Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΡΟΥΠΕΡΤ ΜΠΡΟΥΚ “ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΓΓΛΙΑ”. Ένας τάφος στη γη της Σκύρου

*Ο ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ



Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης



“Εάν πεθάνω, σκέψου μονάχα αυτό για με:
Ότι υπάρχει μια γωνιά, σε κάποιο ξένο τόπο
Που 'ναι για πάντα Αγγλία. Θε να 'ναι
Μέσα στην πλούσια γη, μια σκόνη πλουσιότερη.
Σκόνη που η Αγγλία γέννησε, σμίλεψε, παρουσίασε
Κι άνθη της έδωσε για αγάπη, δρόμους να περιπλανηθεί
Σώμα αγγλικό, να ανασαίνει αέρα Αγγλίας
Πλυμένο απ' τα ποτάμια, ευλογημένο από τους ήλιους της πατρίδας”...

            Όταν το φθινόπωρο του 1914, ο Ρούπερτ Τσώνερ Μπρουκ, έγραφε το διάσημο σονέτο του με τίτλο “Ο Στρατιώτης”, είχε ήδη καταταγεί ως εθελοντής στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε ξεσπάσει, και ένα κύμα πατριωτισμού διαπερνούσε κάθε εμπλεκόμενη ευρωπαϊκή κοινωνία, από τη Βρετανία έως την Ρωσία.
            Για τον ποιητή, ίσως υπήρχε και ένας επιπρόσθετος λόγος: Κάποιες διηγήσεις τον θέλουν να εξηγεί, πως “αν όντως μαίνεται ο Αρμαγεδδών, κάποιος θα πρέπει να είναι εκεί”. Ο επιμελητής του έργου του, Έντουαρντ Μαρς, αναφέρει μία καταγραφή του ίδιου του Μπρουκ: “Όλες αυτές τις μέρες, δεν έχω βρεθεί τόσο κοντά σε δάκρυα. Υπήρχε τόση τραγωδία και αξιοπρέπεια στους ανθρώπους...Εάν υπάρχει κάτι το καλό σε οτιδήποτε έχω κάνει, αυτό οφείλεται στην ομορφιά και την καλοσύνη...λίγων ανθρώπων που έχω γνωρίσει. Όλοι ετούτοι οι άνθρωποι στο μέτωπο, που μάχονται αρκετά ακατάστατα για κάποια ιδέα που ονομάζεται Αγγλία– είναι μια αμυδρή ιδέα της καλοσύνης και της αγάπης που έχουν στην καρδιά τους μέχρι θανάτου”.
* Φωτογραφία του στρατιωτικού βιβλιαρίου του ποιητή, από τα αρχεία του βρετανικού υπουργείου Άμυνας, με την αναγραφή “απεβίωσε”

            Δεν έλλειψε η αγάπη απ' τη ζωή του ποιητή. Ο ομότεχνός του, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς τον χαρακτήρισε “τον ωραιότερο νέο άνδρα της Αγγλίας”. Στα 27 χρόνια της ζωής του, μετράμε πέντε τουλάχιστον σοβαρές σχέσεις με γυναίκες– έναν κρυφό αρραβώνα στα 21, ένα αγέννητο παιδί, μια αναπόδεικτη κόρη με μια γυναίκα από τις Νότιες Θάλασσες στη μακρινή Ταϊτή. Το πώς ανταποκρίθηκε στην αγάπη αυτή, απασχολεί τους βιογράφους του ιδίως στις μέρες μας, που οι ψυχολογίζουσες αναγνώσεις, επισκιάζουν τα ηθικά και αισθητικά διλήμματα που αναδύει η κάθε εποχή: Έτσι, οι μαρτυρίες για τον υπέρμετρο ναρκισσισμό του νεαρού ποιητή, τη ζήλεια αλλά και τις εκρήξεις μισογυνισμού του, την πάλη του ανάμεσα στη σάρκα και το ιδεώδες, την απαισιοδοξία του για τη δυνατότητα ερωτικής πληρότητας μέσω μίας γαμήλιας και κοινωνικά αποδεκτής σχέσης, τείνουν να ενισχύουν τα στοιχεία των βιογράφων του περί της αμφιφυλοφιλίας του, παρά να σκιαγραφούν τα αδιέξοδα ενός ύστερου ρομαντικού σε μια εποχή καταλυτικών αλλαγών, όπως εκείνη των αρχών του 20ου αιώνα.

            Σε ένα τέτοιο πλαίσιο καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και την αγάπη που επεχείρησε να ανταποδώσει ιδεατά ο ποιητής στο λαό της Αγγλίας, όχι κατά τον πόλεμο μονάχα, αλλά και κατά την περίοδο της ειρήνης, όταν φοιτητής κι όλας στο Βασιλικό Κολλέγιο του Κέημπριτζ, στρατεύτηκε στην ιδέα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, από τις γραμμές της Φαβιανής Εταιρείας του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω. Αρχή των Φαβιανών, ήταν η προώθηση του σοσιαλιστικού ιδεώδους, όχι με την ένοπλη επανάσταση, αλλά με διαρκείς μεταρρυθμίσεις όπως η εισαγωγή του κατώτερου μισθού, το ενιαίο σύστημα υγείας, η κατάργηση της κληρονομικής αριστοκρατίας, η οικοδόμηση αυτού που σήμερα ονομάζουμε “κοινωνικό κράτος”. Θα έλεγε ωστόσο κανείς, πως η προσέγγιση του ποιητή, υπερέβαινε τα θεωρητικά σχήματα στα οποία αυτοπεριοριζόταν η Εταιρεία: “Μπερδεύουν τα μέσα με τον σκοπό και θεωρούν ότι ένας υποχρεωτικός κατώτερος μισθός είναι το τέλος, αντί για μια καλή αρχή” σημειώνει για τους Φαβιανούς, αρνούμενος να αποδεχθεί τον “εγωισμό των κοινωνικών τάξεων” που αναγνώριζαν οι σοσιαλιστές.

            “Πρέπει άραγε ο κάθε σκοπός να χάνει ένα τμήμα των ιδανικών του όσο γίνεται επιτυχημένος; (Οι Φαβιανοί) είναι μάλλον αδιάλλακτοι, ιδιαίτερα σε σχέση με το παλαιότερο καθεστώς. Κάποιες φορές δείχνουν να θεωρούν δεδομένο πως όλοι οι πλούσιοι και όλοι οι Συντηρητικοί (και οι περισσότεροι απλοί Φιλελεύθεροι) είναι άκαρδοι
 παλιάνθρωποι. Έχω ήδη...κάποια πίστη στην πραγματική, κάποιες φορές διογκωμένη, καλωσύνη όλων των ανθρώπων...Και αυτήν την πίστη προσπαθώ να τη διδάξω με επιμονή σ' αυτούς τους Σοσιαλιστές της γενιάς μου που έχω συναντήσει. Αλλά είναι κάποιες φορές σκληρό. Τις προκαταλήψεις των έξυπνων, είναι δυσκολότερο να τις σκοτώσεις από εκείνες των αργόστροφων. Επίσης κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν αυτή η Εμπορευματοποίηση, ή Ανταγωνισμός, ή όποια κι αν είναι αυτή η βρωμερή μόλυνση, δεν έχει εξαπλωθεί τόσο βαθιά, κι αν η καλύτερη ελπίδα δεν βρίσκεται σε κάποιου είδους εξέγερση...”
 *Πρόσφατη εκδήλωση τιμής στον τάφο του Μπρουκ στη Σκύρο

            Στο Κέημπριτζ ο Μπρουκ θα συνδεθεί με προσωπικότητες που ξεπέρασαν τα όρια της πατρίδας τους, όπως οι συγγραφείς Βιρτζίνια Γουλφ και Έντουαρντ Φόστερ και ο οικονομολόγος Τζων Μέυναρντ Κέινς. Το ταμπεραμέντο του όμως θα τον φέρει σε ρήξη με τους κύκλους του. Σε ηλικία 25 χρονών στα 1913 θα θρηνήσει στην ποίησή του τον “ενταφιασμό της νιότης”, το ξεθώριασμα της αγάπης που “σκοτεινιάζει κι αργοσβήνει φιλί με φιλί”. Το υπαρξιακό του αδιέξοδο θα τον οδηγήσει σε ένα μεγάλο ταξίδι από την Βόρειο Αμερική μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, για να καταλήξει στα τέλη του έτους στη γαλλική Πολυνησία, όπου θα βρει έναν επίγειο παράδεισο και μια νέα μεγάλη αγάπη στην αγκαλιά μιας γυναίκας ιθαγενούς. Το διάλειμμα θα κρατήσει πολύ λίγο, καθώς κατά τη διάρκεια μιας κολύμβησης, το σώμα του θα έρθει σε επαφή με τοξικά κοράλλια, που θα του προκαλέσουν βαρειά βλάβη στην υγεία, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επιστρέψει στην Αγγλία. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Έντουαρντ Μαρς που εργαζόταν ως προσωπικός γραμματέας του Ουίνστον Τσώρτσιλ, θα μεσολαβήσει στον βρετανό πολιτικό προκειμένου ο ποιητής να γίνει δεκτός στο Βασιλικό Ναυτικό σε θέση αξιωματικού. Το φαινόμενο δεν ήταν σπάνιο: Άνθρωποι που είχαν φοιτήσει σε σχολεία της ελίτ σαν το Rugby School που τέλειωσε ο Μπρουκ, δεν υπηρετούσαν σαν απλοί οπλίτες στο στράτευμα.

...“Και σκέψου ετούτη την καρδιά, σαν λυτρωμένη απ' το κακό
Έναν παλμό στον αιώνιο νου, φαντάσου
Να ανταποδίδει λογισμούς απ' την Αγγλία δοσμένους
Τοπία και ήχους της, όνειρα ευτυχισμένα σαν την μέρα της
και γέλιο ολόφιλο, και καλωσύνη
μες σε καρδιές με ειρήνη, κάτω από έναν αγγλικό ουρανό”.


            Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1914, ο ποιητής γίνεται δεκτός ως δόκιμος ανθυποπλοίαρχος. Σύντομα θα ζήσει την πραγματικότητα της μεγάλης ευρωπαϊκής αλληλοσφαγής στο Βέλγιο, κατά τον βομβαρδισμό της Αντβέρπης από τους Γερμανούς- τον πανικό των κατοίκων της και την υποχώρηση του βρετανικού στόλου. Μετά την εμπειρία του αυτή, ο Μπρουκ θα εξυμνήσει πεισματικά στον “Στρατιώτη” τους “ήλιους της πατρίδας”, τους ίδιους ήλιους που είχε θελήσει να εγκαταλείψει ο ίδιος λίγους μήνες πριν. Το ποίημά αυτό, μαζί με άλλα τέσσερα πολεμικά σονέτα του Μπρουκ, θα δημοσιευθούν το 1915, όταν ο ποιητής θα βρίσκεται ήδη καθ' οδόν προς την Ελλάδα για την εκστρατεία της Καλλίπολης και θα γίνουν ίσως, τα πλέον διάσημα ποιήματα της περιόδου του Μεγάλου Πολέμου. 
            Αποχαιρετώντας την Αγγλία για την μεγάλη εκστρατεία στην Καλλίπολη, την τουρκική χερσόνησο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, οι φίλοι του Μπρουκ του είχαν χαρίσει στο φευγιό του, ένα τόμο με την ιστορία της Τουρκίας και των Σταυροφόρων. Ο Μπρουκ είχε σαρκάσει: “Οι Σταυροφόροι του τότε, ήσαν πολύ κεφάτοι άνθρωποι. Έχω διαβάσει γι' αυτούς. Ξεκίνησαν για να σφάξουν τους Τούρκους– και το έκαναν πολύ καλά όταν τους συνάντησαν. Αλλά όταν πήγαν στην Ανατολή, στο Λεβάντε και στην Κωνσταντινούπολη, ήταν μήπως καλωσυνάτοι στους Χριστιανούς αδελφούς τους που βρήκαν εκεί; Όχι. Πολύ κατάλληλα τους ξυλοκόπησαν και τους κατατρόπωσαν, τους πήραν τα χρήματα και τους έκοψαν τα λαρύγγια, και βίασαν τις κόρες τους και έτσι τους παράτησαν. Γιατί ήσαν Έλληνες, Εβραίοι, Σλάβοι, Βλάχοι, Μαγυάροι, Τσέχοι, Ανατολίτες και όχι τζέντλεμεν. Το ίδιο θα κάνουμε, ελπίζω”.
*Το σκάφος Grantully Castle που μετέφερε τον Μπρουκ και τη μονάδα του

            Στο Μάρτιο του '15, το σκάφος
 Grantully Castle που μεταφέρει τον Μπρουκ και τη μονάδα του, πλέει για τις Κυκλάδες. Πλησιάζοντας τις ελληνικές θάλασσες, οι σπουδαγμένοι αξιωματικοί του ανακαλούν στη μνήμη τους τις αρχαιοελληνικές σχολικές διηγήσεις. Ο ποιητής περιμένει όπως αναφέρει, να φθάσει στη Λέσβο “για να απαγγείλει Σαπφώ και Όμηρο. Κι οι άνεμοι της Ιστορίας θα μας ακολουθούν στο δρόμο”. Στις 11 του μηνός, καταφθάνουν στη Λήμνο. Από εκεί, ο ποιητής θα στείλει μια επιστολή στην ηθοποιό Κάθλην Νέσμπιτ, έναν από τους έρωτες της ζωής του, περιγράφοντάς της τη θέα της ελληνικής ακτογραμμής με τα κυάλια. “Είδαμε” της γράφει, “είπανε πως είδαμε, πολύ μακριά, τον Όλυμπο...Αλλά με πολύ δυνατούς φακούς δεν μπορούσα με βεβαιότητα να δω τους θεούς...η κορυφή του χανόταν στην ομίχλη...Επίσης υπήρχε νομίζω ο Παρνασσός...και τα μάτια μου έπεσαν στη ιερή γη της Αττικής. Μπορώ λοιπόν να πεθάνω”. Από αυτή την περιγραφή, θα φιλοτεχνηθεί αργότερα και η εικόνα ενός Μπρουκ φιλέλληνα.
*Η ηθοποιός Κάθλην Νέσμπιτ

            Μία εβδομάδα αργότερα, το σκάφος του Βασιλικού Ναυτικού βρίσκεται στα Δαρδανέλια, αλλά εκτιμάται πως η προσάραξη και η αποβίβαση στρατιωτών είναι ανέφικτη– μία ακόμη ανθυπολεπτομέρεια της αποτυχημένης εκστρατείας στην Καλλίπολη. Θα επιστρέψει στη Λήμνο και στις 24 Μαρτίου θα σαλπάρει για το Κάιρο. Εκεί ο ποιητής θα χτυπηθεί από ηλίαση και δυσεντερία, αλλά θα αρνηθεί να παραμείνει στο νοσοκομείο, όπως του πρότειναν οι ανώτεροί του. Στις 10 Απριλίου το Grantully Castle ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής του στην Ελλάδα όπου και θα αράξει στη Σκύρο μετά από μία εβδομάδα. Εν πλω, ο Μπρουκ θα γράψει το τελευταίο του ποίημα, έναν άτιτλο προφητικό αποχαιρετισμό στους συντρόφους του και στη ζωή, μακριά από το πάθος των πολεμικών του σονέτων...


Ξεστράτησα απ' το κατάστρωμα μια ώρα απόψε
Κάτω από ένα αφέγγαρο και σκυθρωπό ουρανό
Και κρυφοκοίταξα τους φίλους μου απ' τα παράθυρα
Άλλους να τρων, να παίζουν τράπουλα, να στέκονται στις πόρτες
Ή απλά να βγαίνουν στη νυχτιά. Όμως
Κανένας δεν μπορούσε να με δει

Θα τους σκεφτόμουνα με λύπη
Απροβλημάτιστους, μετά από εβδομάδας μάχη
Περήφανους στη δύναμη, στο βάρος, στην πυγμή τους
Και στην συντονισμένη ομορφιά απ' τα κορμιά, και θα λυπόμουν
Που η μηχανή του μεγαλείου και της χαράς σύντομα θα χαλνούσε
Θα ξέπεφτε, θα έσπαζε, θα διασκορπιζόταν...

Πάντα ωστόσο,
δεν μπορούσα πάρα να τους δω– στη λάμπα αντίκρυ-
σαν ίσκιους από χρώματα, πιο λεπτούς κι απ' το ημιδιάφανο γυαλί
σαν φούσκες εύθραυστες, αχνότερες από το αχνό το φως
που 'σπαζε σε φωσφορισμούς στη νύχτα έξω,
πράγματα που τελειώνουν, περίεργα φαντάσματα- θνησιγενή
για άλλα φαντάσματα– ετούτο, εκείνο, ή εγώ.


            Στη Σκύρο θα εκδηλωθεί και η ασθένεια που θα καταβάλει τον ποιητή- σηψαιμία από πνευμονιόκοκκο- μια δηλητηρίαση του αίματος, πιθανότατα από κάποιο έντομο της Αιγύπτου. Στο νεκροκρέβατό του, ο Μπρουκ διαβάζει ότι ο πρεσβύτερος του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, Σερ Γουίλιαμ Ίνγκε, είχε επικαλεστεί τον “Στρατιώτη” στο πασχαλιάτικο κήρυγμά του της 4ης Απριλίου, συγκρίνοντάς τον με την προφητεία του Ησαΐα, “αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις”. Ο ιεροκήρυκας είχε διαπιστώσει για το σονέτο του Μπρουκ, πως “ο ενθουσιασμός ενός αγνού και ανυψωμένου πατριωτισμού, ελεύθερου από μίσος, πικρία και φόβο, ουδέποτε βρήκε ευγενέστερη έκφραση. Παρά ταύτα ωστόσο, υπολείπεται του οράματος του Ησαΐα κι ακόμα περισσότερο της χριστιανικής ελπίδας”. Ο ποιητής επιστράτευσε όση αίσθηση φλέγματος του απέμενε: “Λυπάμαι που ο Ίνγκε βρήκε τα αισθήματά μου υποδεέστερα εκείνων του Ησαΐα...”.

            Ο ήδη ταλαιπωρημένος οργανισμός του Μπρουκ, θα καταρρεύσει πάνω σε ένα γαλλικό νοσοκομειακό καράβι, δυο μέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου του '15, ανήμερα του αγγλικού εορτασμού του Αγίου Γεωργίου. O στενός φίλος και συμπολεμιστής του, ο πιανίστας και συνθέτης Ντένις Μπράουνι, περιγράφει σε επιστολή του, τις συνθήκες ταφής του ποιητή στον όρμο Τρεις Μπούκες, στη γη της Σκύρου:

                        «Τον θάψαμε το ίδιο βράδυ στον ελαιώνα που σας ανέφερα προηγουμένως, ένα απ' τα ομορφότερα μέρη σ' αυτή τη γη, με πρασινόγκριζες ελιές τριγύρω του, μία να θρηνεί επάνω απ' το κεφάλι του, το έδαφος καλυμμένο με ανθισμένο φασκόμηλο γαλαζόγκριζο, να μυρίζει πιο υπέροχα από οποιοδήποτε λουλούδι γνωρίζω... Σκέψου το αυτό όλο, κάτω από ένα συννεφιασμένο φεγγάρι, με τα τρία βουνά γύρω και πίσω μας, κι όλες αυτές τις θείες οσμές παντού. Στολίσαμε τον τάφο του με όποια λουλούδια μπορέσαμε να βρούμε, κι ο Κουίλτερ απόθεσε ένα στεφάνι ελιάς πάνω στο φέρετρο...Σταθήκαμε πίσω και καλύψαμε τον τάφο με μεγάλα κομμάτια μάρμαρου που κείτονταν σχεδόν παντού. Για τον σταυρό στην κεφαλή του, γνωρίζεις (ήταν από άσπρο ξύλο με το όνομα του Μπρουκ γραμμένο με μαύρα γράμματα). Στην πίσω του όψη, ο Έλληνας μεταφραστής μας, ένας άνθρωπος που μάζεψε ο Οκ από την Λήμνο, έγραψε με μολύβι: “Ενθάδε κείται ο δούλος του Θεού, ανθυπολοχαγός του Αγγλικού ναυτικού, αποθανών υπέρ της απελευθερώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους”...

            Ο Μπράουνι υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας, και η διήγησή του αποτελεί ίσως την πρώτη συνειδητή προσπάθεια να προσομοιωθεί ο θάνατος του Μπρουκ στην Σκύρο, με το θάνατο του Μπάυρον στο Μεσολόγγι. Πράγματι, οι ιστορικές μορφές των δύο Άγγλων ποιητών, παρουσιάζουνε πολλές ομοιότητες, απ' τις ψυχοσυνθέσεις τους και τις πολιτικές τους προσεγγίσεις, μέχρι τον άδοξό τους θάνατο από ασθένειες. Υπάρχει ωστόσο μία διαφορά: Η Ελλάδα κατέχει πρωτεύουσα θέση στην ποίηση του Μπάυρον, ενώ σ' αυτήν του Μπρουκ είναι απλώς παρούσα, ένα μοτίβο ανάμεσα στα πολλά. Όσο για τον ευσεβή πόθο των Ελλήνων, την “απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης”, ο ποιητής μάλλον δεν είχε αυταπάτες.
*Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ
            Ο θάνατος του Μπρουκ, δεν θα περάσει ανεκμετάλλευτος απ' την πατρίδα του. Σε άρθρο του στους Τάιμς του Λονδίνου, στις 26 Απριλίου, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ θα δαφνοστεφανώσει τη μνήμη του ποιητή, καλώντας έμμεσα τη νεολαία της Βρετανίας να τον μιμηθεί:

             "...Κατά τους τελευταίους λίγους μήνες της ζωής του (...) ο ποιητής πολεμιστής μίλησε με όλη την απλή δύναμη της διανοίας του για την πίκρα της νιότης που πρόκειται να πεθάνει, και με τις βέβαιες θριαμβικές παρηγορίες ενός ειλικρινούς και γενναίου πνεύματος. Ανέμενε να πεθάνει, επιθυμούσε να πεθάνει για την αγαπημένη Αγγλία, της οποίας την ομορφιά και μεγαλείο εγνώριζε και εβάδιζε στην κόψη με πλήρη ηρεμία, με την απόλυτη πεποίθηση για το δίκαιο του αγώνα της πατρίδας του, και με μια καρδιά απαλλαγμένη από το μίσος για τους συνανθρώπους του.

            Τις σκέψεις που εξέφρασε στα πολύ λίγα ασύγκριτα πολεμικά σονέτα που άφησε πίσω του, θα συμμεριστούν πολλές χιλιάδες νέων ανθρώπων, οδηγούμενων αποφασιστικά και μακάρια σ' αυτόν τον σκληρότερο, πλέον απάνθρωπο και ανεπιβράβευτο απ' όλους τους πολέμους που οι άνθρωποι έχουν δώσει. Αποτελούν μια ολόκληρη ιστορία και αποκάλυψη του Ρούπερτ Μπρουκ του ίδιου. Γεμάτος χαρά, ατρόμητος, πολυτάλαντος, βαθειά πεπαιδευμένος με κλασική συμμετρία νου και σώματος, οδηγημένος από έναν υψηλό αναμφίβολο σκοπό, υπήρξε όλα όσα κάποιος θα ευχόταν για της Αγγλίας τα ευγενέστερα τέκνα, στις μέρες όπου καμία θυσία δεν είναι αποδεκτή εκτός της πλέον πολύτιμης- και η πλέον πολύτιμη είναι η πλέον εθελούσια” ανέφερε στο άρθρο του ο Τσώρτσιλ. Το τελευταίο, απαισιόδοξο ποίημα του Μπρουκ, δεν θα εκδοθεί παρά τον Ιούλιο του 1918, λίγο πριν τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου.
  *Φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Μπρουκ στο κέντρο της Σκύρου, από την εφημερίδα “Έθνος” της 6ης Απριλίου 1931

            Με τη μητέρα του Μπρουκ, να αποφασίζει για την παραμονή της σορού του στη Σκύρο, δίνεται και στην Ελλάδα η δυνατότητα να αξιοποιήσει την παρουσία των λειψάνων του ποιητή στο έδαφός της. Ο τάφος καλλωπίζεται και περιφράζεται- και το σονέτο του “Στρατιώτη” εγχαράσσεται επάνω του. Τον Απρίλιο του 1931, ανεγείρεται στο κέντρο της Σκύρου ένα μνημείο αφιερωμένο στον Μπρουκ και “στην αιώνια ποίηση”, κατά παραγγελία μιας διεθνούς Επιτροπής διανοουμένων στην οποία μετέχει και ο Καβάφης. Το μνημείο που έχει φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, φέρει στη βάση του την επιγραφή “Τώρα που της Αττικής είδα το άγιο χώμα ας πεθάνω”.

            Στα αποκαλυπτήρια του μνημείου, παρευρίσκεται αυτοπροσώπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να τονίσει τους ισχυρούς δεσμούς που συνδέουν την Ελλάδα με την Αγγλία. Ο υπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, θα εκφωνήσει ένα σύντομο λόγο, ενώ ο γραμματέας της Επιτροπής για το μνημείο του Μπρουκ, Πωλ Βάντερμποργκ, θα παραδώσει στον Ελευθέριο Βενιζέλο ένα στεφάνι από άνθη, κομμένα από τον κήπο της πατρογονικής οικίας του Μπάυρον. “Δεν θα ηδύνατο κανείς να εύρη καλύτερον στέφανον τούτου” παρατηρεί ο Βενιζέλος καταθέτοντας το στεφάνι.

            Η εκστρατεία της Καλλίπολης είχε τραγικά αποτελέσματα για την Αντάντ και κηλίδωσε τη φήμη του Ουίνστων Τσώρτσιλ μέχρι που η πατρίδα του τον χρειάστηκε ξανά. Η Κωνσταντινούπολη δεν “απελευθερώθηκε” - ούτως ή άλλως οι σύμμαχοι το 1915 δεν την προόριζαν για την Ελλάδα, η οποία δεν είχε ακόμη δεχθεί να μπει στον πόλεμο. Το άστρο του Κεμάλ Ατατούρκ έλαμψε για πρώτη φορά, και η Αγγλία θρήνησε περί τους 34.000 νεκρούς, η Γαλλία κοντά στους 10.000 και οι Αυστραλοί με τους Νεοζηλανδούς κοντά στους 11.000 εθελοντές τους. Η μονάδα του Μπρουκ, είχε βαρύτατες απώλειες στο λόφο Αχί Μπαμπά– ανάμεσά τους και εκείνη του Ντένις Μπράουνι, ο οποίος πρόλαβε να εγχειρήσει σε έναν υπαξιωματικό του, ένα μήνυμα για τον γραμματέα του Τσώρτσιλ: “Είμαι πιο τυχερός από τον Ρούπερτ, γιατί πολέμησα”. Το πτώμα του Μπράουνι, δεν βρέθηκε ποτέ. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Αγγλογάλλοι θα παρακολουθούσαν απαθείς τα ελληνικά στρατεύματα να τσακίζονται ανελέητα απ' τους “ατάκτους” του Κεμάλ. Ο κύκλος του πολέμου είχε κλείσει γι' αυτούς, για ν' ανοίξει ξανά την τέταρτη δεκαετία του 20ου αιώνα.

Εδώ στο σκότος, ω καρδιά΄
Μόνη με την καρτερική τη Γη, τη Νύχτα
Και τη Σιωπή, και τη ζεστή παράξενη οσμή του τριφυλλιού
Στο νου καθάρια΄ και ας σε τσακίζει΄ μακριά
Απ' το νεκρό καλύτερο, τη λατρεμένη και παλιά ηδονή΄
Ρίξε τα κάτω τα όνειρά σου για αιωνιότη
Ω συ πιστέ, ω ανόητε εραστή!
Έχει για σένα ειρήνη εδώ, και σιγουριά΄ εδώ η μόνη
Σοφία - η αλήθεια! - “Όλη τη μέρα χαρούμενος ο ήλιος
Σε λούζει με αγάπη και με μόχθο, τραγούδι και οίνο΄
Γελάει το δάσος, ο αέρας πνέει όλη τη μέρα
Έως τη νύχτα”. Κι η νύχτα τελειώνει όλα τα πράγματα.
Δεν θα υπάρξει
Καμιά λυχνία να φωτίζει τα ουράνια, ούτε φωνές να κλαίνε,
Φώτα να παίζουνε, ή όνειρα, ή σκιές να φτερουγίζουν!
(Και, καρδιά, με όλο σου τον αναστεναγμό
Αυτή η χαρά, τα δάκρυα, έχουν φύγει, φύγει...)

Δεν έχει φέρει η αλήθεια καμιά καινούργια ελπίδα
καρδιά, που κλαις ακόμα τον Παράδεισο;
Ακόμα ψιθυρίζουν οι παλιές, στενάχωρες φωνές;
«Στη νιότη πλάι και στο τραγούδι, στο καρναβάλι, στη γιορτή
Μέσα απ' το γέλιο, από τα ρόδα, όπως παλιά
Έρχεται ο Θάνατος με σκιασμένα και ακούραστα τα πόδια
Ο Θάνατος ανεπηρέαστος από δεήσεις ή χρυσάφι.
Ο Θάνατος είναι το τέλος, το τέλος!»
Τότε περήφανος, με καθαρό το βλέμμα και γελώντας, χαιρέτισε
Τον Θάνατο σα φίλο!

Του Αιωνίου εξόριστος, σοφός πολύ
Βιασμένος μες στο σκότος και με τα μάτια ανέλπιδα
Για ό,τι ίσως κείται πέραν. Ορίζει το άστρο σου,
Ω καρδιά, για πάντα. Πίσω απ' τη νύχτα ωστόσο,
Στέκει για το μεγάλο αγέννητο, κάπου μακριά,
Λευκό ένα τρομερό ξημέρωμα. Το φως γυρνώντας
Θα επιστρέψει τις χρυσές τις ώρες,
Τον ωκεανό ένα ακυμάτιστο όριο, τη Γη λειβάδι
Απλόχωρο, γεμάτο με ηλιαχτίδες που χορεύουν,
Και γέλωτες, και μουσική, και μέσα απ' τα λουλούδια
Χαρούμενες οι παιδικές καρδιές κι οι όψεις
Ω καρδιά, στη μεγάλη αυγή!


            Ο ποιητής δεν έπεσε πολεμώντας στην Καλλίπολη. Το σώμα του δεν άντεξε την Ανατολή. Φιλόξενη ωστόσο η γη της Σκύρου, του χάρισε μια τελευταία κατοικία, ένα απάγγειο δροσερό κάτω από τις εληές.


Ανδρέας Μακρίδης




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Edward Marsh: Rupert Brooke – A Memoir
2) Nigel Jones: Rupert Brooke – Life, Death and Myth
3) Δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις τουΈθνουςκαι τηςΑκροπόλεωςτης 6ης Απριλίου 1931 από τα εγκαίνια του μνημείου του Μπρουκ στη Σκύρο
4) Martin Gilbert: Churchill, The Power of Words
5)
 Στοιχεία από τη διαδικτυακή σελίδα της Rupert Brooke Society
6)
 Άρθρο της Jill Dawson στη διαδικτυακή έκδοση της Daily Mail της 5ης Αυγούστου 2014 με τίτλο “Is this the face of Rupert Brooke's secret daughter?”
7) Υλικό από την ιστοσελίδα της βρετανικής κυβέρνησης, gov.uk, για τις εκδηλώσεις για την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του ποιητή


* Τα ποιήματα The Soldier και Second Best”, καθώς και το άτιτλο τελευταίο ποίημα του Μπρουκ, έχουν αποδοθεί στα ελληνικά από τον συντάκτη του κειμένου.


*Υστερόγραφο του ιστολογίου:
Η ανάρτηση αυτή, γίνεται σήμερα 30 Νοεμβρίου. 
Με την ευκαιρία αυτή, εκφράζουμε τα ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και τις καλύτερες των ευχών μας, στον εορτάζοντα συντάκτη αυτού του κειμένου, φίλο και συνάδελφο 
ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΚΡΙΔΗ!!! 

2 σχόλια:

  1. Σύρος 14 Δεκεμβρίου 2015. Ώρα 21.50
    Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να τιμήσει τον Ρούπερτ Μπρούκ, προσωπικός γραμματέας του το 1914,όταν τη 14η Φεβρουαρίου 1945, μετά τη συνδιάσκεψη της Γιάλτας, επισκέφθηκε την Αθήνα, έδωσε εντολή μικρής παράκαμψης του αεροσκάφους από την καθορισμένη πορεία του, προκειμένου να πετάξει πάνω από την Σκύρο.
    Από τα έργο Β Παγκόσμιος Πόλεμος του Ουίνστον Τσώρτσιλ.
    Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε Αντρέα, πολύ χρήσιμο άρθρο και πολύ ωραίες μεταφράσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή