Μικρασιατική Εκστρατεία κατέληξε στη γνωστή μας Μικρασιατική Καταστροφή, που είναι η μεγαλύτερη Εθνική τραγωδία στην πορεία του Ελληνισμού ανά τους αιώνες, μεγαλύτερη ακόμα και από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, γιατί προκάλεσε τον οριστικό αφανισμό του Ελληνισμού από πατρογονικές εστίες χιλιάδων χρόνων. Η Εθνική αυτή πληγή ακόμα και σήμερα αιμορραγεί με τις αυθαίρετες και προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας στο Αιγαίο Πέλαγος και στα Δωδεκάνησα. Αλήθεια μπορούμε να φαντασθούμε πώς θα ήταν το Ελληνικό κράτος με τα παράλια της Μικράς Ασίας στην κυριαρχία του;
                Πολλές οι αιτίες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε την Μικρασιατική Καταστροφή σε οκτώ λέξεις, σε μια εξίσωση: Μικρασιατική Καταστροφή= Εθνικός Διχασμός + Συμμαχική Κακοπιστία + Κεμάλ Ατατούρκ.

Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας


ΠΗΓΕΣ
«Μνήμες Πολέμου 1897-1974, οι Αγώνες του Ελληνικού Έθνους, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες» της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. 

1 σχόλιο:

  1. Anastasia Papadopoulou
    Παντελή μαζί με σένα θα ηθελα να συγχαρώ τον κ.Πατιαλιάκα για την καταγραφή και την απόδοση αυτών των συγκλονιστικών πτυχών της ιστορίας του Έθνους μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή