Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ ΘΡΑΚΗ ΤΟΥ ΙΘ΄ ΑΙΩΝΑ



Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

           Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν στη Θράκη οι διπλωματικοί εκπρόσωποι του Ελληνικού Βασιλείου. Σήμερα συνεχίζουμε με άλλες περιπτώσεις, που έγιναν αιτία να δυσχεραίνεται ή άσκηση των καθηκόντων των Ελλήνων διπλωμάτων. Κύριο πρόβλημα πάντως παρέμενε το οικονομικό.
          Δεν ήταν μόνο η οικονομική καχεξία του υπουργείου Εξωτερικών, που είχε επιπτώσεις στη λειτουργία των ελληνικών προξενείων στη Θράκη. Ήταν και η υπεροπτική συμπεριφορά των Οθωμανών.
          Ο Δ. Χαρίλαος από τη Βάρνα, περιγράφει τον Απρίλιο του 1857[1] ένα τέτοιο περιστατικό, από τον καινούργιο διοικητή της πόλης Αζίζ Πασά, 28 ετών.


          Όταν ο Έλληνας υποπρόξενος χρειάσθηκε να τον επισκεφθεί για μια υπηρεσιακή υπόθεση διαπίστωσε ηθελημένη περιφρονητική στάση στο πρόσωπό του. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, ο Αζίζ δεν σηκώθηκε να τον υποδεχθεί «μήτε καπνοσύριγξ και καφφές, μοι προσεφέρθη κατά την εθιμοταξίαν» ενώ οι άλλοι παριστάμενοι «εκάπνιζον, ανακαινιζομένων συνεχώς των καπνοσυρίγγων».
          Και προσθέτει στην αναφορά του:
          «Η άνευ αιτίας απροσδόκητος αύτη περιφρόνησις κατά του επισήμου χαρακτήρος μου, μεθ ού ειμί περιβεβλημένος και ο προσβλητικός και απότομος τρόπος με τον οποίον προσεφέρθη η Εξοχότης του να μ’ ερωτήση εν τη παραστάσει μου τι θέλω, εμβρόντητον με κατέστησαν».
          Ο Χαρίλαος όμως δεν το έβαλε κάτω ούτε φοβήθηκε τη σκαιά συμπεριφορά του Πασά της Βάρνας, που… δεν του πρόσφερε ναργιλέ και καφεδάκι. Με τις αναφορές του στο υπουργείο Εξωτερικών και στην πρεσβεία μας στην Κωνσταντινούπολη, προκάλεσε διάβημα, με αποτέλεσμα ο υπερόπτης Αζίζ Πασάς, να δεχθεί τις επιπλήξεις του Βεζίρη Μουσταφά Ρεσίτ. Μετά τις οποίες, δέχθηκε το Δ. Χαρίλαο «φιλοφρόνως»!
*Η Αδριανούπολη

          Αξίζει να δούμε πόσο δύσκολη ήταν ακόμη και η άφιξη των διπλωματών. Το 1858 ο Αναστάσιος Δόσκος[2], είχε τοποθετηθεί υποπρόξενος στην Αδριανούπολη. Στις 11 Σεπτεμβρίου με έγγραφό του από τη Θεσσαλονίκη, ειδοποιούσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι αναχωρούσε αυθημερόν με γαλλικό ατμόπλοιο για την Καλλίπολη, από όπου δια ξηράς θα πήγαινε στην Αδριανούπολη. Όταν έφθασε εκεί, έστειλε στις 25 Σεπτεμβρίου το ακόλουθο έγγραφο στην Αθήνα:
          «Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω προς το Σεβαστόν Υπουργείον ότι χθες έφθασα οικογενειακώς εις την εν τη πόλει ταύτη, νέαν θέσιν μου μετά εξαήμερον επίμοχθον από Καλλιπόλεως οδοιπορίαν». Τρένα, δεν υπήρχαν ακόμη στη Θράκη. Οδοιπορία, άλογα, ή κάρα, χρησιμοποιούσαν για τη συγκοινωνία. Όπως στην περίπτωση του Π. Φοίβου, ο οποίος το 1858 τοποθετήθηκε στο υποπροξενείο Φιλιππούπολης. Στο λογαριασμό εξόδων που υπέβαλε στο υπουργείο Εξωτερικών αναφέρει ότι πλήρωσε για να πάει από τη Ραιδεστό στη Φιλιππούπολη 120 δρχ. για τη διατροφή δύο αγωγιατών, τεσσάρων αλόγων και δύο χωροφυλάκων «καθ’ όλον το διάστημα της οκταημέρου οδοιπορίας μου»[3].

*Tekirdag είναι το σημερινό όνομα της Ραιδεστού

          Εκτός όμως από τα καθημερινά βάσανα και τις απροσμέτρητες δυσκολίες, υπήρχαν και οι καλές στιγμές, της αναγνώρισής τους από τις Οθωμανικές αρχές και του σεβασμού τους έστω και υποκριτικά , της χαλάρωσης και της διασκέδασης.
          Το 1858 για παράδειγμα, διορίσθηκε στην Αδριανούπολη νέος Πασάς και ο Έλληνας πρόξενος Αν. Δόσκος όπως είχε καθήκον έσπευσε να ενημερώσει την προϊσταμένη αρχή του[4]. Στην αναφορά του με ικανοποίηση μάλλον, σημείωνε:
          «Ο ενταύθα διοικητής Μουσταφά Πασσάς έχει βαθμόν Στρατάρχου ήν δε πρότερον στρατιωτικός διορισθείς κατά πρώτον πολιτικός διοικητής εις Σμύρνην και εκείθεν ενταύθα. Είναι ηλικίας 45-50 ετών, πράος τον χαρακτήρα αρκετά περιποιητικός ευρωπαϊζων ολίγον εις τους τρόπους του, πλην αδρανής εις τας υποθέσεις και ουδέν αφ’ εαυτού ενεργών. Το παν αναθέτει εις τον Κεχαγιά Βέην αυτού, άνθρωπον ικανόν και επιτήδειον ή εις το μεσλήσιον το οποίον υπερβαλλόντως φοβείται και πάντοτε υπήκει εις τας γνωμοδοτήσεις αυτού.
          Οι δε Βέιδες, τον αριθμόν δώδεκα, οίτινες αποτελούσι το Μεσλήσιον, εισίν άπαντες πλούσιοι, λίαν φανατικοί εξασκούσι δε την ανωτέραν επιρροήν εις όλας εν γένει τας υποθέσεις. Παρ’ όλων ενταύθα ομολογείται ότι οι Βέιδες ούτοι μη ανεχόμενοι τον ανεξάρτητον και .... (Σ.Σ. λέξη δυσανάγνωστη) χαρακτήρα ον ο πρώην διοικητής Αδριανουπόλεως Μωαμέρ Πασσά ηθέλησεν να διατηρήση απέναντι αυτών, το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα του Διοικητηρίου έκαυσαν μετά του οποίοι ολίγον εδέησεν να καή και αυτός ο Διοικητής. Ο πλουσιώτερος και μεγαλυτέραν εξασκών επιρροήν εκ των Βέιδων είναι ο Εβίς Βέης. Μετά τούτον ανέρχεται ο Κιουρτ Σερίφ Βέης, όστις είναι ο πολιτικώτερος και νουνεχέστερος όλων».

*Αδριανούπολη: Η γέρυρα του ποταμού Τούντζα

          Στο ίδιο έγγραφο περιγράφει και τον Μητροπολίτη της Αδριανούπολης Κύριλλο, ο οποίος τότε είχε συμπληρώσει πεντέμισι χρόνια μητροπολιτικής θητείας στην μεγάλη θρακική πόλη και ήταν μέλος της Συνόδου του Πατριαρχείου.
          «Μοι εχαρακτήρισαν αυτόν ως αμαθή, δειλόν, μικράν παρέχοντα τοις Χριστιανοίς προστασίαν και παρασυρόμενον υπό των Βουλγάρων, κατορθώσαντα δια χρημάτων να λάβη την επαρχίαν ταύτην. Ο δε επιτροπεύων αυτόν ενταύθα επίσκοπος Κύριος Χρύσανθος, αν και αμαθής δεικνύει όμως περισσότερον φιλελληνισμόν και όλως αντίθετα φρονήματα του προϊσταμένου του».
          Επιπλέον από το αυτό έγγραφο πληροφορούμαστε, ότι η Αδριανούπολη είτε τότε άλλους 7 διπλωματικούς εκπροσώπους. Δύο προξένους, της Ρωσίας και του Βελγίου. Τέσσερις υποπρόξενους, της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Σαρδηνίας. Ο Άγγλος ήταν προξενικός πράκτορας.
          Όλοι εκτός από το Ρώσο, ήταν εντόπιοι, ανήκαν στο Δυτικό Δόγμα και είχαν σαν κύρια εργασία τους το εμπόριο «όλως δε πάρεργον την Προξενικήν αυτήν υπηρεσίαν». Ως πλουσιότεροι αναφέρονται οι υποπρόξενοι της Πρωσίας και της Σαρδηνίας. Όλοι είχαν μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς.
          Όταν ο Α. Δόσκος πήγε και ανέλαβε το προξενείο της Αδριανούπολης, οι πρόξενοι των άλλων χωρών οργάνωσαν χοροεσπερίδες για να τον τιμήσουν. Έτσι και αυτός για να ανταποδώσει τη φιλοφρόνηση αυτή οργάνωσε και ο ίδιος μια μεγάλη χοροεσπερίδα στις 21 Φεβρουαρίου 1859, στην οποία παραβρέθηκαν ο Πασάς της πόλης, οι μπέηδες, όλοι πρόξενοι και «οι πρόκριτοι των Γραικών και των Βουλγάρων». Η πρόσκληση των Βούλγαρων προκρίτων γινόταν για λόγους τήρησης των ισορροπιών μεταξύ των εθνοτήτων αλλά και για τη συντήρηση των καλών σχέσεων μεταξύ των Χριστιανών. Το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας που απομάκρυνε τους Βούλγαρους από τους Έλληνες επήλθε μετά.
          Η χοροεσπερίδα του Δόσκου είχε μεγάλη επιτυχία. Όπως ανέφερε ο ίδιος στο υπουργείο των Εξωτερικών «υπερείχε δε πολύ ο χορός ούτος των προηγηθέντων κατά την πολυτέλειαν και ου σμικράν επροξένησεν εντύπωσιν»[5].
          Λίγες μέρες αργότερα, ο Δόσκος άνοιξε αλληλογραφία με την προϊσταμένη του αρχή, ζητώντας βελτίωση των οικονομικών του. Είχαν φαίνεται προηγηθεί και κάποιες οδηγίες για περιστολή των δαπανών. Ο Έλληνας πρόξενος στην Αδριανούπολη όμως το έφερε βαρέως γιατί δεν θα μπορούσε να δείχνει και αυτός πλούσιος όπως οι άλλοι διπλωμάτες της πόλης. Έτσι σε αναφορά του[6] στις 11 Μαρτίου 1859 έλεγε:
          «... άπαντες οι ενταύθα πρόξενοι των ξένων Δυνάμεων καθώς και οι υποπρόξενοι και πράκτορες, έχοντες ιδίαν περιουσίαν ζώσι μετά πολυτελείας, ώστε ήθελεν είναι λίαν εξευτελιστικόν δι’ ένα Πρόξενον να ζη πενιχρώτερον ενός  Υποπροξένου ή απλού πράκτορος, όπερ ενώπιον των Οθωμανών και του κοινού, την μεν αξιοπρέπειαν ήθελε προσβάλει, αφαιρέσει δε και την βαρύτητα ήν οφείλει να εξασκήση, ιδίως ο ενταύθα Πρόξενος της Ελλάδος. Σημειωτέον προσέτι, ότι η Αδριανούπολις, ως δευτερεύουσα της Τουρκίας πόλις, συμβαδίζει, κατά δεύτερον λόγον με την πολυτέλειαν και το πολυδάπανον της Κωνσταντινουπόλεως. Τα πάντα σε εισίν ενταύθα υπερτιμημένα και αι δαπάναι καθόλα ανώτεραι και αυτής της Σμύρνης».
          Η απάντηση που πρέπει να πήρε ο Δόσκος, δεν ήταν η αναμενόμενη. Σώθηκε μαζί με την αναφορά του και ένα σχέδιο απαντήσεως με τα αρχικά Α. Ρ. που πρέπει να αναφέρονται στο όνομα του υπουργού Εξωτερικών Αλέξανδρου Ραγκαβή. Του διαμήνυαν μεταξύ άλλων:
          «Επαναλαμβάνομεν και πάλιν υμίν, Κύριε Πρόξενε, ότι η Β. Κυβέρνησις δεν εννοεί ουδ’ επιθυμεί οι κατά την αλλοδαπήν αντιπρόσωποι αυτής να κάμνωσιν επιδείξεις δαπανηράς, όλως δυναναλόγους προς την οικονομικήν και πολιτικήν κατάστασιν του Έθνους όπερ αντιπροσωπεύουσι».
          Τελεία και παύλα στις πολυτέλειες και τις επιδείξεις. Η Ψωροκώσταινα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, με κάθε τρόπο. Η λιτότητα, έπρεπε να γίνει συνείδησις σε όλους τους Έλληνες.
          Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1859 είχε σταλεί στην Αθήνα από την Αδριανούπολη ο γραμματέας του προξενείου Γ. Λαγκαδάς, ο οποίος όταν έφθασε στην Αθήνα ζητούσε με αίτησή του στις 16 του μηνός, να διαταχθεί από το υπουργείο η πληρωμή των οδοιπορικών του εξόδων ύψους 790 δρχ. για να μπορέσει να γυρίσει στη Θράκη. «Η πληρωμή των εξόδων μου είναι τόσον αναγκαία ώστε άνευ τούτων θέλω ευρεθεί εστερημένος των της επιστροφής μου αναγκαίων εξόδων».
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και σε φάση έντασης των σχέσεων Ελλήνων και Βουλγάρων, ο Ρώσσος πρόξενος της Αδριανούπολης, βασικός υποκινητής των Βουλγαρικών εθνικιστικών ενεργειών, προσπαθεί να χαμηλώσει τους τόνους, γιατί είχε καταστεί πλέον δακτυλοδεικτούμενος. Έτσι όταν πηγαίνει προσκεκλημένος στις ετήσιες εξετάσεις του ελληνικού σχολείου της Αδριανούπολης κάνει το… χουβαρντά και προσφέρει 1.000 γρόσια για να δοθούν βραβεία στους αριστεύσαντες. Ο Έλληνας συνάδελφός του Α. Δόσκος «πάγωσε». Και αυτή ακριβώς την έκπληξή του μεταφέρει σε αναφορά του προς το υπουργείο Εξωτερικών[7] γράφοντας μάλλον με κάποιο παράπονο:
«Εγώ μολονότι ήμην παρών, και παρετήρησα πόσον έπρεπε να φανώ γενναιότερος του Ρώσου προξένου, προκειμένου περί ελληνικού σχολείου, δεν ηδυνάμην να πράξω τι, μη έχων την άδειαν του Σεβαστού υπουργείου , ενώ προς αυτόν η κυβέρνησίς του χορηγεί άφθονα μέσα προς ενίσχυσιν των προς τον γνωστόν σκοπόν ενεργειών του».
          Οι Έλληνες διπλωμάτες έπρεπε να ασκούν πολιτική, με τις ανύπαρκτες δυνατότητες της Ψωροκώσταινας και να ανταγωνίζονται με τους διπλωμάτες αυτοκρατοριών, οι οποίοι είχαν στόχους σαφώς ανθελληνικούς.
          Το 1861 ήταν μια σημαδιακή χρονιά. Οι Οθωμανοί γιόρταζαν στις 13 Ιουλίου, την ανάρρηση στο θρόνο του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ. Η Αδριανούπολη σαν δεύτερη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γιόρτασε με μεγαλοπρέπεια, κανονιοβολισμούς και φωταψίες. Φωταγωγήθηκαν και όλα τα ξένα προξενεία. Για την φωταψία το ελληνικό προξενείο ξόδεψε τότε[8] 78,25 δρχ. για να νοικιάσει 240 ποτήρια και να αγοράσει 18 οκάδες λάδι και 24 οκάδες δαδί!
          Πάντως ο Δόσκος το 1862 δεν δίστασε να διαθέσει το 1/5 της μισθοδοσίας του για τις κατεπείγουσες ανάγκες του Κράτους και για όσο καιρό αυτές θα διαρκούσαν. Αυτό είχε γνωστοποιήσει ο ίδιος με επιστολή του προς το υπουργείο Εξωτερικών[9].
          Ο Δόσκος όμως, που ξαναβρέθηκε στην Αδριανούπολη το 1865, αντιμετώπισε και πάλι πρόβλημα ιστού της σημαίας. Έγραφε στον υπουργό Εξωτερικών Δ. Μπουντούρη, ότι «ο ιστός του προξενείου τούτου άλλως τε σεσηπώς εκ της πολυκαιρίας υπέστη βλάβας και σχεδόν κατέστη άχρηστος». Ζητούσε μάλιστα να του εγκριθούν 90 δρχ. για να στήσει τον ιστό. Στις 25 Μαΐου ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ υπέγραψε και διασώζεται η απόφασή του, ότι εγκρίνεται η δαπάνη.
          Ο Δόσκος, όταν ανέλαβε το προξενείο παρέλαβε από τον Γ. Σ. Μενάρδο, με τον οποίο είχε και έντονες προσωπικές διαφορές, τα αντικείμενα του προξενείου, όπως βιβλία, σφραγίδες, αρχεία, σημαίες, κρατικά εμβλήματα κλπ. Ανάμεσα σ’ αυτά παρέλαβε- οποία πολυτέλεια!- και «δύο τραπέζια, έν δουλάπιον, δύο καλαμάρια, τρία καθίσματα, τρία παραπετάσματα, ένα καναπέ με οκτώ μαξιλάρια κατά τον Οθωμανικόν τρόπον…».
          Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι παρέλαβε το 1866 από τον μετατεθέντα Π. Βενιζέλο υποπρόξενο Πύργου, ο αντικαταστάτης του Κ. Νικολαϊδης[10]. Μεταξύ άλλων (αρχεία κλπ.) πήρε και 795 γρόσια, που ήταν το αντίτιμο της δημοπρασίας πώλησης των ενδυμάτων του αποθανόντος δάσκαλου Αθανάσιου Μαντζαρόπουλου, καθώς και τα δύο ασημένια ρολόγια του. τρία χρυσά δαχτυλίδια από τα οποία τα δύο είχαν μικρές διαμαντόπετρες, ένα γιλέκο κεντημένο με χρυσή κλωστή και μια μεταξωτή ζώνη!

*Η Φιλιππούπολη

Προβλήματα όπως αντιμετώπισε και ο Έλληνας πρόξενος στη Φιλιππούπολη Παναγιώτης Φοίβος, ο οποίος σε επιστολή του στις 29 Μαΐου 1859, διεκτραγωδούσε τι τράβηξε για να φτάσει στην έδρα του. Μεταξύ άλλων έλεγε ότι εκτός από τις ταλαιπωρίες του μεγάλου ταξιδιού, έχασε και πολλά πράγματά του, εκτός από τους κινδύνους που αντιμετώπισε και τα μεγάλα έξοδα στο οποία υποβλήθηκε.
Η συγκοινωνία μεταξύ των θρακικών πόλεων προ του σιδηροδρόμου, ήταν δύσκολη, όταν δεν ήταν και επικίνδυνη εξαιτίας των ληστών. Στις αρχές του 1866 εστάλη από το υπουργείο Εξωτερικών στη Θράκη για επιθεώρηση των προξενείων ο Ν. Σακκόπουλος. Στις 19 Μαρτίου έγραφε απευθυνόμενος προς τους προϊσταμένους του ότι για την επιθεώρηση των προξενείων διέσχισε όλη τη Θράκη. Από την Κωνσταντινούπολη πήγε στη Ραιδεστό δια θαλάσσης. Από εκεί στην Αδριανούπολη με άμαξες (ταλίκες τις γράφει σε ένα απολογισμό εξόδων του) ταξιδεύοντας δύο μέρες, μετά στη Φιλιππούπολη ταξιδεύοντας τρεις μέρες και τέλος στον Πύργο ταξιδεύοντας πέντε μέρες.

*Η Αδριανούπολη

          Τα προβλήματα υγείας εκτός από τον τοπικό πληθυσμό, που κατά διαστήματα μαστίζονταν από διάφορες επιδημίες, συνόδευαν και τους διπλωμάτες.
          Με μια αναφορά του από την Αδριανούπολη στις 15 Ιουλίου 1860, ο Α. Δόσκος πληροφορούσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι όλοι οι πρόξενοι της πόλης λόγω του νοσηρού κλίματος, αναγκάζονταν το καλοκαίρι να καταφεύγουν σε γειτονικά εξοχικά μέρη. Το ίδιο με προτροπή του γιατρού του αναγκάσθηκε να κάνει και ο ίδιος. Έτσι μαζί με την οικογένειά του έμενε σε κοντινή εξοχή και μέρα παρά μέρα, πήγαινε στο γραφείο του στην Αδριανούπολη.
          Εκείνο τη χρονιά, ο Α. Δόσκος, ζήτησε από τον προϊσταμένη αρχή του, δίμηνη άδεια απουσίας για λόγους υγείας. Δεν την ενέκριναν και έτσι στις 21 Ιουλίου[11] επανήλθε με νέα αίτησή του διεκτραγωδώντας την κατάστασή του.
          «Επειδή όμως η πάσχουσα υγεία μου προβαίνει επί τα χείρω οσημέραι και άρχισαν ήδη ενταύθα επικρατούντες τυφοειδείς πυρετοί, παρακαλώ το Σεβαστόν Υπουργείον να ευαρεστηθή να μοι χορηγήση 20 τουλάχιστον ημερών άδειαν με την εξακολούθησιν ολοκλήρου της μισθοδοσίας μου ίνα απομακρυνθώ εντεύθεν κατά την νοσηράν ταύτην εποχήν και μεταβώ εις Αθήνας όπως συμβουλευθώ τους αυτόθι ιατρούς και αποφύγω ούτω το εις Ιταλίαν πολυδάπανον ταξείδιον, το οποίο με συμβουλεύουσιν να κάνω οι επισημότεροι ιατροί της Αδ/πόλεως».
          Από επισυναπτόμενη βεβαίωση προκύπτει ότι είχε προβλήματα με το ήπαρ και έπασχε από ημικρανία.
Προβλήματα υγείας αντιμετώπισε το 1860 και ο υποπρόξενος στον Πύργο Δ. Κούμπης, ο οποίος ζήτησε στις 11 Απριλίου, δίμηνη άδεια απουσίας «διότι από τινος καιρού η υγεία μου πάσχει δεινώς και το μόνο μέσον προς θεραπείαν είναι τα ορυκτά θερμά ύδατα». Τελικά η άδεια του δόθηκε και πήγε στα λουτρά της Προύσας.
Στα τέλη Ιουλίου του 1862 ο υποπρόξενος Πύργου Κ. Νικολαϊδης, όπως προκύπτει από αίτησή του προς τον πρέσβη Π. Δεληγιάννη, αρρώστησε σοβαρά στα μάτια και ζήτησε 10ήμερη άδεια να πάει στην Κωνσταντινούπολη για ιατρικές εξετάσεις.

*Φιλιπούπολη: Το Εθνογραφικό Μουσείο, άλλοτε κατοικία Έλληνα επιχειρηματία

          Στα 1862, 14 Απριλίου, ο διερμηνέας του ελληνικού υποπροξενείου της Φιλιππούπολης Ν. Παπαμιχαήλ, αντιμετώπισε μια πρωτοφανή κατάσταση, ενός υπερόπτη Τούρκου Μπέη, όταν πήγε συνοδεύοντας δυο Έλληνες υπηκόους και όχι «ραγιάδες» όπως αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους υπόδουλους λαούς, για διεκπεραίωση κάποιας διοικητικής υπόθεσής τους[12]
          Επάνω στη συζήτηση ο Νουσράτ Βέης απευθυνόμενος στον Παπαμιχαήλ με πρωτοφανή περιφρόνηση του είπε, ότι δεν αναγνωρίζει κανένα πρόξενο.
          -Μπεν τερτζουμάν τανιμάμ, κόνσουλος, μόνσουλος τανιμάμ, βε κίμσεϊ τανιμάμ, άει γκιτ ισινέ!
          Που σημαίνει:
          -Εγώ διερμηνέα δεν αναγνωρίζω, πρόξενο, μρόξενο δεν αναγνωρίζω, κανένα δεν αναγνωρίζω. Πήγαινε στη δουλειά σου!
          Η απρεπής αυτή συμπεριφορά, επιδείχθηκε ενώπιον του υποπροξένου της Αγγλίας Τσαρλς Μπλουντ, γνωστού τουρκόφιλου, του διερμηνέα του γαλλικού προξενείου Κλεμέντ και του γιατρού Βινθύλου.
          Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε τα επόμενα χρόνια. Στις 9 Μαρτίου 1874[13] ο πρόξενος της Αδριανούπολης Δρακόπουλος Αλέξανδρος ζητούσε με γράμμα του από το υπουργείο Εξωτερικών το διορισμό ενός γραμματέα, γιατί είχε αυξηθεί υπέρμετρα η γραφική εργασία στο προξενείο.
          «Ακριβώς προ έτους διευθύνων αυτό, υπέστην τοσούτους κόπους εργαζόμενος νυχθημερόν δια την των υποθέσεων διεκπεραίωσιν και την εν τάξει τήρησιν του Γραφείου, ώστε η υγεία μου και προ πάντων οι οφθαλμοί μου σπουδαίως έπαθον εκ της πολλής γραφικής εργασίας, διό και μόνον αποβαίνει αδύνατον το να εξακολουθήσω περαιτέρω εργαζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον. Πολλάκις ανέφερον και περί της ανάγκης επίπλων καθώς και μιας σημαίας δια το Προξενείον τούτο, διότι η μία και μόνη ήν παρέλαβον παρά του προκατόχου μου μετέστη σχεδόν εις ράκος, τα δε έπιπλα άπαντα εισίν σεσαθρωμένα και ελεεινά, αλλ’ ουδεμιάς απαντήσεως περί ενός όσον και περί του ετέρου αντικειμένου ηξιώθην παρά του Β. Υπουργείου».
          Πάντως όταν λίγο αργότερα έφυγε ο Δρακόπουλος και ανέλαβε το Προξενείο της Αδριανούπολης ο Κ. Βατικιώτης, ξέρετε τι παρέλαβε εκτός των βιβλίων, σφραγίδων, θυρεών και άλλων αντικειμένων της υπηρεσίας; Παρέλαβε ανάμεσα στα άλλα[14] και «δύο στρώματα καναπέδων μετά των προσκεφαλαίων εξ αχύρου και ενός στρώματος Τζίτινου. Τέσσερα λίαν πεπαλαιωμένα Τζίτινα παραπετάσματα παραθύρων». Κουρτίνες και στρώμα, από τσίτι, από το πιο ευτελές ύφασμα δηλαδή…    
          Ο Βατικιώτης στις 8 Νοεμβρίου 1874, με επιστολή του υπενθύμιζε ότι είχε ζητηθεί μια ελληνική σημαία προ μηνών «διότι το καθ’ ημάς Προξενείον μένει από πολλού άνευ σημαίας».
          Την ίδια χρονιά στο προξενείο του Ελλησπόντου, προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα. Από πυρκαγιά, που έκαψε ένα σπίτι απέναντι από το Προξενείο, έγινε παρανάλωμα του πυρός το έμβλημα του ελληνικού κράτους, που υπήρχε στην πόρτα. Ο υποπρόξενος Γ. Δοκός ζήτησε στις 7 Αυγούστου 1874 να κατασκευαστεί και να του σταλεί ένα έμβλημα. Το υπουργείο Εξωτερικών ενέκρινε τη διάθεση 100 δραχμών για να κατασκευαστεί το έμβλημα. Σώζεται μάλιστα και η έγκριση που έδωσε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ υπογράφοντας τη σχετική απόφαση στο Τατόι στις 28 Αυγούστου ώστε να δοθούν οι 100 δραχμές στο Δοκό για να κατασκευάσει αυτός το έμβλημα.
*Η Αίνος

          Από πυρκαγιά κάηκε στις 14 Απριλίου 1854[15] το Αγγλικό υποπροξενείο Αίνου, το οποίο χώριζε μόλις άλλο ένα σπίτι από το ελληνικό. Η πυρκαγιά εκείνη κράτησε 3,5 ώρες και αποτέφρωσε τρία σπίτια. Κινδύνευσε σοβαρά και το ελληνικό υποπροξενείο. Ο υποπρόξενος Χ. Παπάζογλου περιέγραψε την νύχτα εκείνη, με μελανά χρώματα. Η πυρκαγιά άργησε να κατασβεσθεί γιατί οι Χριστιανοί, έγραφε, φοβούνταν να βγουν από τα σπίτια τους να βοηθήσουν γιατί τις προηγούμενες μέρες οι Τούρκοι τους είχαν φοβερίσει, ότι θα τους σφάξουν τη Μεγάλη εβδομάδα και θα κάψουν την πόλη βάζοντας φωτιές από τις τέσσερις άκρες της. Ανάλογους φόβους είχαν όμως και οι Οθωμανοί που δεν έβγαιναν να βοηθήσουν.
Η ζωή πάντως παρά τους ελλοχεύοντες κινδύνους, εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων του ρωσοτουρκικού πολέμου, συνέχιζε να κυλά, ακόμα και ρομαντικά. Στις αρχές Μαΐου 1877, έγιναν στη Ραιδεστό οι αρραβώνες του Έλληνα υποπρόξενου Χρ. Νομικού με την Τζίλντα, θυγατέρα του υποπρόξενου της Πορτογαλίας Α. Τακέλλα, που ήταν και πράκτορας της γαλλικής εταιρίας «Φραισινέ».
          Το 1879 το υποπροξενείο της Φιλιππούπολης αντιμετώπισε πρόβλημα με την ανυπαρξία σημαίας. Στα αρχεία διασώθηκε η αλληλογραφία του υποπρόξενου Αθ. Ματάλα, που ζητούσε από το υπουργείο Εξωτερικών να παραγγείλει την κατασκευή δύο σημαιών διαφορετικού μεγέθους στο Βασιλικό Ναύσταθμο. Το αίτημά του διατυπώθηκε στις 20 Απριλίου. Φαίνεται, πως βαρέθηκε να περιμένει και φρόντισε να προμηθευτεί σημαίες από αλλού. Αυτό, το ανακοίνωσε στο υπουργείο. Έτσι με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 1879 διασώθηκε στην αλληλογραφία, ένα υπηρεσιακό σημείωμα της κεντρικής υπηρεσίας με το οποίο ζητήθηκε από το Ναύσταθμο, να ανασταλεί η κατασκευή της σημαίας «προμηθευθέντος αλλαχόθεν του εν Φιλιππουπόλει κυρίου προξένου της Α. Μ. την αναγκαιούσαν δια το υπό την διεύθυνσίν του υποπροξενείον σημαίαν». Οι δύο σημαίες πάντως, όπως φαίνεται από φορτωτικό έγγραφο του Διευθυντηρίου του Βασιλικού Ναυστάθμου στη Φανερωμένη Σαλαμίνας στις 4 Δεκεμβρίου 1879, κατασκευάσθηκαν, κόστισαν 58,38 δρχ. και πιστώθηκε για το ποσό αυτό ο λογαριασμός του υπουργείου Εξωτερικών.
          Αποστολή δύο σημαιών από το Ναύσταθμο είχε ζητήσει στις 13 Οκτωβρίου 1879 και το Προξενείο της Αδριανούπολης. Και όπως φαίνεται οι αρχικά παραγγελθείσες για τη Φιλιππούπολη σημαίες, πήγαν τελικά στην Αδριανούπολη.
***
          Η ζωή όμως των διπλωματών στη Θράκη, είχε και τα γνωστά και αναπόφευκτα για τους ανθρώπους προβλήματα. Ακόμα και θανάτους...
          Το Φεβρουάριο του 1858 πέθανε ο υποπρόξενος της απέναντι ακτής Ελλησπόντου Σταμάτιος Μπουντούρης. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο αδελφός του Νικόλαος, με διάταγμα που υπέγραψε ο βασιλιάς Όθων στο Ναύπλιο στις 23 Φεβρουαρίου.
          Στις 22 Ιανουαρίου 1888 [16] πέθανε ο Σοφοκλής Πέπας, προξενικός πράκτορας Αίνου, από βαριάς μορφής πνευμονία στον αριστερό πνεύμονα. Την αιτία του θανάτου του, διέγνωσε ο γιατρός της πόλης Σ. Καβούρ, ο οποίος επιστρατεύθηκε και ανέλαβε προσωρινά  και το προξενικό πρακτορείο της Αίνου. Προηγουμένως φρόντισε να σφραγισθεί το σπίτι του.
          Την άγρια καθημερινότητα δεν την ζούσαν μόνο οι Θρακιώτες και οι Έλληνες διπλωμάτες στη Θράκη. Καμιά φορά η μοίρα έπαιζε άσχημα και με τους δυνάστες. Όπως συνέβη το 1860, σύμφωνα με αναφορά του Γ. Λαγκαδά, που διηύθυνε προσωρινά το Προξενείο της Αδριανούπολης. Στις 28 Ιανουαρίου ο νέος διοικητής της πόλης ο Χελμί Πασάς πήγε κοντά στο ποτάμι για περίπατο. Κάποια στιγμή πλησίασε στο χείλος του ποταμού και έσκυψε στο νερό. Έπεσε όμως μέσα στα κρύα νερά και πνίγηκε. Δύο ακόλουθοί του έπεσαν αμέσως στο νερό για να τον σώσουν, αλλά πνίγηκαν κι αυτοί. Το πτώμα του δεν βρέθηκε αμέσως και από τα υπάρχοντα έγγραφα, δεν προκύπτει αν βρέθηκε και πότε.
          Λίγε μέρες αργότερα στις 4 Φεβρουαρίου ο Λαγκάδας[17] πληροφορούσε το υπουργείο Εξωτερικών, ότι οι αρχές εξετάζουν τρεις εκδοχές για τον πνιγμό του Χελμί Πασά. Ότι αυτοκτόνησε, ότι ήταν ατύχημα ή ότι τον έπνιξαν άλλοι. Αν και την τελευταία εκδοχή δεν την υιοθετούσε ο Λαγκαδάς, παρά το ότι, η Υψηλή Πύλη φαινόταν να αποκλίνει υπέρ αυτού ενδεχομένου. Γι’ αυτό έδωσε τηλεγραφική διαταγή να καταβληθεί προσπάθεια ανεύρεσης του πτώματος του πασά. Στη θέση του πάντως, διορίσθηκε προσωρινά ο μέχρι τότε υπεύθυνος της είσπραξης των φόρων του κρασιού . Κατά την εκτίμηση του Λαγκαδά, πραγματικός διοικητής της πόλης θα παρέμενε η ισχυρή ομάδα των μπέηδων της Αδριανούπολης.  
          Οι διπλωμάτες μέσα σε ένα διαλυμένο κράτος όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου η διαφθορά είχε γίνει θεσμός, χρειάστηκε να γίνονται και ντετέκτιβ, προκειμένου να μη διασύρεται το ελληνικό όνομα, από ελάχιστους Έλληνες υπηκόους, που δούλευαν κυρίως ως έμποροι.
          Ο Παύλος Βενιζέλος υποπρόξενος στον Πύργο ενημέρωνε στις 17 Απριλίου 1865[18] τον υπουργό Εξωτερικών Π. Βράιλα, ότι ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα της θητείας του εκεί ήταν «η περιστολή των καταχρήσεων μερικών εμπόρων Ελλήνων ως προς τα νόθα κοιλά, τα οποία μεταχειρίζονται ούτοι απατώντες τους δυστυχείς χωρικούς 3-4 οκάδας το κοιλόν».
          Οι έμποροι που είχαν συλληφθεί, αντί να χρησιμοποιούν σινίκια με τη μολυβδοσφραγίδα του κρατικού ελέγχου, χρησιμοποιούσαν σινίκι ανεπίσημο, που… έκλεβε δηλαδή χωρούσε περισσότερο περιεχόμενο. Διασώθηκαν μάλιστα και οι μαρτυρικές καταθέσεις, για την υπόθεση αυτή.  
          Στα έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών διασώθηκε και ένα έγγραφο με μια σημαντική πληροφορία. Ο υποπρόξενος Γ. Δ. Κανακάρης πληροφορούσε την ελληνική κυβέρνηση στις 15 Οκτωβρίου 1865, ότι ο μέχρι τότε υποπρόξενος της Γαλλίας στη Φιλιππούπολη Ch. Champoiseau , προαχθείς σε επίτιμο πρόξενο μετατέθηκε στα Ιωάννινα, με ετήσιο μισθό 1.200 φράγκων (Είναι αυτός που το 1863 μετέφερε από τη Σαμοθράκη στο παρίσι το περίφημο άγαλμα της Νίκης, το οποίο κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου).
          Σε μια άλλη περίπτωση πάλι, ο υποπρόξενος του Πύργου Δ. Γκόφας, αναγκάσθηκε το 1878 να καταφύγει στα δικαστήρια για να δοθούν στην εθνική άμυνα της Ελλάδας, τα χρήματα, που είχε καταχραστεί ένας Αθηναίος δημοσιογράφος.
          Συγκεκριμένα από επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής Αμύνης και Αδελφότητος προς τον υπουργό Εξωτερικών Θ. Δηλιγιάννη στις 19 Απριλίου 1878[19] πληροφορούμαστε ότι ο Δ. Γκόφας είχε συγκεντρώσει εισφορές Ελλήνων του Πύργου για την ενίσχυση της άμυνας της Ελλάδας. Τα χρήματα τα παρέδωσε για να έρθουν στην Αθήνα, στο δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μέλλον» Δήμο Αθανασίου. Αυτός όμως απέφυγε να παραδώσει τα χρήματα στην Κεντρική Επιτροπή και έτσι ο υποπρόξενος Γκόφας αναγκάσθηκε να καταθέσει αγωγή εναντίον του. Τότε ο Αθανασίου έδωσε τα χρήματα σε 2-3 δόσεις.

*Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878

          Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η κατοχή της Θράκης από τα ρωσικά στρατεύματα, ανέδειξε την ηγετική φυσιογνωμία των Ελλήνων διπλωματών, οι οποίοι λειτούργησαν οργανωτικά και αλτρουιστικά για να διασφαλίσουν, όπου αυτό ήταν δυνατόν, τις μεγάλες πόλεις τουλάχιστον από σφαγές και καταστροφές. Συνεργάσθηκαν με τους προξένους των άλλων χωρών και προστάτευσαν αποφασιστικά τους κατοίκους.
          Μεγάλη μορφή των ημερών της εισόδου των ρωσικών στρατευμάτων στη Θράκη αναδείχθηκε ο πρόξενος της Ελλάδας στην Αδριανούπολη Νικ. Γεννάδης, οι υπηρεσίες του οποίου για τη διάσωση των κατοίκων και την τήρηση της τάξης εκτιμήθηκαν και από τους  Άγγλους. Στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών έχει διασωθεί ακόμα και το Διάταγμα του βασιλιά Γεώργιου Α΄ με το οποίο απονεμήθηκαν ηθικές και υλικές αμοιβές στο Γεννάδη. Υπάρχει επίσης και ένα σχέδιο επιστολής του Θ. Δηλιγιάννη προς το βασιλιά Γεώργιο, με την οποία γνωστοποιούσε την αγγλική ευαρέσκεια για την συνολική προσφορά του Γεννάδη. Η «Παλιγγενεσία» των Αθηνών έγραψε ότι τον Απρίλιο του 1878 ο Δηλιγιάννης απένειμε στο Γεννάδη το χρυσό σταυρό του Σωτήρος.
          Ανάλογη είναι και η περίπτωση του πρόξενου της Καλλίπολης Πέτρου Τζαννέτου. Η ελληνική κοινότητα της Καλλίπολης , με επιστολή στις 7 Απριλίου 1878[20] προς τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δεληγιάννη, επαινούσε το Τζαννέτο, διότι «… ηρωϊκάς καταβαλών προσπαθείας, μετά κινδύνου μάλλον της εαυτού ζωής, προς διάσωσιν της πόλεως από επαπειλουμένης σφαγής οργανώσας νυκτερινάς περιπολίας προς διατήρησιν της τάξεως και ησυχίας και πολλάς οικογενείας εν τη ιδία αυτού οικία παραλαβών προς εξασφάλισιν προς δε και συντελέσας εις την απαλλαγήν της Αλληλοδιδακτικής Σχολής από των ασθενών και τραυματιών Οθωμανών των εν αυτή νοσηλευομένων θεωρεί καθήκον αυτής ιερόν όπως αυθορμήτως εκφράσει τας εγκαρδίους ευχαριστίας και τα συγχαρητήριά της…».
          Υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι αδελφοί Βασιλείου, ο Δ. Παντερμαλής, ο Κ. Λογοθέτης, ο Κ. Φιτόπουλος, ο Γ. Κρητικός, ο Μηνάς Χατζηκωνσταντινίδης, οι Γ. και Κ. Δημητρίου κ.ά. Τη γνησιότητα της επιστολής επικύρωνε με την ιδιόχειρη βυζαντινή υπογραφή του ο Μητροπολίτης Γρηγόριος.     
          Οι Καλλιπολίτες έστειλαν στις 3 Ιουνίου 1878 επιστολή και προς τον Ανδρέα Κουντουριώτη πρεσβευτή της Ελλάδας, διαπιστευμένο στην Υψηλή Πύλη, εκφράζοντας τις ευχαριστίες τους για τον Τζαννέτο. Έγραφαν:
«… Κατά τας αποφράδας εκείνας ημέρας καθ’ άς η πόλις ημών διέτρεχε τον έσχατον κίνδυνον συνεπεία της συσσωρεύσεως των αναριθμήτων Κιρκασίων, βασιβουζούκων και άλλων διαφόρων μεταναστών πολλάκις αποπειραθέντων να δηώσωσι την πόλιν μας, ανέπτυξαν ούτος δραστηριότητα κατόρθωσες δια της πολιτικής του αυτού συνέσεως και της χαρακτηριζούσης αυτόν γενναιότητος και αξιοπρεπείας να συμβιβάση πληρέστατα τα καθήκον της υπηρεσίας του προς το καθήκον της φιλανθρωπίας και του πολιτισμού εις τρόπον ώστε ου μόνον ημάς οι υπήκοοι Έλληνες, αλλά και οι δούλοι ομογενείς και άπαντες οι κάτοικοι των διαφόρων φυλών και θρησκευμάτων εύρον εν τω προσώπω αυτού ένθερμον προστάτην της ζωής και της περιουσίας των και άνδρα γενναίον και τίμιον…».
          Ο Τζαννέτος, τις κρίσιμες εκείνες μέρες, όταν προ των ρωσικών στρατευμάτων που προέλαυναν στη Θράκη ανεμπόδιστα, είχε διαλυθεί κάθε έννοια Οθωμανικού κράτους, κατόρθωσε να συστήσει εθνοφυλακή ενώ ο ίδιος έκανε περιπολίες για να διασωθεί η πόλη.   
          Αυτή την επιστολή, υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Έλληνες υπήκοοι Α. Σιδερίδης, Περικλής και Παυσανίας Πορφυράς, Ιωάννης Σφαέλος, Χαραλάμπης Χρυσοβέργης, Δημήτριος Βελόνης, Δ. Ι. Παρθενόπουλος, Γεώργιος Σακελλαρόπουλος, Σταύρος Ξάνθος, Α. Λεμπέσης, Μ. Παντερμαλής, Π. και Χ. Αντύπας.

*Η Ξάνθη

          Ανάλογη επαινετέα στάση κράτησε και στην Ξάνθη, ο προξενικός πράκτορας Γεώργιος Παρθενόπουλος. Οι Έλληνες υπήκοοι της Ξάνθης στις 21 Ιανουαρίου 1878 έστειλαν επιστολή στον Έλληνα υποπρόξενο της Καβάλας Αρ. Παπαδόπουλο, στην οποία ανέφεραν:
          «Δια της παρούσης ημών ταπεινής αναφοράς, ερχόμεθα να περιγράψωμεν εν συνόψει τα διατρέξαντα δεινοπαθήματα εις τον τόπον τούτον και τίνι τρόπω εσώθημεν όλοι οι Χριστιανοί και Οθωμανοί παρά του ενταύθα Έλληνος προξ. Πράκτορος κ. Γ. Παρθενοπούλου ός εδόξασε το Ελληνικόν όνομα και έθνος σήμερον ενταύθα».
          Ο Παρθενόπουλος είχε οργανώσει περιπολίες Χριστιανών και Τούρκων για να διαφυλαχθεί η Ξάνθη από πυρκαγιές, αρπαγές και άλλα κακουργήματα.
          Την επιστολή αυτή υπογράφει πρώτος ο γιατρός Μ. Μελίρρυτος, ο οποίος έχει βάλει και την μικρή στρογγυλή σφραγίδα του, που έχει κυκλοτερώς το όνομά του στη μέση το σήμα με το φίδι του Ασκληπιού και στη βάση δύο αστεράκια. Συνυπογράφουν ο γιατρός Αλέξανδρος Τσάντης, ο δάσκαλος Ε. Καραμέρος, ο Ιωάννης Λεβαντής, ο Γεώργιος Ιωαννίδης, ο Δημήτριος και ο Παναγιώτης Λάβδας, ο Γρηγόριος Ευσταθίου κ.ά.
          Πρόβλημα υπήρξε στην Αίνο, όπου ο υποπρόξενος Κ. Ε. Ξένος κατηγορήθηκε ευθέως, ότι για να πουλήσει εκδουλεύσεις στους Ρώσους, παρουσίαζε τα διοριζόμενα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πόλης που ήταν απλοί πολίτες «ου μόνο φιλότουρκα, αλλά και εις το έπακρον μισόρωσα» και διατύπωναν το ερώτημα σε επιστολή τους προς τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη  στις 4 Ιουνίου 1878:
          «Εδικαιούτο άραγε ο Κ. Εμμ. Ξένος ο αντιπροσωπεύων εν τη γωνία ταύτη της παρ’ ολίγον εκβουλγαριζομένης Θράκης την Ελευθέραν Ελλάδα, μεθ’ ης τοσούτοι πόθοι συνδέουσιν ημάς και τους απανταχού της γης ομογενείς…».
          Ο Ξένος απάντησε στις 10 Ιουνίου ότι θεωρεί αισχρή συκοφαντία και ανάξια απάντησης την κατηγορία ότι «ρωσσίζει» και τα απέδιδε όλα σε συγκεκριμένο άτομο τον Αναστάσιο Οικονόμου, με τον οποίο είχε διαφορές και υποστήριζε για την επιστολή, ότι «ο ίδιος ούτος προσεκάλεσεν εις το γραφείον του και τινα νευρόσπαστα όντα, τα οποία κατ’ αίτησίν του, υπέγραψαν αυτήν».


[1] ΙΑΥΕ 1857 φάκ. 36,17
[2] ΙΑΥΕ 1858 φάκ. 37,13
[3] ΙΑΥΕ 1858 φάκ. 37,13
[4] ΙΑΥΕ 1858 φάκ. 37, 13
[5] ΙΑΥΕ 1859 φάκ. 36,13
[6] ΙΑΥΕ 1856 φάκ. 39, 13
[7] ΙΑΥΕ 1859 φάκ. 76/1
[8] ΙΑΥΕ 1861 φάκ, 37,13
[9] ΙΑΥΕ 1862 φάκ. 37,13
[10] ΙΑΥΕ 1866 φάκ. 37,13
[11] ΙΑΥΕ 1860 φάκ. 37,13
[12] ΙΑΥΕ 1862 φάκ. 49, 2γ
[13] ΙΑΥΕ 1874 φάκ. 37,13
[14] ΙΑΥΕ 1874 φάκ. 37,13
[15] ΙΑΥΕ1854 φάκ. 39,13
[16] ΙΑΥΕ 1888 φάκ. 36, Γ1
[17] ΙΑΥΕ 1860   φάκ. 37,13
[18] ΙΑΥΕ 1865 φάκ. 37, 13- 2
[19] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. 35,8
[20] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. 35,3

6 σχόλια:

  1. Γιαννης Πατσιουρας
    ΤΟ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Aggeliki Gkliati
    Ευχαριστούμε πολύ!!! "Συγχαρητήρια! Pantelis Athanasiadis! Και χρόνια πολλά, με υγεία και όμορφες χαρούμενες στιγμές!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Νίνα Γκούδλη
    Συγχαρητήρια Παντελή για την ανάρτηση που μαθαίνουμε για την προσφορά και τον αλτρουισμό των Ελλήνων διπλωματών στα δύσκολα χρόνια της Θράκης!..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ραϊκούδης Κωνσταντίνος
    Λογικό ήταν να μην έχει λεφτά το κράτος για τους διπλωμάτες του. Εκείνη την περίοδο ήταν ακόμη κατεστραμμένη η χώρα από τον πόλεμο, οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονταν κ πολύ για έργα πάρα μόνο για την εξουσία κ τα κομματικά συμφέροντα κ γι'αυτό είχαμε κάθε λίγο κ αλλαγές πρωθυπουργών, κάθε λίγο ξεσπούσε κ μια στάση (επανάσταση) που υποκινούσαν τα διάφορα συμφέροντα( κυρίως ξένων) κ Φυσικά κακοδιαχείριση του κράτους ιδιαίτερα μετά την εξορία του Όθωνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αθανάσιος Σούρλας30 Ιουλίου 2018 στις 12:30 μ.μ.

    Αθανάσιος Σούρλας
    Συγχαρητηήρια τόσο για τη συγκεκριμένη εξαιρετική ανάρτηση όσο και για τι υπόλοιπες υψηλής ιστορικής αξίας και ιδιαίτερα λεπτομερειακές αναρτήσεις σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή