Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΒΟΕΒΟΔΑ ΠΕΤΚΟ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ- ΑΡΘΡΟ 3ο

*Η υπογραφή του Έλληνα υποπρόξενου στο Δεδέαγατς Γ. Καραγιανόπουλου

Νέα ανέκδοτα στοιχεία


Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

          Σε δύο προηγούμενα άρθρα είδαμε αναλυτικά τη δράση του Βοεβόδα Πέτκο, Βούλγαρου επαναστάτη, ο οποίος έδρασε στη Θράκη, καταπολέμώντας τους Οθωμανούς, αλλά με στόχους να προσαρτηθεί η Θράκη στη Βουλγαρία και να αποκτήσει διέξοδο στο Αιγαίο. Σήμερα θα συνεχίσουμε τρίτο άρθρο για να φωτίσουμε με λεπτομέρειες την περίπτωση του Πέτκο, ο οποίος θυμίζουμε ότι γεννήθηκε το 1840 στο χωριό Ντογάν Χισσάρ (ή Ντογάν Ασσάρ) που βρίσκεται στο βόρεια της Αλεξανδρούπολης και σήμερα ονομάζεται Αισύμη.

          Στη βουλγαρική βιβλιογραφία έχουν εκδοθεί διάφορες εργασίες, στις οποίες υπάρχουν αναφορές και για τον Πέτκο. Ίσως η σημαντικότερη είναι η εργασία του Βούλγαρου Πατριάρχη Κύριλλου «Η Βουλγαρική Εξαρχία και η περιοχή Αδριανουπόλεως κατά τους αγώνες του 1877-78» έκδοση του Συνοδικού Πατριαρχείου της Βουλγαρίας, το 1969. Στη σελίδα 248, υπάρχει αναφορά στον Πέτκο Κυριάκωφ, που γεννήθηκε στο Ντογιάν Χισάρ όπως ονομάζει την γενέτειρά του. Γεννήθηκε το 1840 και πέθανε το 1900. Άρχισε τη δράση του ως χαϊντούκος από το 1861 στη Ροδόπη και την παραθαλάσσια Θράκη, τις Φέρρες, το Διδυμότειχο, την Κομοτηνή, την Ξάνθη και την Αίνο. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1877-87 και επέκτεινε τη δράση του στο Δεδέαγατς, το Ουζούν Κιοπρού και τη Μαρώνεια.



*Οι βουνοκορφές της Ροδόπης, όπου δρούσε ο Πέτκο

          Στην εξέγερση της Ροδόπης εστράφη εναντίον των Οθωμανών και συγκρούσθηκε με αυτούς.
          Μετά το συνέδριο του Βερολίνου οι Βούλγαροι από 40 χωριά της Θράκης (Ανατολικής, Δυτικής και Βουλγαρικής), του απέστειλαν επιστολή με την οποία του ζητούσαν να ενδιαφερθεί για τη δική τους απελευθέρωση. Ο πατριάρχης Κύριλλος κάνει χρήση στοιχείων από Βρετανικές πηγές και κυρίως από τις Κυανές Βίβλους, που δημοσίευε το Φόρεϊν Όφις.
          Ο Πατριάρχης των Βουλγάρων Κύριλλος εξέδωσε και άλλη μια εργασία που περιέχει κάποια στοιχεία για τη δράση του Πέτκο με τίτλο «Η αντίσταση ενάντια στη Συμφωνία του Βερολίνου- Η εξέγερση της Κρέσνας» Σόφια 1955.
          Άλλη εργασία με στοιχεία για τον Πέτκο, είναι του Ιβάν Παναγιώτωφ με τίτλο «Ο Σαιν Κλαιρ και ο Πέτκο Βοεβόδα κατά τις αγγλικές Κυανές Βίβλους» Σόφια 1953. Εκεί στις σελ. 248-249, 285-286 και στη σελ. 483 υπάρχουν κάποια στοιχεία για τον Πέτκο με βάρος πάντα στην βουλγαρική άποψη περί του 
απελευθερωτικού του ρόλου.

*Η προτομή του Πέτκο, που τοποθετήθηκε στη Ρώμη

          Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος[1] στο κεφάλαιο της «Ιστορίας της Νεώτερης Ελλάδας» για τις ελληνοϊταλικές και ελληνοσλαβικές επαφές, που είχαν αρχίσει από το 1859 και συνεχίσθηκαν έως το 1864 δηλαδή και μετά την έξωση του Όθωνα, κάνει αναφορά στη δραστηριότητα του Βούλγαρου συγγραφέα και ποιητή Ρακόβσκυ, ο οποίος στάλθηκε στην Αθήνα προφανώς από κάποια μυστική βουλγαρική εταιρία. Έμεινε τέσσερις μήνες και είχε επαφές με πολιτικούς όπως ο Κανάρης, ο Βούλγαρης, ο Δεληγιώργης, ο Κουμουνδούρος και άλλοι. Επίσης είχε επαφές με στρατιωτικούς, όπως ο Π. Κορωναίος και ο Λεωτσάκος.
Ο Ρακόβσκυ κινήθηκε δραστήρια εναντίον των Τούρκων, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο από Βούλγαρους, Ρουμάνους και Μαυροβούνιους. Αφετηρία των ιδεών του ήταν πως οι Βαλκανικοί λαοί θα μπορούσαν με την ένωσή τους να διώξουν τους Τούρκους από τη Βαλκανική και να χειραφετηθούν από την κηδεμονία της τσαρικής Ρωσίας και των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.

*Ο Γκεόργκι Ρακόφσκυ

Ο Κορδάτος γράφει, ότι στις προτάσεις του Ρακόβσκυ για κοινή δράση όλων των Βαλκανικών λαών εναντίον των Τούρκων, δεν είναι γνωστές οι γνώμες που εξέφρασαν οι Έλληνες πολιτικοί και προσθέτει: «Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι δεν ήταν αρνητικές τουλάχιστον από τον Κουμουνδούρο».
Συνεχιστή του έργου του Ρακόβσκυ ο Κορδάτος θεωρεί τον Πέτκο, γράφοντας: «Ο Πέτκο δρούσε σαν αντάρτης με άλλους Βούλγαρους στην Ανατολική Θράκη. Ήρθε όμως σε επαφή με την ελληνική επιτροπή που οργάνωνε την Κρητική επανάσταση και το 1864 φεύγει και έρχεται στην Αθήνα. Έχοντας συστατικά γράμματα της Κρητικής επιτροπής, επισκέφτηκε Έλληνες στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες και με τη μεσολάβησή τους φοίτησε ένα χρόνο στη στρατιωτική σχολή και έτσι απόχτησε στρατιωτικές γνώσεις, που του ήταν πολύ χρήσιμες στην κατοπινή αντάρτικη δράση του.
Ο Πέτκο πήγε στην Κρήτη και πολέμησε με τους Κρητικούς. Πριν όμως κατεβεί στην Κρήτη, πήγε στην Ιταλία όπου ανταμώθηκε με το Γαριβάλδη και πολύ πιθανό με Έλληνες του Ελληνικού Κομιτάτου. Από την Ιταλία γύρισε πάλι στην Αθήνα μαζί με 67 Ιταλούς εθελοντές και από την Αθήνα με τους Ιταλούς πήγε στην Κρήτη».

*Ο Γαριβάλδης

Ο Ιωσήφ Γαριβάλδης (1807-1882) υπήρξε διαπρεπής στρατιωτικός και ένθερμος πατριώτης, με ταραχώδη βίο. Πολέμησε κατά των Αυστριακών και συνέβαλε στην ενοποίηση της Ιταλίας. Με τη δράση του, στην Ιταλία, τη Νότια Αμερική, την Τύνιδα, τη Γαλλία και αλλού ήταν από αυτούς που δημιούργησαν το μύθο και τον τύπο του διεθνούς επαναστάτη, ο οποίος αγωνίζεται κατά των απολυταρχικών καθεστώτων, για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων. Είχε πολεμήσει σε πολλές χώρες και είχε σχεδιάσει να πολεμήσει κατά των Τούρκων στη Σερβία και την Ελλάδα. Τα γεγονότα στην Ιταλία δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει στα σχέδιά του αυτά.

Ήταν φύση πρωτόγονη, παρορμητική, ενθουσιώδης, ηρωική και διεγερτική.
Ο Γαριβάλδης ήταν μασόνος. Στον τεκτονισμό μυήθηκε το 1844 και ανήλθε σε όλες τις βαθμίδες του τεκτονισμού της Ιταλίας. Η σύνδεσή του με μυστικές επαναστατικές εταιρίες άλλων χωρών, είναι προφανές, ότι είχε και τεκτονικές προεκτάσεις.
Επίσης προκύπτει ένα άλλο ερώτημα: Δρούσαν Γαριβαλδινοί στη Θράκη και στη Βόρεια Ελλάδα ή άλλοι προπαγανδιστές ευρωπαϊκών δυνάμεων; Είναι ένα ερώτημα, στο οποίο δίνει απάντηση μια χειρόγραφη πολυσέλιδη έκθεση του διπλωμάτη Παπακωστόπουλου, χωρίς τόπο προέλευσης και ημερομηνία[2]. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό ο Ηλίας Στεκούλας, λακωνικής καταγωγής, είχε περιοδεύσει στα Ιωάννινα, την Άρτα και την Πρέβεζα και μετά στην Αχρίδα, τα Βιτώλια (το Μοναστήριο) και τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί αντί να πάει στην Κωνσταντινούπολη όπως είχε πρόθεση, άρα θα διέσχιζε τη Θράκη, πήγε τελικά στην Αθήνα για άγνωστους λόγους. Στα Βιτώλια ήρθε σε επαφή με τον επίσης Γαριβαλδινό Βαφειάδη και ενώ προφασίζονταν πως πήγε να αγοράσει ζώα, στους δικούς του εκμυστηρεύονταν, ότι ήθελε να προπαρασκευάσει τα πνεύματα για μελλοντική απελευθέρωση των Χριστιανών. Υπόσχονταν πως επικεφαλής της επιχείρησης, θα έμπαινε ο ίδιος ο Γαριβάλδης.
          Στα Βιτώλια δεν βρήκε μεγάλη ανταπόκριση και οι φίλοι του και ο Βαφειάδης, τον απέτρεψαν, γιατί ήταν φοβισμένοι από τις Οθωμανικές καταπιέσεις και αυθαιρεσίες.
          Ο Στεκούλας για να πείσει τους συνομιλητές του επεδείκνυε ένα ιταλικό διαβατήριο και ένα έγγραφο διορισμού του ως λοχαγού στη Γαριβαλδινή Λεγεώνα.
          Την ίδια εποχή περιέρχονταν τη Μακεδονία, ο Επτανήσιος Ανδρέας Τσάλας, πρώην δεκανέας της Μοίρας των Λογχιστών στην Αθήνα, κατόπιν ηθοποιός του θεάτρου στη Θεσσαλονίκη και «αλλαχού προ διετίας τοιχοχαρτωτής και διδάσκαλος της σπαθασκίας» με σαφή αντιοθωνικά αισθήματα.
          Την άνοιξη του 1860 είχε μεταβεί στη Σικελία για να συναντήσει το Γαριβάλδη και όταν επέστρεψε στη Μακεδονία επισκέφθηκε την Κοζάνη όπου υπεδείκνυε στου ς κατοίκους να αποβάλουν κάθε συμπάθεια προς την Ελλάδα και να ζητήσουν αγγλική προστασία, σχηματίζοντας ηγεμονία υπό Άγγλο πρίγκιπα!
          Δύο άλλοι Επτανήσιοι, ονόματι Νέγρης και Μαντζούφας περιήλθαν την επαρχία Ξάνθης «προς τον αυτόν σκοπόν, αλλά και τούτων τα ιοβόλα σπέρματα από τους κατοίκους της ειρημένης επαρχίας απεκρούσθησαν, η δε τοπική αρχή λαβούσα υπονοίας κατ’ αυτών των ανθρώπων εζήτησε να τους συλλάβει, αλλ’ ούτοι προλαβόντες έγιναν άφαντοι». 
          Ο Παπακωστόπουλος συνδυάζοντας τη στάση και τη δράση των τριών τελευταίων συμπέρανε, ότι οι φερόμενοι ως Γαριβαλδινοί με τις ενέργειές τους υπέκρυπταν κατ’ ουσία αγγλικές υποκινήσεις.
          Επίσης επαινούσε μεταξύ άλλων για τα ελληνικά τους αισθήματα τους μητροπολίτες Μαρωνείας Κύριλλο και Ξάνθης Διονύσιο. Έγραφε: «Αμφότεροι είναι εκ της ελευθέρας Ελλάδος, ο μεν εκ Δημητζάνης, ο δε εξ Άνδρου. Ο άγιος μάλιστα Μαρωνείας, είναι λείψανον των κατά την ελληνικήν επανάστασιν διασωθέντων κληρικών». Ήταν δηλαδή από τους κληρικούς που μετέσχαν στην Εθνεγερσία και επέζησε.


*Ο Πέτκο

          Μια άλλη παράμετρος στην υπόθεση Πέτκο, είναι το τέλος του, το οποίο θα ήταν… τραγικό, αν ήταν αληθινό και δεν είχαν εξαπατηθεί οι Τουρκικές αρχές, όταν σε μια περίπτωση εξόντωσαν ληστές στην περιοχή της Αίνου!
Μια περιγραφή για το κεφάλι του Πέτκο, κομμένο και εκτεθειμένο μαζί με τα κεφάλια δυο άλλων συντρόφων του στην πλατεία της Καλλίπολης, δημοσιεύθηκε στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης[3].
          Σκοτώθηκε-λέει- από χωροφύλακες, περίπου την Πρωτοχρονιά, όταν εντοπίσθηκε στο Κεμερλί της Αίνου. Από την ανταπόκριση αυτή πληροφορούμαστε, ότι ο Πέτκο και άλλοτε είχε συλληφθεί και φυλακίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου όμως δραπέτευσε, το 1873.  «Έκτοτε κύριος των περιχώρων καταστάς εγένετο ο φόβος και ο τρόμος των φιλησύχων κατοίκων, εξαγοραζόντων απέναντι αδρών λύτρων την ελευθερίαν και την τιμήν των οικογενειών αυτών. Μολονότι δε πανταχόθεν κατεδιώκετο ο αντάξιος του Σμυρναίου Κατιρτζή Γιάννη, διαβόητος ούτος ληστής υπό των οροφυλάκων και ζαπτιέδων ουδείς ποτέ ηδυνήθη να συλλάβει αυτόν, καθότι εγίνετο άφαντος οσάκις υπό σπουδαίας στρατιωτικής δυνάμεως περιεκυκλούτο δια την εξ ανάγκης ανοχήν και προστασίαν των ορεισιβίων ποιμένων».
          Τα εγκλήματά του ήταν πολλά. Ο Πέτκο μάλιστα έστελνε επιστολές στα θύματά του, στις οποίες υπέγραφε ως  «Βασιλεύς των Βουνών». 
          Το τέλος του όμως... ήρθε όταν κινήθηκε δραστήρια ο μουτασερίφης της Καλλίπολης Ρεσάτ Πασάς. Μαζί του σκοτώθηκαν και άλλα δύο άτομα. Ο ένας ονομάζονταν Κωστής Νικόλα και είχε φήμη ταχύτατου δρομέα. Ο Πέτκο τον χρησιμοποιούσε για ταχυδρόμο. Ο άλλος ονομάζονταν Κυριάκος.    
          Η… «μοιραία» για τον Πέτκο συμπλοκή έγινε κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες κατά την συναρπαστική αλλά πεπλανημένη περιγραφή του «Νεολόγου»:
          Όταν ο αλβανικής καταγωγής Ρετζέπ τσαούς επικεφαλής ενός μικρού αποσπάσματος, που είχε μεταφερθεί επίτηδες από τη Δράμα, έλαβε πληροφορίες πως ο Πέτκο κρύβεται σε μια αχυρένια καλύβα, πήγε νύχτα με τέσσερις Αλβανούς και τέσσερις χωροφύλακες και την κύκλωσε. Αμέσως μετά κτύπησε την πόρτα και ζήτησε από το Βούλγαρο ληστή και τους άλλους να παραδοθούν γιατί κάθε αντίστασή τους θα ήταν μάταια. Οι ληστές αιφνιδιάσθηκαν, αλλά άρπαξαν τα όπλα και άρχισαν να δέρνουν ανηλεώς ένα τσοπάνο που κρατούσαν όμηρο μαζί τους, ο οποίος τελικά μετά από δυο μέρες πέθανε από την κακοποίηση. Πίστευαν ότι τους πρόδωσε αυτός.
Άρχισε αμέσως η ανταλλαγή πυροβολισμών και ο «Πέτκο» περίμενε πότε θα αδειάσουν τα όπλα των διωκτών του για να κάνει ηρωική έξοδο. Ο Ρετζέπ τσαούς κατάλαβε τους σκοπούς του και αντί να συνεχίσει τους πυροβολισμούς έβαλε φωτιά στην καλύβα, πλησιάζοντα ο ίδιος και πυροβολώντας εκ του σύνεγγυς. Όμως κατά τύχη η σφαίρα αυτή ήταν η μοιραία. Βρήκε τον Πέτκο κατάστηθα και ενώ λαμπάδιαζε η καλύβα, οι άλλοι τρεις  βγήκαν έξω κρατώντας στα δόντια τους μαχαίρια και τα όπλα στα χέρια, για να ξεφύγουν από το θανάσιμο κλοιό. Άλλά βρήκαν μπροστά τους Αλβανούς και άρχισαν να ανταλλάσσουν πυροβολισμούς. Ένας ληστής αν και τραυματίσθηκε ετράπη σε φυγή και διέφυγε λόγω του σκότους. Ο δεύτερος σκοτώθηκε επιτόπου. Ο  τρίτος πυροβόλησε από πολύ κοντά τον Ρετζέπ τσαούς, αλλά δεν τον πέτυχε. Οπότε ο Ρετζέπ τσαούς, τον σκότωσε με το μαχαίρι του.
Πάνω στη φασαρία ξέχασαν τον…  «Πέτκο»! Η φωτιά όμως που εξακολουθούσε να φουντώνει έφθασε και στο πτώμα του, όποτε άρχισε να εκπυρσοκροτεί «το πολύκροτον όπερ έφερεν περί την οσφύν». Οι διώκτες του μη έχοντας άλλες δυνατότητες, άρχισαν να ρίχνουν χιόνι επάνω στη φωτιά για να τη σβήσουν. Έτσι κατόρθωσαν να σύρουν έξω το μισοκαμμένο πτώμα του Πέτκο. «Κόψαντες ακολούθως την κεφαλήν αυτού και τας κεφαλάς των δύο οπαδών του, ανεχώρησαν φέροντες αυτάς εις τον αποστείλαντα αυτούς διοικητήν χωρίς ουδείς αυτών να πληρωθεί».
Οι Τούρκοι όμως βρίσκονταν σε πλάνη, ως προς τους… πραγματικούς κατόχους των κεφαλιών που εξέθεσαν στην πλατεία της Καλλίπολης!
***
          Μια πρόσθετη πληροφορία, που ίσως εξηγεί έμμεσα (χωρίς να αποδεικνύει), την επαφή που είχε ο Πέτκο με τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο, προέρχεται από αναφορά του υποπρόξενου Βάρνας Α. Παπαδόπουλου- Βρεττού του 1850[4] ο οποίος είχε προτείνει να διορισθεί ως προξενικός πράκτορας στον Πύργο ο Κωνσταντίνος Κορωναίος «αδελφός του εν Ελλάδι ταγματάρχου κυρίου Κορωναίου. Γνωρίζει κάλλιστα την τουρκικήν διάλεκτον και χαίρει καλήν υπόληψιν, από τας εκεί επιτοπίους αρχάς και μεταξύ των ομογενών ομοθρήσκων».
Στις 24 Ιουνίου 1850 όμως ο Κ. Κορωναίος με επιστολή του προς τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, απάντησε ότι δεν μπορεί να δεχθεί το διορισμό και πρότεινε τον αδελφό του Λεωνίδα, ο οποίος διαμένοντας πολλά χρόνια στον Πύργο γνώριζε εκεί πρόσωπα και πράγματα. Τελικά στις 21 Αυγούστου διορίσθηκε προξενικός πράκτορας Πύργου ο Ιωάννης Αποστόλης.   
Είχε άραγε ο Πέτκο ανθρώπους, να δώσουν καλές συστάσεις για τον νεαρό εκείνο, που ήθελε να ταξιδέψει στην Ελλάδα, αν και δεν ξέρουμε πόσα χρόνια έζησαν στον Πύργο τα αδέλφια του Πάνου Κορωναίου;
***
          Οι σύντροφοι του Πέτκο πάντως, είχαν αποθρασυνθεί, όταν οι Ρώσοι που είχαν νικήσει τους Τούρκους έδωσαν την αμνηστία στον ευνοούμενό τους αρχιληστή και στην ομάδα του.          Στις 16 Ιουλίου 1878, όπως μας πληροφορεί αναφορά του υποπρόξενου Δεδέαγατς Γ. Καραγιαννόπουλου με αριθμ. πρωτ. 154/22-7-1878[5] έξω από το Δουάν Ασάρ (γενέτειρα του Πέτκο) που απείχε τέσσερις ώρες από τη σημερινή Αλεξανδρούπολη με τα μέσα εκείνης της εποχής, σημειώθηκε ένα στυγερό έγκλημα.
          Δύο Βούλγαροι οπαδοί του Πέτκο, που είχαν αμνηστευθεί από τους Ρώσους, σκότωσαν δύο Έλληνες γυρολόγους, Το Θεόδωρο Γεωργίου και τον Στέργιο Βασιλείου καταγόμενους από χωριό των Ιωαννίνων.

*Προς Αισύμη σήμερα

          Οι άτυχοι γυρολόγοι είχαν ξεκινήσει από το Δερβένι ( το σημερινό Άβαντα Έβρου) και κατευθύνονταν προς το Δουάν Ασάρ (Αισύμη). Στο δρόμο, τους συνάντησαν οι δύο Βούλγαροι και συνοδοιπορούσαν μαζί τους. Όταν έφθασαν όμως σε ένα ρέμα λίγο έξω από την Αισύμη, κατέσφαξαν τους δύο γυρολόγους, έκλεψαν τα λεφτά και τα ρούχα τους και τα πτώματα τα τεμάχισαν. Μετά πήραν και τα δύο μουλάρια των θυμάτων τους και έφυγαν.
          Το έγκλημα αυτό καταγγέλθηκε στις αρχές που είχαν διορίσει οι Ρώσοι, αλλά οι εκπρόσωποι των αρχών ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και Έλληνες, προτίμησαν να ζητήσουν οδηγίες περί του πρακτέου από την Αδριανούπολη, αποφεύγοντας την άμεση καταδίωξη των κακούργων οπαδών του Πέτκο.
          Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς σταμάτησε αυτή τη ληστρική δραστηριότητά του ο Πέτκο. Είναι πιθανό να υποχώρησε προς το εσωτερικό της Βουλγαρίας, όταν έφευγαν οριστικά τα ρωσικά στρατεύματα από τη Θράκη. Ο τρόμος από την ληστρική δράση του Βούλγαρου λησταντάρτη έμεινε ζωντανός στη Θράκη.
          Χαρακτηριστικά στις 6 Αυγούστου 1880[6] ο προξενικός πράκτορας στην Ξάνθη Γεώργιος Παρθενόπουλος, ανέφερε ότι άγνωστοι μεταξύ Γκιουμουλτζίνας και Μαρώνειας συνέλαβαν τον Ιωάννη Λεονταρίδη και τον Στέργιο Κάλφα, και τους απήγαγαν στα βουνά ζητώντας ως λύτρα 2.000 οθωμανικές λίρες.
          Ο Παρθενόπουλος σημείωνε:
          «Οι λησταί ούτοι κατά τινας μεν εισίν απόσπασμα της συμμορίας του άλλοτε Βούλγαρου αρχιληστού Πέτκου, κατ’ άλλους Οθωμανοί».
          Άλλα έγγραφα δεν διασώθηκαν για να ξέρουμε την εξέλιξη της υπόθεσης αυτής, αλλά είναι βέβαιο, πως ο Πέτκο είχε ταυτισθεί από την κοινή γνώμη, με κάθε ληστρική επιχείρηση στη περιοχή της Θράκης.
          Αυτές είναι οι πληροφορίες που βασίζονται σε επίσημα έγγραφα και υπάρχουν σήμερα για τη δράση του Πέτκο. Υπενθυμίζεται, ότι το υποπροξενείο του Δεδέαγατς χάρη στην αλληλογραφία του οποίου έχουμε τα στοιχεία αυτά άρχισε να λειτουργεί από τα μέσα του 1877. Για τη δράση του νωρίτερα, που είναι η κυρίως ληστρική δράση, δεν φαίνεται υπάρχουν στοιχεία από ελληνικής πλευράς. Η δράση του περί το 1878, είναι δράση που σχετίζεται περισσότερο με τους απελευθερωτικούς αγώνες των Βουλγάρων, οι οποίοι χάρη στην παρουσία και την προστασία των νικητών Ρώσων, έβλεπαν  να φθάνει σε αίσιο πέρας η εθνική τους αποκατάσταση.
          Οι δραστηριότητες όμως του Πέτκο, σαφώς απέβλεπαν στην εκτόπιση των Ελλήνων και των Οθωμανών από μια λωρίδα της Θράκης, που θα του επέτρεπε την κάθοδο στη Μεσόγειο.




[1] Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας,, 1860-1900, Εκδόσεις «20ος Αιώνας» Αθήνα, 1958, σελ. 268-269 και 288. 
[2] ΙΑΥΕ 1860 φάκ αακ Ι Γα
[3] 24 Ιανουαρίου 1878
[4] ΙΑΥΕ 1850 φάκ. 37,13
[5] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. ΑΑΚ/Δ
[6] ΙΑΥΕ 1880 φάκ. 4,1-2













2 σχόλια: