Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΛΗΣΤΕΙΕΣ: Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΘ΄ΑΙΩΝΑ- ΑΡΘΡΟ 2ο

*Η Θράκη σε παλαιό χάρτη




*Ληστείες και δολοφονίες ιερωμένων
*Οι Κιρκάσιοι ληστές στη Θράκη



Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης



          Συνεχίζουμε, σε δεύτερο άρθρο την ιστορία της ληστοκρατίας στη Θράκη κατά τον 19ο αιώνα.
          Το 1862 το μεγάλο θέμα, ήταν η δολοφονία του αγγλοαμερικανού επισκόπου Μέριαμ, που βρέθηκε στη Θράκη προφανώς για να προωθήσει τους προσηλυτισμούς που προωθούσαν όλα τα δόγματα και όλες οι Εκκλησίες.

          Υπάρχει μια αναλυτική αναφορά του υποπρόξενου στη Φιλιππούπολη Γ. Δ. Κανακάρη στις 27 Ιουνίου 1862, με αριθμό πρωτ. 304[1].
          Στις 21 Ιουνίου λοιπόν μια ομάδα ταξιδιωτών ανάμεσα στους οποίους ο αγγλοαμερικανός επίσκοπος Μέριαμ, η έγκυος σύζυγός του και με ένα μωρό στην αγκαλιά που θήλαζε και μια υπηρέτριά τους. Επίσης ο μεγαλέμπορος της Φιλιππούπολης, Έλληνας υπήκοος  Χατζή Γεώργιος Χατζηκωνσταντίνου, ένας αρτοποιός ονόματι Ιωάννης, ένας μουφτής με την οικογένειά του και ο αδελφός του διερμηνέα του αυστριακού υποπροξενείου, ο οποίος ήταν στρατιωτικός γιατρός στην Κωνσταντινούπολη.
          Όλοι μαζί ξεκίνησαν με άμαξες, όπως συνηθίζονταν τότε από την Αδριανούπολη, για να πάνε στη Φιλιππούπολη. Η συνοδεία είχε επιφορτισθεί να μεταφέρει και ένα πανάκριβο άλογο ράτσας, που ανήκε στον επιφανή ομογενή της Φιλιππούπολης Μιχαήλ Γκιουμουσγκερδάνη. Άλλο ένα παρόμοιο άλογο είχε και ο Χατζηκωνσταντίνου.
*Φιλιππούπολη

          Στο Χαρμανλή οι ταξιδιώτες διανυκτέρευσαν στο χάνι της πόλης και έδωσαν τα άλογά τους για περιποίηση και πετάλωμα σε τρεις Αλβανούς και δύο Πομάκους, οι οποίοι αμέσως σχεδίασαν πώς θα ληστέψουν τους ταξιδιώτες.
          Οι ταξιδιώτες όμως κάτι υποπτεύθηκαν και έσπευσαν να ζητήσουν προστασία. Οι δυο ζαπτιέδες της πόλης έναντι αμοιβής δέχθηκαν να τους συνοδεύσουν έως τον επόμενο σταθμό.  Πράγματι όταν έφυγε η ομάδα των ταξιδιωτών προπορεύονταν οι δύο ζαπτιέδες. Αφού βγήκαν από το Χαρμανλή πέρασαν από ένα δασωμένο μέρος και έφθασαν σε μια πεδιάδα, όταν μετά από πορεία και ευρισκόμενοι σε απόσταση 1,5 ώρας από την Ουζουντζόβα, δέχτηκαν επίθεση από τους ληστές. Οι δυο ζαπτιέδες που θα τους προστάτευαν, έσπευσαν αμέσως να εξαφανισθούν. Ο επίσκοπος Μέριαμ διέταξε τον αμαξά να αναπτύξει ταχύτητα και αυτό μιμήθηκαν και οι άλλοι αμαξάδες.
          Οι ληστές άρχισαν να  τους καταδιώκουν ρίχνοντας καταιγιστικούς πυροβολισμούς. Έτσι κατόρθωσαν να σκοτώσουν το ένα άλογο από την προπορευόμενη άμαξα, η οποία σταμάτησε κλείνοντας το δρόμο και στις υπόλοιπες άμαξες.
          Ο Μέριαμ κρατώντας στο ένα χέρι του το πορτοφόλι του για να το δώσει στους ληστές, κατέβηκε από την άμαξα, αλλά οι ληστές τον σκότωσαν όπως και τον αρτοποιό Ιωάννη από τη δεύτερη άμαξα. Τραυμάτισαν βαριά τον ένα αμαξά ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα στη Φιλιππούπολη και ελαφριά τον δεύτερο αμαξά και τον Χατζηκωνσταντίνου, ο οποίος αν και παραδόθηκε και απειλήθηκε να εκτελεσθεί τελικά διασώθηκε. Είχε κατορθώσει να πείσει τους δύο Πομάκους ληστές, ότι δεν συγγενεύει με τον Μιχαήλ Γκιουμουσγκερδάνη. Από το γεγονός αυτό, ο Κανακάρης υπέθετε πως οι δύο Πομάκοι ληστές ήσαν συγγενείς του προ καιρού απαγχονισθέντος δολοφόνου του αδελφού του Γκιουμουσγκερδάνη.
           Οι ληστές κατάκλεψαν νεκρούς και ζωντανούς αποκομίζοντας χρήματα, ρολόγια, δαχτυλίδια, όπλα, ρούχα και τα δυο πανάκριβα άλογα, του Γκιουμουσγκερδάνη και του Χατζηκωνσταντίνου και άφησαν ένα από τα δικά τους άλογα για το σκοτωμένο της άμαξας. Άφησαν ελεύθερη την οικογένεια του επισκόπου Μέριαμ, η γυναίκα του οποίου πήρε το πτώμα του άνδρα της στην άμαξα και το μετέφερε στη Φιλιππούπολη. Τον αρτοποιό Ιωάννη ενταφίασαν στην Ουζουντζόβα.
          Οι υπόλοιποι κατατρομαγμένοι ειδοποιούσαν τις αρχές από τα μέρη που περνούσαν, ζητώντας ένοπλη συνοδεία.
          Ο υποδιοικητής του Χάσκιοϊ τους απάντησε ότι η κυβέρνηση δεν τον τοποθέτησε εκεί για να προστατεύει τους ταξιδιώτες από τους κακούργους, αλλά να μαζεύει τους φόρους. Τελικά πείσθηκε να διαθέσει τρεις ένοπλους συνοδούς.
          Όταν οι ατυχείς ταξιδιώτες έφθασαν στη Φιλιππούπολη, ο υποπρόξενος Κανακάρης συνάντησε τον Έλληνα υπήκοο Χατζηκωνσταντίνου και τη χήρα του επισκόπου. Ο ενταφιασμός του Μέριαμ έγινε εσπευσμένα, παρά τις προθέσεις να γίνει μεγαλοπρεπής κηδεία, με στόχο να ευαισθητοποιηθούν και οι αρχές, γιατί είχε αρχίσει η σήψη της σορού του.
          Η χήρα του Μέριαμ που βρίσκονταν στο έβδομο μήνα της κύησης, από τη μεγάλη αυτή δοκιμασία, απέβαλε δίδυμα έμβρυα και κινδύνεψε η ζωή της.
          Οι ληστές πάντως ήταν γνωστοί, αλλά οι αρχές δεν έσπευδαν να τους συλλάβουν, αδιαφορώντας πλήρως. Το προξενικό σώμα της Φιλιππούπολης προ της καταστάσεως αυτής έκανε διάβημα στο Διοικητή της πόλης.
          Την επόμενη μέρα της φοβερής αυτής ληστείας σημειώθηκε και μια άλλη ληστεία, στο Ελιτζά Ντερεσί της επαρχίας Φιλιππούπολης. Ορεινοί Οθωμανοί, όπως αποκαλούσαν τους Πομάκους, λήστεψαν ένα εμπορικό καραβάνι σκοτώνοντας δύο Βούλγαρους, τον ένα από το Αλαμίς Γκερεσί και τον άλλο από το Καρναβάτ και τραυμάτισαν το Θεοχάρη Βλάτζου έμπορο ο οποίος νοσηλεύθηκε στη Φιλιππούπολη. Επειδή όμως τα θύματα ήταν Χριστιανοί ραγιάδες η τοπική αρχή δεν πήρε μέτρα για τη σύλληψη των δραστών.
          Η καθημερινότητα της Θράκης τα χρόνια εκείνα, ήταν πολύ άγρια.
*Τσερκέζοι. Πίνακας του Alfred von Wierusz Kowalski 



Φόβος και τρόμος στη Θράκη οι Τσερκέζοι



          Φόβος και τρόμος είχαν καταστεί και οι Κιρκάσιοι την εγκατάσταση των οποίων στη Θράκη, είχαν ενθαρρύνει οι Οθωμανοί επικυρίαρχοι.
          Σε μια περίπτωση τον Ιανουάριο του 1862[2] 370 Κιρκάσιοι παρουσιάσθηκαν στο Ρώσο πρόξενο ζητώντας να παλιννοστήσουν στην πατρίδα τους. Είχαν πάει νωρίτερα στο Διοικητής της Αδριανούπολης Κυπρισλή Μεχμέτ Πασά, ο οποίος όμως αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Οι Τούρκοι τους ήθελαν εκεί…
          Χαρακτηριστικά αναφέρεται στον Τύπο της εποχής εκείνης τον Μάρτιο του 1874, ότι μόνο στο διαρρεύσαν τετράμηνο είχε επισημανθεί η διάβαση από τα τουρκορωσικά σύνορα, 50.000 Κιρκασίων, σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές.
          Για να δει κανείς το μέγεθος της σκληρότητας αυτής της φυλής, είναι αρκετή μια ανταπόκριση που δημοσιεύθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1875 στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα μ’ αυτήν ορισμένοι Κιρκάσιοι στον Παζαρτζήκι αποπειράθηκαν να κλέψουν ζώα από ένα στάβλο. Ένας από αυτούς πλησίασε και έβαλε το χέρι του μέσα από το παράθυρο για να μπορέσει να ανοίξει την πόρτα. Ο ιδιοκτήτης του στάβλου που κοιμόταν μέσα ξύπνησε από το θόρυβο, κατόρθωσε να αρπάξει το χέρι του Κιρκάσιου και δεν το άφηνε με κανένα τρόπο.
*Κιρκάσιοι στην Κωνσταντινούπολη. Καρτ ποστάλ του Δημοτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης

          Οι άλλοι Κιρκάσιοι φοβήθηκαν τότε ότι θα ξυπνήσουν από το θόρυβο οι κάτοικοι του χωριού και θα τους συλλάβουν. Μη θέλοντας όμως να εγκαταλείψουν τον παγιδευμένο σύντροφό τους του έκοψαν το χέρι και ακρωτηριασμένο και αιμόφυρτο τον πήραν μαζί τους υποχωρώντας. Και η εφημερίδα κατέληγε χαρακτηριστικά: «Τοιαύτα τα ήθη και ο χαρακτήρ των ληστών τούτων, ούς ηθέλησαν, ν’ αποικίσωσιν εν τη επαρχία Αδριανουπόλεως».

*Τσερκέζοι ή Κιρκάσιοι. Πίνακας του Albert Wagner

          Το άλλο σημειώθηκε κοντύτερα προς την Αδριανούπολη. Άγνωστοι επιτέθηκαν εναντίον ενός ιερέως και των τριών συνοδών του. Οι ληστές έκλεψαν ό,τι βρήκαν, κατέσφαξαν τα θύματά τους και πέταξαν τα πτώματά τους στα χωράφια. Από αναφορά της 27 Δεκεμβρίου 1869[3], του προξένου της Αδριανούπολης Ι. Μεταξά προκύπτει πως εκείνη τη χρονιά η μάστιγα της ληστείας παρουσίασε κάποια ύφεση. Όμως το Δεκέμβριο του 1869 αναφέρθηκαν δύο κρούσματα ληστειών. Το ένα σημειώθηκε αρκετές ώρες μακριά από την Αδριανούπολη, σε κάποιο δημόσιο δρόμο. Ληστεύθηκαν και τραυματίσθηκαν τρείς Χριστιανοί.
          Από δημοσιεύματα του «Νεολόγου» πληροφορούμαστε ότι το Μάιο του 1871 ο γενικός διοικητής της Αδριανούπολης Ασήμ Πασάς πραγματοποίησε περιοδεία στη Ραιδεστό για να επιθεωρήσει το σύστημα των φόρων που αποδίδονταν στο κράτος με την δεκάτη των αγροτικών προϊόντων.
          Τις μέρες εκείνες άγνωστοι ληστές σκότωσαν έξω από το Μπαμπά Εσκή δύο Αλβανούς που πήγαιναν να αγοράσουν ζώα.
    Οι κάτοικοι του Μπαμπά Εσκή άδραξαν την ευκαιρία και έκαναν έκκληση στον Ασήμ Πασά να τους απαλλάξει από τους Κιρκάσιους ληστές τονίζοντας: «Εν τούτοις ευχής έργον ήθελεν είσθαι εάν η Α. Εξοχότης ο Ασήμ Πασάς εφείλκυε δραστηρίως την προσοχήν των υποδεεστέρων αρχών, προς καταδίωξιν των τοιούτων τεράτων και εμπέδωσιν της ασφαλείας εις τον νομόν αυτού. Ό,τι ιδίως συνιστώμεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πρόνοιαν είναι η αυστηρά επίβλεψις της διαγωγής των εν τοις περιχώροις της δικαιοδοσίας αυτού ενδημούντων Κιρκασίων». 
          Τον Αύγουστο του 1871 σημειώθηκαν τρεις ληστείες, μια στο Ιρί Δερέ, που απείχε μια ώρα από τις Σαράντα Εκκλησίες, μια στο Μπεϊλίκ Κουρού και μια στο Μεγάλο Βογιαλίκιο, όπου επτά ληστές μέρα μεσημέρι μπήκαν σε ένα σπίτι και έκλεψαν 18.000 γρόσια ποσό πολύ μεγάλο «και απέκοψαν τους μαστούς» του θύματός τους.
          Την ίδια εποχή αναφέρεται έξαρση των ληστειών και στην ευρύτερη περιοχή της Ραιδεστού.
          Τον Οκτώβριο του 1871 συνοδεία εμπορευμάτων υπέστη επίθεση Κιρκασίων κοντά στο Ουζούν Κιοπρού. Έκλεψαν όλα τα εμπορεύματα και τραυμάτισαν σοβαρά με μαχαίρι ένα από τους οδηγούς.
          Την ίδια εποχή μεταξύ Ραιδεστού και Αδριανουπόλεως εκλάπησαν οι αποσκευές του αρχιεπιθεωρητή των σιδηροδρόμων Γουίλιαμ.
          Ένας έμπορος ληστεύθηκε στο Κούλελι Μπουργκάζ (σημερινό Πύθιο). Του πήραν 1.400 γρόσια.
          Στα πέριξ των Σαράντα Εκκλησιών σκότωσαν ένα χωρικό και ένας άλλος εγκατέλειψε τα ζώα του στους ληστές για να γλιτώσει τη ζωή του.
*Κιρκάσιος

Οι κάτοικοι της Σηλυβρίας το Φεβρουάριο του 1872 με αναφορά τους στο διευθυντή της Αστυνομίας ζητούσαν προστασία από τους Κιρκάσιους μετανάστες, που είχαν χωρισθεί σε δύο ομάδες και καταλήστευαν την περιοχή.
          Τον Ιούλιο του 1872 το αυστριακό ταχυδρομείο της ξηράς καταδιώχθηκε από ληστές μεταξύ Σηλυβρίας και Μπουργκάζ, χωρίς όμως οι ληστές να κατορθώσουν να συλλάβουν τις άμαξες και τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους. Τότε έστησαν ενέδρα στο τουρκικό ταχυδρομείο που ερχόταν από την Αδριανούπολη και άνοιξαν τους ταχυδρομικούς σάκους, αλλά δεν βρήκαν χρήματα, παρά μόνο γράμματα.
          Οι κάτοικοι της περιοχής Ραιδεστού το Νοέμβριο του 1873 είχαν κάνει δημόσια έκκληση στο διοικητή της επαρχίας Αχμέτ Φεχίμ Πασά να επιβάλλει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια  Εκείνες τις μέρες ξεχείλισε το ποτήρι όταν άγνωστοι κακούργοι κατέσφαξαν δύο ανθρακείς στο Γενιτσί- Κιοϊ της Χαριούπολης και το δικαστή του μετζλεσίου Χαριουπόλεως Στέφανο, που ήταν Ηπειρώτης οινέμπορος, σε χωριό μια ώρα μακριά από τη Ραιδεστό. Επίσης κατακρεούργησαν μια οκταμελή οικογένεια χριστιανών αθιγγάνων που πήγαιναν για δουλειές στη Ραιδεστό.
          Οι βιαιοπραγίες των Κιρκασίων υποτροπίασαν και στην περιοχή της Σηλυβρίας τον Ιούνιο του 1873.
          Το Φεβρουάριο του 1874 βλέπουμε από τη Βάρνα, από δημοσιεύματα του Τύπου, ότι παραπονούνται οι χωρικοί της επαρχίας εναντίον των Κιρκασίων, οι οποίοι «ουδαμώς απέβαλον την πάτριον έξιν του ζην εκ της κλοπής και της αρπαγής». Στην ίδια ανταπόκριση διαβάζουμε μια παραστατική περιγραφή: «Διατρέχοντες έφιπποι την ύπαιθρον επέπιπτον κατά των χωρικών» τους μαστίγωναν τους καταλήστευαν παίρνοντας ζώα και ό,τι πολύτιμο διέθεταν.  
          Οι Κιρκάσιοι, συνέχισαν απτόητοι την κακοποιό δράση τους στην Ανατολική Θράκη. Στα τέλη Ιανουαρίου 1875 πληροφορούμαστε από τον Τύπο ότι διαπράττονταν «ουκ ολίγαι ληστροπραξίαι και κακουργήματα υπό Κιρκασίων» στην περιοχή της Βιζύης.
          Το Μάιο του 1875 οι Κιρκάσιοι μετανάστες Σαμπίτ και Ζιουκριγάς από το χωριό Μιουσλίμι της Χαριούπολης, είχαν απαγάγει μια γυναίκα. Τους εντόπισε ένας Τούρκος αστυνομικός ο Μεστά Αγάς στην τοποθεσία Σαρπ- Μπουτζιάκ κοντά στη γέφυρα Παύλου. Αντηλλάγησαν πυροβολισμοί και ο Ζιουκριγάς σκοτώθηκε. Έτσι απελευθερώθηκε η γυναίκα, αλλά ο Σαμπίτ διέφυγε.


Η δολοφονία του Μητροπολίτη Γάνου και Χώρας Τιμόθεου


          Μια δολοφονία όμως που συντάραξε τους Θρακιώτες ήταν η δολοφονία του Μητροπολίτη Γάνου και Χώρας Τιμόθεου, στις 26 Μαίου 1875.
          Πυροβολήθηκε με τουφέκι μαζί με τον ιεροδιάκονο που τον συνόδευε, επιστρέφοντας στη Χώρα από το χωριό Παλαμούτ. Τον συνόδευαν και δύο ένοπλοι κάτοικοι του Παλαμούτ ως φρουροί του. Σε μικρή απόσταση από το χωριό Μουρσαλή και ενώ διέβαιναν τη δασώδη περιοχή Μέγα Ρεύμα, ο μητροπολίτης και η συνοδεία του συναντήθηκαν με τρία άγνωστα άτομα, που από το ντύσιμό τους κατά τις περιγραφές του ανταποκριτή του «Νεολόγου» από το Μυριόφυτο, φαίνονταν Κιρκάσιοι Την είδηση της επίθεσης εναντίον του Τιμόθεου, δημοσίευσε και η «Παλιγγενεσία» των Αθηνών στις 27 Μαΐου 1875. Η τοποθεσία του φονικού απείχε δύο ώρες από το Παλαμούτ και μία ώρα από το Μουρσαλή.
          Τον ιεροδιάκονο τον σκότωσαν επιτόπου με πιστόλι. Τον μητροπολίτη τον κατέβασαν από το άλογο και τον λήστεψαν, κλέβοντας ακόμα και το ρολόι του. Αμέσως μετά τον πυροβόλησαν στο μηρό και την κοιλιά και έφυγαν. Οι δύο ένοπλοι φρουροί αντάλλαξαν πυροβολισμούς με τους δολοφόνους. Ο τραυματισμένος δεσπότης συγκέντρωσε όσες δυνάμεις του απέμειναν και κατόρθωσε να ιππεύσει επί μισή ώρα προκειμένου να ζητήσει βοήθεια, αλλά δεν άντεξε περισσότερο. Τότε έστειλε τον ένα φύλακά του να φέρει γιατρό και βοήθεια.
          Οι κάτοικοι της Χώρας μόλις έμαθαν τα δραματικά νέα έσπευσαν στον τόπο του εγκλήματος και μετέφεραν στο χέρια πλέον τον Τιμόθεο στο Μουρσαλή. Παρά τις προσπάθειές τους ο Τιμόθεος υπέκυψε τελικά στα σοβαρά τραύματά του.
          Ο διοικητής της Καλλίπολης Τζεμήλ Πασάς από την πρώτη στιγμή επόπτευσε των ερευνών και των ανακρίσεων. Υποχρέωσε μάλιστα σε παραίτηση τον καϊμακάμη της περιοχής για την νωθρότητα που επέδειξε ως προς την σύλληψη των δολοφόνων, ενώ πρόσφερε και αμοιβή σε όποιον έδινε πληροφορίες για τη σύλληψή τους.
          Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αν και ασθενής όταν έμαθε για το φονικό πήρε το άλογό του και συνοδευόμενος από τα μέλη του Ινταρέ Μεζλισίου της Καλλίπολης Κ. Παντερμαλή και Χασάν Εφέντη ταξίδευσε έφιππος επί 10 ώρες για να φτάσει στον τόπο του εγκλήματος. Επίσης διέταξε τηλεγραφικώς τους ζαπτιέδες της Περίστασης, της Καλλίπολης, της Αδριανούπολης, της Κεσσάνης, των Μαλγάρων, του Διδυμοτείχου και της Ραιδεστού να ψάξουν για τους δολοφόνους.
          Οι πιστοί του ποιμνίου του στη Χώρα τον κήδεψαν με μεγάλες τιμές. Στη νεκρώσιμη ακολουθία χοροστάτησε ο μητροπολίτης Μυριοφύτου Γρηγόριος. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Οδυσσέας Δημητράκος. Ο Τζεμήλ Πασάς επισκέφθηκε τον τάφο του Τιμόθεου συνοδευόμενος από τον Χασάν Εφέντη, τον Λογοθετίδη Λογοθέτη από την Περίσταση και τους Γιάγκο Εφέντη και Οδυσσέα Δημητράκο από το Μυριόφυτο.
          Μητροπολίτης Γάνου και Χώρας εξελέγη λίγες μέρες αργότερα ο μέγας αρχιδιάκονος των Πατριαρχείων Παρθένιος. Έφθασε στις 8 Αυγούστου με ατμόπλοιο στο Γάνο όπου τον υποδέχθηκαν οι πρόκριτοι Γάνου, Χώρας και Αυδημίου. 
          Τελικά όπως γράφει στις 5 Ιουνίου 1875 ο «Νεολόγος» Ο Τζεμάλ Πασάς κατόρθωσε να συλλάβει τους δράστες στον ποταμό Έγγινα που διασχίζει τη Βιζύη, το Σαράι Καζά και την Χαριούπολη, κοντά στη γέφυρα Παύλου, όπου υπήρχε το μικρό χωριό των Κιρκασίων το Τσερκέζκιοϊ. Ο ένας δολοφόνος ήταν πληγωμένος στο βραχίονά του, γεγονός που συμφωνούσε με την κατάθεση τους ενός φύλακα του δεσπότη ότι αντηλλάγησαν πυροβολισμοί. Ο ένας από τους δύο δολοφόνους ονομάζονταν Χουσεϊν Βέης και ήταν γιος του Ισαάκ Βέη.
Οι πρόκριτοι των Γανοχώρων δημοσίευσαν επιστολή στον «Νεολόγο»[4] για να ευχαριστήσουν τον Τζεμήλ Πασά για το ενδιαφέρον που έδειξε για τη σύλληψη των δολοφόνων του μητροπολίτη Τιμόθεου.
Τον Ιούλιο του 1875 περίπου 10 Κιρκάσιοι ληστές εισέβαλαν σε ένα κτήμα στο Μπουγιούκ Κιλιτζή της Σηλυβρίας και τραυμάτισαν σοβαρά το ιδιοκτήτη και σκότωσαν το γιο του. Φυσικά άρπαξαν ότι βρήκαν πρόχειρο και έφυγαν.
Λίγες μέρες αργότερα, στην Αδριανούπολη έφθασαν πληροφορίες ότι ο διαβόητος Κιρκάσιος κακοποιός Ζαμπίτ και οι σύντροφοί του Τζεμπίς και Καρά Μεχμέτ βρίσκονταν στην τοποθεσία Χαϊβάν Τζαταγί του Ουζούν Κιοπρού. Διατάχθηκε ο Μουστάν Αγάς επικεφαλής της χωροφυλακής να τους συλλάβει. Έγινε συμπλοκή όταν εντοπίσθηκαν. Ο Ζαμπίτ συνελήφθη τραυματισμένος. Συνελήφθη επίσης ο καταδιωκόμενος Κιρκάσιος Κιορ Βεσχάρ.  
Τον Αύγουστο του 1875 ο «Ανατολικός Κήρυξ» της Κωνσταντινούπολης έγραψε χαρακτηριστικά ότι «οι Κιρκάσιοι τοσούτον κακόν όνομα απέκτησαν πανταχού εκ του ανημέρου αυτών βίου, ώστε όταν προ μηνός 70 τούτων απεστάλησαν εις Βόλον, όπως εποικισθώσιν εις Θεσσαλίαν, μετά μεγάλης δυσαρεσκείας είδον αυτούς αποβαίνοντας οι κάτοικοι των μερών αυτών».
Την 1η Απριλίου 1877 πολλοί ληστές εμφανίσθηκαν γύρω από τα Ύψαλα. Στο Μερζένι οι χωροφύλακες σκότωσαν ένα ληστή. Στο Βενδίκιοϊ οι ληστές σκότωσαν ένα χωροφύλακα. Στα Ύψαλα οι ληστές σκότωσαν ένα Τούρκο πολίτη. Έγιναν πολλές κλοπές στην περιοχή. Επίσης τότε Κιρκάσιοι ληστές σκότωσαν δύο υπαλλήλους των σιδηροδρόμων κοντά στις Φέρρες.  
          Το 1877 η κατάσταση και εξαιτίας του ρωσοτουρκικού πολέμου δεν μεταβλήθηκε. Παντού βασίλευε ο τρόμος.
*Ο Χαρίλαος Τρικούπης



Τα γνώριζε και ο Χαρίλαος Τρικούπης



          Τη χρονιά εκείνη ο Πρόξενος της Ελλάδας στον Ελλήσποντο Π. Τζαννέτος[5], έγραφε στις 6 Ιουνίου έγραφε προσωπικά στο Χαρίλαο Τρικούπη υπουργό Εξωτερικών τότε:
          «Μετά την κήρυξιν όμως του υπάρχοντος ήδη πολέμου μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας, η εν γένει κατάστασις των μερών τούτων και των διαφόρων λαών προ πάντων δε των Χριστιανών, έφθασεν εις το τελευταίον σχεδόν της απελπισίας σημείον, διό και καθήκον θεωρώ ίνα υποβάλω υμίν όσας περί του αντικειμένου τούτου συνέλεξα πληροφορίας…».
          Με μελανά χρώματα περιέγραφε στην έκθεσή του την εκτράχυνση της ληστοκρατίας, αλλά και την αδιαφορία των Οθωμανικών αρχών. Αναφέροντας την σφαγή μιας οικογένειας στο Ταϊφίρ, γνωστοποιούσε ότι την επομένη, εστάλη προς καταδίωξη των κακούργων ο υποέπαρχος της Ραιδεστού, αλλά αυτός… εθεάθη στο ίδιο χωριό «συντρώγων και συμπίνων εν τινι γινομένω Οθωμανικώ γάμω μετά την ληστών τούτων». Αυτή τη δραματική καθημερινότητα, ζούσαν οι Θρακιώτες.
Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο γεγονός κατέγραψαν οι εφημερίδες τον Ιούλιο του 1877. Ένας νεαρός που δεν αναγράφουν το όνομά του, καταγόμενος από τις Σέρρες, υπάλληλος εμπορικού καταστήματος της Ραιδεστού επέστρεφε έφιππος όταν έξω από την Κεσσάνη έπεσε σε ενέδρα 10 Κιρκασίων. Αμέσως για να τους αντιμετωπίσει τράβηξε το ρεβόλβερ του και σκότωσε τρεις. Τραυμάτισε άλλους τρεις άλλά η συμπλοκή συνεχίζονταν και ο ίδιος «ανασπάσας το γιαταγάνιόν  του» επιδόθηκε σε άνιση πάλη με τους υπόλοιπους. Πληγώθηκε σοβαρά . Κατόρθωσε όμως αιμόφυρτος να φύγει με το άλογό του και να μπει στην Κεσσάνη. Όπου πέθανε μετά από αιμορραγία λίγες ώρες αργότερα. Αυτό το κλίμα επικρατούσε στην ύπαιθρο.
Όμως, για τη ληστοκρατία στη Θράκη κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, θα συνεχίσουμε...


Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης


[1] ΙΑΥΕ 1862 φάκ. 37,13
[2] ΙΑΥΕ 1862 φάκ. 37,13
[3] ΙΑΥΕ 1870 φάκ. 37,13
[4] 21 Ιουνίου 1875
[5] ΙΑΥΕ 1877 φάκ. αακ Α1-3







3 σχόλια:

  1. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΕ...
    ΝΙΚΟΣ ΤΟΛΙΑΔΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευάγγελος Κουρδάκης
    Για την τωρινη μαστιγα δεν υπαρχει να γραφτει και να κανουμε κατι για την ερημωση του χωριου μας και ολοκληρης τησ γυρω περιοχης ,μολις παρουμε τηλεφωνο εφυγε ο ενας εφυγε ο αλλος ο κοσμακης μας εχει αγριεψει χειρουερα απο τους τσερκεζους ειναι τωρα εχουμε απελπιστει να χανουμε ανθρωπους και μαλιστα νεους ουτε τα παιδια τους δεν προλαβαινουν να παντρεψουν γιαυτο τιποτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή