Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Η συμβολή των Ελλήνων στην Ιταλική Αναγέννηση: Μύθος ή πραγματικότητα;

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΉ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ" ΤΕΎΧΟΣ 99-100
*Μπρούτζινο άγαλμα του Θεού Ερμή στην Φλωρεντία.


 Γράφει ο Ανθυπολοχαγός (ΠΖ) Γεώργιος Δημητρόπουλος*


                Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα το 395 μ.Χ., τα δύο αυτά τμήματα συνέχισαν την παράλληλη εξέλιξή τους. 
                 Το ανατολικό μέρος κατάφερε να επιβιώσει των βαρβαρικών επιδρομών που συντάραξαν τη βαλκανική χερσόνησο και επέζησε μέχρι την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το δυτικό μέρος, όμως, δεν είχε την ίδια τύχη: υπέκυψε στις εισβολές των βαρβαρικών φυλών και τελικά καταλύθηκε από τους Οστρογότθους το 476 μ.Χ. Με τον τρόπο αυτό, εισήλθε στην περίοδο του Μεσαίωνα, η οποία, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, χαρακτηρίσθηκε από τη σημαντική επιρροή της Εκκλησίας στην κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων, καθώς και από επιστημονική στασιμότητα και σχολαστικισμό, ερμηνεία, δηλαδή, των φαινομένων με βάση τις χριστιανικές αρχές.
                Ο άνθρωπος του Μεσαίωνα ήταν ένας άνθρωπος υποταγμένος: στη γη την οποία καλλιεργούσε, στη βούληση του φεουδάρχη, στην κοινότητα στην οποία ανήκε καθώς και στη Θεία βούληση, η οποία εκφράζονταν μέσω της Εκκλησίας. Η αξία του υπολογίζονταν μόνον ως μέρος ενός συνόλου, ενώ ο ίδιος έβλεπε όλη του τη ζωή ως μια γραμμική πορεία προς τον θάνατο, στην οποία δεν μπορούσε να παρέμβει, ένα παροδικό επεισόδιο το οποίο έπρεπε να υποστεί με καρτερία, προκειμένου να γευτεί τα αγαθά της μετά θάνατον ζωής.
*Τα τέσσερα επιχρυσωμένα άλογα του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης κοσμούν σήμερα την εκκλησία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία

                Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, το ανατολικό (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και το δυτικό τμήμα αλληλεπιδρούσαν τόσο μέσω διπλωματικών αποστολών όσο και λόγω εμπορικών σχέσεων. Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, καθώς το Βυζάντιο αποτελούσε την υπερδύναμη της εποχής, ήταν αναγκαίο για τους γείτονές του να μαθαίνουν Ελληνικά.1 Η μεσαιωνική Δύση ουσιαστικά ποτέ δεν αποκόπηκε από την αρχαιότητα και την κλασική παιδεία, διότι, παρά τη διχοτόμηση, εξακολούθησαν να υπάρχουν ελληνόγλωσσοι θύλακες στην ιταλική χερσόνησο, ενώ παράλληλα υπήρχε επιτόπια παραγωγή και αντιγραφή ελληνικών χειρογράφων στα μεγάλα μοναστηριακά κέντρα της ιταλικής χερσονήσου.2 Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι στο μεσαιωνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα (trivium) διδάσκονταν η γραμματική, η ρητορική και η λογική, που βασίζονταν σε πηγές αντλούμενες από την αρχαιότητα. Μετά το 1204 και τη λατινική κατάκτηση της βυζαντινής Ελλάδας, ο δυτικός κόσμος άρχισε να έρχεται σε επαφή με τα πρώτα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα. Η επεξεργασία, όμως, των κειμένων αυτών διαπνέονταν από το πνεύμα του σχολαστικισμού, στερώντας τα από το νόημα το οποίο είχαν κατά την αρχαιότητα με το αιτιολογικό ότι ο φυσιοκεντρισμός τον οποίο πρέσβευαν αποτελούσε ειδωλολατρική στάση ασύμβατη με τη χριστιανική διδασκαλία.3 Στα σχολιασμένα αυτά κείμενα βασίστηκε ολόκληρο το πνευματικό οικοδόμημα του Μεσαίωνα.
*Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής του Τζιόρτζιο Βασάρι

                Κατά την περίοδο, όμως, της Αναγέννησης, πραγματοποιήθηκε επανασύνδεση της Δύσης με την κλασική αρχαιότητα στην αυθεντική της μορφή, από την οποία είχε αποκοπεί κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Τα αποτελέσματα της στροφής αυτής παρατηρήθηκαν στις εικαστικές τέχνες, την πολιτική σκέψη, την επιστήμη και, φυσικά, τη σχέση του ανθρώπου με την Εκκλησία. Απαραίτητη προϋπόθεση για τις αλλαγές υπήρξαν οι πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία του 15ου αιώνα. Αυτές αφορούσαν τη μετατόπιση του κοινωνικού βίου από την ύπαιθρο στις πόλεις. Η αναβίωση των πόλεων, ο περιορισμός των φεουδαρχικών δομών και η δημιουργία της αστικής τάξης συνοδεύτηκαν από οικονομική ανάπτυξη, που υπήρξε απότοκη των νέων οικονομικών συνθηκών και δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για το φαινόμενο της Αναγέννησης.
                Η Αναγέννηση υπήρξε ένα αστικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε με φορέα το κίνημα του ουμανισμού. Ενός πνευματικού κινήματος του οποίου οι εκπρόσωποι μελετούσαν τα αρχαία λατινικά και ελληνικά κείμενα από το πρωτότυπο και τα αξιολογούσαν μέσω ενός συνδυασμού συλλογιστικής και εμπειρικών στοιχείων, ερχόμενοι, με τον τρόπο αυτό, σε αντίθεση με τον σχολαστικισμό του Μεσαίωνα.
*Ο Μανουήλ Χρυσολωράς

                Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η επιβεβαίωση ή κατάρριψη του μύθου σύμφωνα με τον οποίο η ιταλική αναγέννηση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους Έλληνες, τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων και τη συμβολή ή όχι του βυζαντινού πνευματικού κόσμου. Για τον λόγο αυτό, παρουσιάζονται εφεξής τα γεγονότα που συνέβαλαν στην αναβίωση αυτή και στην επίδραση των Βυζαντινών λογίων.

Ο ρόλος των Σταυροφοριών και της Άλωσης
της Κωνσταντινούπολης το 1204

                Με τις σταυροφορίες που διεξήγαγαν οι Δυτικοί και την πρώτη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ο δυτικός πολιτισμός ήρθε σε στενότερη επαφή με τον πολιτισμό του Βυζαντίου. Η λεηλασία και κατοχή της Βασιλεύουσας, η μεταφορά εκατοντάδων τόνων χρυσού, μαρμάρινων κιόνων, εκκλησιαστικών κειμηλίων και αγαλμάτων (συμπεριλαμβανομένων και των χρυσών αλόγων που βρίσκονται σήμερα στη Βενετία), συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη των ιταλικών πόλεων που είχαν συμμετάσχει στο εγχείρημα.4 Επιπλέον, τα εκατοντάδες χειρόγραφα που μεταφέρθηκαν στην Ιταλία αποτέλεσαν αντικείμενα μελέτης από τους λογίους της Δύσης συνεισφέροντας στην πνευματική τους αφύπνιση.
                Θα πρέπει να τονιστεί ότι η επιρροή του βυζαντινού πολιτισμού δεν είχε περιοριστεί στα στενά γεωγραφικά όρια της αυτοκρατορίας αλλά είχε αλληλεπιδράσει και με άλλους πολιτισμούς όπως οι Άραβες και οι Εβραίοι. Οι βυζαντινές επαρχίες οι οποίες σταδιακά κατακτήθηκαν από τους Άραβες αποτέλεσαν χώρο γόνιμης συνάντησης της ελληνικής και αραβικής αλλά και άλλων επιστημονικών παραδόσεων. Η κατάκτηση από τους Δυτικούς της υπό αραβική κατοχή Κόρδοβας το 1236 έφερε στο φως χιλιάδες τίτλους έργων της ελληνιστικής και κλασικής αρχαιότητας σχολιασμένους από μουσουλμάνους επιστήμονες όπως ο Αβερρόης,5 καθιστώντας, με τον τρόπο αυτό, τους κατακτητές κοινωνούς μιας παιδείας διαφοροποιημένης από τα δικά τους πρότυπα. Η πτώση της Βασιλεύουσας το 1453 σηματοδότησε την ολοκλήρωση της φυγής των Βυζαντινών λογίων προς τη Δύση, η οποία είχε ξεκινήσει τον 12ο αιώνα, και την έναρξη της ενεργού δράσης τους στις ελεύθερες πόλεις της Ιταλίας.
*Ο Άλδος Μανούτιος, Ιταλός λόγιος, ελληνιστής, φιλέλληνας, 
και σπουδαίος εκδότης και τυπογράφος

                Η σημασία των λογίων οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Ιταλική χερσόνησο δεν περιορίσθηκε στο γεγονός ότι προσέφεραν το υπόβαθρο για την ιδέα μιας σταυροφορίας με σκοπό την απελευθέρωση της ελληνικής Ανατολής. Οι λόγιοι αυτοί, μαζί με τα χειρόγραφα που διέσωσαν, μετέφεραν στη Δύση και την τέχνη της εξήγησης, δηλαδή της διευκρίνισης, της κριτικής ερμηνείας των κειμένων και της κριτικής σκέψης.6

Η αναβίωση των πόλεων και ο μετασχηματισμός
της μεσαιωνικής Δύσης

                Η αναβίωση των πόλεων που άρχισε να συντελείται στην Ευρώπη από τον 14ο αιώνα είχε από νωρίς ολοκληρωθεί στη βόρεια Ιταλία. Στη θέση των μεσαιωνικών κάστρων άρχισαν να δημιουργούνται ελεύθερες πόλεις– κράτη, όπως η Φλωρεντία, το Μιλάνο, η Φεράρα και η Βενετία. Τη διακυβέρνηση των περισσοτέρων από αυτές είχαν αναλάβει εξέχουσες προσωπικότητες, όπως, π.χ., ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής στη Φλωρεντία, επιβάλλοντας την απόλυτη κυριαρχία τους χάρις στην πολιτική τους επιδεξιότητα ή την οικονομική τους ισχύ. Επρόκειτο για έναν επωφελή δεσποτισμό, με τον οποίο η εμπορική και διοικητική μηχανή της κάθε πόλης οργανώθηκε με τρόπο ορθολογικό. Στην προσπάθεια τους να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους, οι ηγέτες αυτοί καλούσαν στον κύκλο τους διάφορους καλλιτέχνες και άλλα ανήσυχα πνεύματα με σκοπό να επενδύσουν την ηγεμονία τους με καλλιτεχνική δημιουργία.7 Οι εύποροι δε αστοί της πόλης, λόγω του πλούτου τους, ήταν πλέον σε θέση ν’ αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στις τέχνες και τα γράμματα, υποστηρίζοντας, παράλληλα, μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά καλλιτεχνικά προγράμματα.
                Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε ζήτηση για καλλιτέχνες και λογίους και διαμορφώθηκε ένα νέο παιδευτικό ιδεώδες. Κατά την αναζήτηση έμπνευσης, οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι, γλύπτες, ποιητές, ζωγράφοι ή λόγιοι, ανακάλυψαν ξανά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, η οποία ήταν πανταχού παρούσα στις πόλεις, με αφετηρία τα αρχαία κτίσματα, τα μισοθαμμένα αγάλματα και τη φιλολογική παρακαταθήκη των Λατίνων ποιητών, συγγραφέων και ρητόρων. Η τάση αυτή αποτυπώθηκε στα τοσκανικά κτίσματα και γλυπτά, στη χρήση ομοιοκαταληκτικών στίχων και σε άλλες μορφές του γραπτού λόγου. 8 Σε ολόκληρη την Ιταλία ήταν φανερός ο ζήλος για τις ρωμαϊκές αρχαιότητες, για τις οποίες μίλησε και ο Βοκάκιος. Δημιουργήθηκαν συλλογές αρχαιοτήτων, τα ιστορικά αρχεία διαφόρων πόλεων παρέπεμπαν σε κάποια αληθινή η φανταστική σχέση με τη Ρώμη, ενώ πολλοί γενεαλόγοι είχαν αναγάγει την καταγωγή αρκετών οικογενειών σε φημισμένα ρωμαϊκά γένη.9 Με τον τρόπο αυτό, άρχισε να αναπτύσσεται το ιταλικό πνεύμα, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για τη Δύση.10 Τέλος, η επιδημία της πανώλης, που έπληξε την Ιταλία κατά τον 14ο αιώνα, και η εξοικείωση με τον θάνατο ώθησε τους φιλοσόφους να δώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στη ζωή πάνω στη γη παρά στην πνευματικότητα και τη ζωή μετά θάνατον. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, μια μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο οι διανοούμενοι προσέγγιζαν τη θρησκεία, η οποία είχε αντανάκλαση και σε άλλους τομείς της πνευματικής ζωής, τις πολιτικές επιστήμες, τη γλυπτική και τη ζωγραφική.11

Η συνεισφορά Δυτικών και Βυζαντινών λογίων

                Πρωτοστάτες στην παραπάνω κίνηση υπήρξαν λόγιοι όπως ο Δάντης, ο Βοκάκιος και ο Πετράρχης. Ο Δάντης, πατέρας της ιταλικής γλώσσας, έγραψε στη τοπική διάλεκτο της Τοσκάνης αντί των λατινικών και εξέφρασε, με τον τρόπο αυτό, τον πηγαίο ψυχισμό και την εσωτερική εμπειρία, αναδεικνύοντας τον έρωτα σε κεντρικό θέμα της ποίησης του. Ο Βοκάκιος, με το τολμηρό του έργο «Δεκαήμερο», ανύψωσε τη σαρκικότητα σε μορφή αμοιβαίας αποδοχής. Ο Πετράρχης όχι μόνο μιμήθηκε όλα τα είδη της λατινικής ποίησης 12  αλλά δημιούργησε ιδιωτική βιβλιοθήκη αναζητώντας αρχαία κείμενα. Μελέτησε τον Όμηρο από μετάφραση και επιδίωξε τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία. Συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη των σονέτων, ενώ με το κυριότερο έργο του, το Canzoniere, αποτελούμενο από 365 ερωτικά τραγούδια, επηρέασε όλη τη μετέπειτα λυρική ποίηση.
                Το όραμά του ευοδώθηκε με την αποδοχή του Μανουήλ Χρυσολωρά να διδάξει ελληνικά στη Φλωρεντία. Ο Χρυσολωράς, επιτυχημένος διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και διπλωμάτης, συνέταξε μεταξύ άλλων ένα γραμματικό εγχειρίδιο, τα «Ερωτήματα της Ελληνικής Γλώσσας», το πρώτο, ουσιαστικά, διδακτικό βοήθημα για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στη Δύση,13 με το οποίο διδάχθηκαν την ελληνική γλώσσα οι σπουδαιότεροι λόγιοι της Ιταλίας.14 Το έργο αυτό μεταφράστηκε στα λατινικά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς τη μεσολάβηση Έλληνα δασκάλου, δίνοντας με τον τρόπο αυτό ώθηση στις ελληνικές σπουδές στη Δύση και κάνοντας γνωστούς στο ευρύ κοινό τους Έλληνες συγγραφείς.15 Κατέχοντας απόλυτα τη λατινική γλώσσα, ο Χρυσολωράς υπέδειξε τον ορθό τρόπο μετάφρασης των ελληνικών έργων στα Λατινικά, τονίζοντας ότι ο μεταφραστής θα πρέπει να κατανοεί και να αποδίδει το πνεύμα του κειμένου παραμένοντας πιστός στο πρωτότυπο, σεβόμενος, όμως, τις ιδιορρυθμίες της λατινικής γλώσσας, ώστε το αποδοθέν κείμενο να είναι ευανάγνωστο και κατανοητό. Προκάλεσε, έτσι, το ενδιαφέρον των ηγεμόνων και λογίων της Ιταλίας να αποκτήσουν ελληνικά χειρόγραφα και να γνωρίσουν παντελώς άγνωστα στη Δύση μνημεία λόγου όπως η Πολιτεία του Πλάτωνα. Ως εκ τούτου, διαμορφώθηκε σταδιακά η συνείδηση στον πνευματικό κόσμο της Ιταλίας ότι η πνευματική αναγέννηση, το ουμανιστικό ρεύμα, η γνώση και κατανόηση της κλασικής λογοτεχνίας δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν χωρίς τη γνώση της ελληνικής γραμματείας.16
                Οι επαφές μεταξύ Βυζαντινών και Δυτικών συνεχίστηκαν και αργότερα, στο πλαίσιο της Συνόδου Φεράρας- Φλωρεντίας το 1439, όπου πραγματοποιήθηκαν ευρύτερες πνευματικές και επιστημονικές συζητήσεις, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα. Ο Γεώργιος Γεμιστός συνέταξε το δοκίμιο «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται», ενώ ο Βησσαρίωνας, στην προσπάθειά του να θέσει σε διάλογο τον Πλάτωνα με τον Αριστοτέλη, συνέγραψε το έργο «Έλεγχοι των κατά Πλάτωνος βλασφημιών».17 Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία, διότι έγινε πλέον κατανοητό στη Δύση ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν και άλλες φωνές εκτός από αυτήν του Αριστοτέλη, στον οποίο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό η φιλοσοφία του Μεσαίωνα. Το έργο, όμως, του Βησσαρίωνα δεν σταμάτησε εκεί. Με τους λόγους τους και τις επιστολές του προς τους χριστιανούς ηγεμόνες, προσπάθησε να τους συνεγείρει για την απόκρουση του οθωμανικού κινδύνου.18
                Παράλληλα με τη συλλογή πρωτότυπων χειρογράφων των αρχαίων συγγραφέων, προσέφερε στη Δύση ένα σύνολο έργων το οποίο κάλυπτε τις κεντρικές συνιστώσες της αρχαιοελληνικής σκέψης.
                Με τον σχολιασμό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ασχολήθηκε ένας ακόμα Βυζαντινός λόγιος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, δάσκαλος του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς, ηγεμόνα της Φλωρεντίας, και του φιλολόγου Angelo Poliziano, ο οποίος δίδαξε στη Ρώμη.19 Στην αυλή των Μεδίκων δίδαξε επίσης ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, δάσκαλος του Λαυρέντιου Ιωάννη των Μεδίκων και μετέπειτα πάπα Λέοντος Ι’. Μέσω του έργου των δύο αυτών λογίων, οι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες της Δύσης αντιλήφθηκαν τη σημασία της ελληνικής παιδείας και υπήρξαν θετικοί προς τη διάδοσή της στους υπηκόους τους. Τα ελληνικά γράμματα επεκτάθηκαν, όμως, και πέρα από την ιταλική χερσόνησο με τη συμβολή του Ιωάννη Καπνιών και του Αγκρίπα φον Νέτεσχαϊμ. Με το έργο του Εράσμου του Ρότερνταμ διαδόθηκε ευρέως το κλασικό ελληνικό πνεύμα στη Βόρεια Ευρώπη.20
                Στις παραπάνω προσπάθειες συνέβαλε και η ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο. Ο τυπογράφος και εκδότης Άλδος Μανούτιος, με έδρα τη Βενετία του 15ου αιώνα, διαμόρφωσε έναν κύκλο Ελλήνων και Δυτικών λογίων, τη Νέα Ακαδημία, με χαρακτήρα φιλολογικής εταιρείας, στην οποία, με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, ανταλλάσσονταν ιδέες για δημοσιεύσεις και διεξαγόταν αντιπαραβολή των χειρογράφων, καθιστώντας έτσι γνωστό το ελληνικό πνεύμα σε ένα ευρύτερο κοινό.21 Το τυπογραφείο του προέβη στην έκδοση μεγάλου αριθμού συγγραμμάτων με κορυφαία την πεντάτομη έκδοση των Απάντων του Αριστοτέλη22 και τη γραμματική της Ελληνικής του Κωνσταντίνου Λάσκαρη «Επιτομή των Οκτώ του Λόγου Μερών». Οι εκδόσεις του Άλδου Μανούτιου περιείχαν, εκτός από το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, και τη λατινική μετάφραση· καθίσταντο, έτσι, φιλικές στο ευρύ κοινό, το οποίο συνεχώς διευρυνόταν. Παράλληλα, η σταδιακή μετάφραση στα Λατινικά του συνόλου των ελληνικών έργων τα καθιέρωσε ως κύρια πηγή της δυτικής σκέψης και συνεισέφερε στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου κύκλου λογίων, των Studiosi. Συνοψίζοντας, ο Μανούτιος με το έργο του θεμελίωσε μια διαρκή έκδοση Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων χωρίς θεματικούς περιορισμούς, με κείμενα απαλλαγμένα από τη δουλική προσκόλληση στο πρωτότυπο και την πιστή κατά λέξη μετάφρασή τους, δημιουργώντας μια τάση ελεύθερης μετάφρασης, η οποία έδινε βαρύτητα στην αισθητική ποιότητα του μεταφράσματος.23
                Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η ελληνομάθεια είχε μεγάλη απήχηση στους κύκλους των ουμανιστών. Οι Ιταλοί φιλόσοφοι της Αναγέννησης επεδίωξαν τη γνώση μέσα από τα αρχαία κείμενα, γραμμένα στα Λατινικά ή στα Αρχαία Ελληνικά. Αναζήτησαν έργα συγγραφέων της κλασικής αρχαιότητας, Ελλήνων και Λατίνων, όπως ο Πλάτωνας και ο Κικέρωνας, που είχαν βυθιστεί στη λήθη για αιώνες, αλλά είχαν διαφυλαχθεί στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε μοναστικές βιβλιοθήκες, στον ισλαμικό κόσμο, καθώς και στις μεταφράσεις ελληνικών και αραβικών κειμένων στη Λατινική. Η επιστροφή αυτή στις παλαιότερες φάσεις πνευματικής δημιουργίας επετεύχθη χωρίς μιμητισμό, ερμηνεύοντας το παρελθόν μέσα από το παρόν. Στην επιθυμία τους να βελτιώσουν και να τελειοποιήσουν την κοσμική τους γνώση, οι λόγιοι της Αναγέννησης ανακάλυψαν στα κείμενα αυτά ένα εντελώς διαφορετικό συναίσθημα υπερβατικής πνευματικότητας από αυτό του ασφυκτικά πιεστικού μεσαιωνικού χριστιανισμού. Αντί, όμως, να απορρίψουν τον χριστιανισμό, πολλά από τα μεγαλύτερα έργα της Αναγέννησης εμπνεύστηκαν και αφιερώθηκαν σε αυτόν, ενώ η ίδια η Εκκλησία υπήρξε χορηγός και υποστηρικτής πολλών από τα έργα αυτά.24

Επίλογος


                Στο παραπάνω κείμενο έγινε προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα εάν η συμβολή των Ελλήνων στην Ιταλική Αναγέννηση υπήρξε μύθος ή πραγματικότητα. Χωρίς να παραγνωριστεί το γεγονός της προΰπαρξης του ρωμαϊκού πολιτισμού στην ιταλική χερσόνησο, της σημασίας του και των λογίων οι οποίοι εργάστηκαν με ζήλο, εκτιμώ ότι ο μετασχηματισμός της ιταλικής κοινωνίας, ο οποίος υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση της Αναγέννησης, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Βυζάντιο και την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λόγω της κατακτητικής πορείας Δυτικών και των Μουσουλμάνων.
                Παρόλα τα προαναγεννησιακά φαινόμενα που εμφανίστηκαν (Καρολίγγεια Αναγέννηση), οι απαραίτητες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στην Αναγέννηση πιθανότατα δεν θα είχαν εμφανιστεί χωρίς την πτώση (κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους) και κατόπιν την ολική κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
                Η συλλογή και εξαγωγή συγγραμμάτων προς τις ιταλικές πόλεις, μαζί με τη μαζική έξοδο των λογίων, η οποία κορυφώθηκε μετά την Άλωση, επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη του ανθρώπου ως κέντρου της νέας επιστήμης. Οι λόγιοι αυτοί, με την έκδοση μεγάλου αριθμού αρχαίων κειμένων και τη συμβολή της τυπογραφίας, έβαλαν ένα λιθαράκι στην εκλαΐκευση της επιστήμης και την κατέστησαν προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό, ενώ μέχρι τότε περιορίζονταν στον κύκλο του εκάστοτε ηγεμόνα και των αυλικών του.
                Ακόμα και η γνωριμία με τον Αριστοτέλη, στον οποίο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό η μεσαιωνική φιλοσοφία, οφείλεται κατά πολύ στην αλληλεπίδρασή του με τον πολιτισμό των Αράβων και τη μεταφορά συγγραμμάτων από το Βυζάντιο στη Δύση. Η επαφή των Δυτικών με τον Πλάτωνα και τους συνεχιστές του (όπως τον Πλωτίνο) υπήρξε επίσης καταλυτική και διαμόρφωσε μια νέα τάση στη φιλοσοφία, η οποία επικεντρώθηκε στην διερεύνηση του κόσμου με βάση τις εμπειρίες με συνέπεια την αλλαγή ολόκληρης της κοσμοθεώρησης του Μεσαίωνα.
                Ο αναγεννησιακός άνθρωπος άρχισε πλέον να κατανοεί τον εαυτό του ως κάτι το μοναδικό και στράφηκε στην ενδοσκόπηση, προκειμένου να ανακαλύψει τη φυσικότητά του. Με την καθοδήγηση των ουμανιστών, οι οποίοι υπήρξαν φορείς της Αναγέννησης (πολλοί εξ αυτών υπήρξαν μαθητές Βυζαντινών λογίων), το εκπαιδευτικό σύστημα αναδιοργανώθηκε και δημιουργήθηκαν τα πρώτα πανεπιστήμια απομακρύνοντας την εκπαίδευση από την επιρροή της Εκκλησίας.
                Με το έργο των Βυζαντινών λογίων οι οποίοι μετέβησαν στην Ιταλία κυρίως μετά την Άλωση, το βυζαντινό πνεύμα, φορέας του αρχαίου ελληνικού, μπόλιασε το αρχαίο ρωμαϊκό, το οποίο είχε αρχίσει να ανακαλύπτεται και πάλι, και οδήγησε στην ανάπτυξη των ανθρωπιστικών τάσεων που οδήγησαν στην Αναγέννηση και στη δημιουργία έργων τα οποία εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να προκαλούν τον θαυμασμό.

Γεώργιος Δημητρόπουλος.

* O Γεώργιος Δημητρόπουλος είναι Ανθλγος (ΠΖ- ΕΔ), απόφοιτος τμήματος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του ΕΑΠ.


Βιβλιογραφία

*Βαλλιάνος Περικλής, «Βυζαντινός και Δυτικός Κόσμος: Αναγέννηση και Ουμανισμός», τ. Β'. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2000.
*Βαϊόπουλος Βάιος. «Στα χρόνια του πρώιμου ανθρωπισμού: Αλδινές εκδόσεις και λατινικές μεταφράσεις ελληνικών κειμένων». Κέρκυρα: Ιόνιος Λόγος, 2007.
*Λαμπάκης Στέλιος, «Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2004, σ. 34.
*Μπούκχαρτ Γιάκομπ, «Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία». Αθήνα: Νεφέλη. 1997.
*Βυζάντιο και Ευρώπη, Α'  Διεθνής Βυζαντινολογική
Συνάντηση, Δελφοί, 20-24 Ιουλίου 1995.Αθήνα: Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, 1987.


Πηγές φωτογραφιών

-http://users.uoa.gr
-http://www.tovima.gr/relatedarticles/
article/?aid=156122
-politistiko-3glykaganarg.blogspot.com/2009/12/
blog-post_27.html
-hellenica.de/Italia/AldusManutius.html


Παραπομπές

1) Λαμπάκης, 2004, σ. 34.
2) Όπως παραπάνω σ. 35.
3) Βαλλιάνος, 2000, σ. 49.
4) Ντοκιμαντέρ: Αρχιμανδρίτης Τύχων, «Η πτώση μιας Αυτοκρατορίας- Το μάθημα του Βυζαντίου», Μονή Στρετένσκυ, Μόσχα.
5) http://eicastikon.blogspot.com
6) Βαλλιάνος, 2000, σ. 60.
7) Όπως παραπάνω σ. 35.
8) Μπούκχαρτ, 1997, σ. 127.
9) Όπως παραπάνω σ. 132.
10) Όπως παραπάνω σ. 126.
 12) Όπως παραπάνω σ. 143.
13) Βαϊόπουλος, 2007, σ. 44.
15) Βαϊόπουλος, 2007, σ. 44.
17) Λαμπάκης, 2004, σ. 35.
18) Βαϊόπουλος, 2007, σ. 61.
19) Λαμπάκης, 2004, σ. 43.
20) Βαϊόπουλος, 2007, σ. 61.
21) Όπως παραπάνω, σ. 46.
22) http://eicastikon.blogspot.com
23) Βαϊόπουλος, 2007, σ. 54.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου