Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Η ΤΡΙΠΛΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_04/07/2010_406646


Τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες 
από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους


Επιμέλεια: Στέφανος Xελιδόνης




Στις 8.25 το πρωί της 27ης Απριλίου 1941, η Βέρμαχτ εισήλθε στην Αθήνα. Το Επος του '40 είχε ακολουθήσει η γερμανική εισβολή. Μετά και τη Μάχη της Κρήτης, ολόκληρη η Ελλάδα θα τελούσε υπό την τριπλή κατοχή Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων, γνωρίζοντας μια τεράστιας κλίμακας καταστροφή. 
Δεκάδες χιλιάδες εκτελέστηκαν. Εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν από την πείνα, καθώς οι κατακτητές διέλυσαν την οικονομία και τις υποδομές. Οι εβραϊκές κοινότητες εξαλείφθηκαν. Στο μακάβριο έργο τους, οι κατοχικές δυνάμεις βρήκαν συνεργάτες μεταξύ των Ελλήνων - πληροφοριοδότες, χαφιέδες, τα Τάγματα Ασφαλείας. Ασυγκρίτως περισσότεροι, όμως, ήταν οι Ελληνες εκείνοι που αντιστάθηκαν. Μάλιστα, το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα ήταν από τα πιο αποτελεσματικά στην Ευρώπη. Και γεννήθηκε από το κενό εξουσίας που δημιούργησε η Κατοχή. Το Βερολίνο και η Ρώμη προσπάθησαν να κυβερνήσουν τη χώρα μέσα από τον υπαρκτό διοικητικό της μηχανισμό, επικεφαλής του οποίου τοποθέτησαν μία αδύναμη πολιτική ηγεσία. Η ελληνική κρατική γραφειοκρατία έπαθε εμπλοκή μπροστά στις εξωφρενικές απαιτήσεις του Αξονα. Οταν το επίσημο κράτος έχασε το κύρος του, ανεφάνησαν εναλλακτικές κοινωνικές ομαδώσεις. Η πιο μαζική ήταν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που, αποφασισμένο να μονοπωλήσει την Αντίσταση, τρομοκρατούσε τους αντιπάλους του. Τον τελευταίο χρόνο πριν από την Απελευθέρωση, εθνικιστές ποικίλων προελεύσεων ενώθηκαν υπό την αιγίδα των Γερμανών, συχνά δε με τη σιωπηρή έγκριση των Βρετανών, και ετοιμάζονταν να τα βάλουν με την Αριστερά. Η Κατοχή δεν είχε ακόμη τελειώσει όταν άρχιζε ο Εμφύλιος Πόλεμος.

*Η φοβερή πείνα της κατοχής. Οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους




Χιλιάδες θύματα από ασιτία


Του Νίκου Παπαναστασίου*

Στις 6 Απριλίου 1941 η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στα Βαλκάνια, θέτοντας σε εφαρμογή το επιχειρησιακό σχέδιο «Μαρίτα». Η ταχεία κατάρρευση της Σερβίας διευκόλυνε σημαντικά την κατάληψη της Ελλάδας από τον Χίτλερ, που εκείνη την περίοδο προετοίμαζε την κρίσιμη αναμέτρηση με τη Σοβιετική Ενωση (σχέδιο «Μπαρμπαρόσα»). 
Βέβαια η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 δεν τερμάτισε τις σκληρές μάχες ενάντια στους εισβολείς που συνεχίστηκαν τον Μάιο επί κρητικού εδάφους. Μόνιμη επωδός των ναζιστικών διακηρύξεων προς τον ελληνικό λαό ήταν ότι τα γερμανικά στρατεύματα «δεν ήλθαν ως εχθροί, αλλά απλώς διά την αποκατάστασιν της τάξεως». Αυτό προϋπέθετε την εκδίωξη των βρετανικών δυνάμεων από το τελευταίο προγεφύρωμά τους σε ευρωπαϊκό έδαφος και της «αγγλόδουλης» πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
*Η Βουλγαρική κατοχή

Ο Χίτλερ αναγνώρισε τη γενναιότητα των Ελλήνων στρατιωτών στο πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα οι κατακτητές να τους επιφυλάξουν «ευμενή μεταχείριση» για τα δεδομένα της εποχής. Η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, αλλά και η διατήρηση της ελληνικής σημαίας στα δημόσια κτίρια προκάλεσε μάλιστα την αντίδραση του Μουσολίνι για τους «αυτόκλητους προστάτες» των Ελλήνων. Οπως διαφάνηκε όμως εξαρχής η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιμετώπισε με ψυχρότητα το «ειδύλλιο» των Γερμανών και υποστήριξε με κάθε τρόπο τους ελάχιστους Βρετανούς που μάχονταν ακόμα στη χώρα. Ιδιαίτερα ο εδαφικός ακρωτηριασμός της χώρας που δεν μπορούσε να επισκιαστεί από τις ναζιστικές κολακείες, σηματοδότησε το πέρασμα από την επιφυλακτικότητα των Ελλήνων απέναντι στις προθέσεις των κατακτητών, στην εχθρότητα και στην Αντίσταση. 
*Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σαντάς


Συμβολικό σημείο εκκίνησης δεν ήταν άλλο από το κατέβασμα της σβάστικας από την Ακρόπολη, από τους νεαρούς φοιτητές Μανώλη Γλέζο και Απόστολο Σάντα, πράξη με ευρύτερη απήχηση στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Η αμφίπλευρα επώδυνη κατάληψη της Κρήτης έθεσε υπό γερμανικό έλεγχο και το τελευταίο ελεύθερο κομμάτι της χώρας. Το τέλος των επιχειρήσεων σηματοδότησε, παράλληλα, την εγκαθίδρυση τριζωνικής κατοχικής διοίκησης (γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής). Η περιοχή άμεσου ελέγχου του Ράιχ, υπήρξε μεν περιορισμένων εδαφικών διαστάσεων, συμπεριέλαβε όμως τις περισσότερες περιοχές μεγάλης οικονομικής και στρατηγικής σημασίας, ορισμένους θύλακες στην Αττική (αεροδρόμια, το λιμάνι του Πειραιά, νησιά του Σαρωνικού), τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας (το τμήμα μεταξύ του Αλιάκμονα και του Στρυμόνα), επίσης τη Μήλο, τη Λήμνο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο και τρεις από τουςτέσσερις νομούς της Κρήτης. 
*Η Ιταλική κατοχή


Οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις περιορίστηκαν στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, εκτός της ουδετεροποιημένης ζώνης της ελληνο-τουρκικής μεθορίου που ελεγχόταν επίσης από τους Γερμανούς, για να αποφευχθεί βουλγαρο-τουρκική ένταση. Ετσι, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας παραχωρήθηκε στη δικαιοδοσία των Ιταλών. Μάλιστα τα νησιά του Ιονίου και η Θεσπρωτία υπήρξαν οι πρώτες εδαφικές «κατακτήσεις» τους που προετοιμάζονταν συστηματικά για μελλοντική προσάρτηση. Ωστόσο, η ναζιστική ηγεσία δεν επέτρεπε (όπως και στην περίπτωση της Σόφιας) την επικύρωση των εδαφικών βλέψεων πριν από την «τελική νίκη» του Αξονα.
Την αποξένωση από τους εισβολείς υποδαύλιζε καθημερινά η δυσβάσταχτη κατοχική πραγματικότητα, καθώς νέμονταν σχεδόν μονοπωλιακά την ελληνική οικονομία. Οι εξαγορές, κατασχέσεις και επιτάξεις επιχειρήσεων (τράπεζες, πολεμική βιομηχανία, ορυχεία) και προϊόντων (καπνός, ελαιόλαδο, χρώμιο κ.λπ.) της χώρας από τις δυνάμεις κατοχής διασφάλισε μεν την τροφοδοσία του στρατού κατοχής, όχι όμως και τη διαβίωση του ελληνικού πληθυσμού, ούτε καν με τα στοιχειώδη. 

*Ο ραγδαίος υποσιτισμός, εμφανής στα παιδιά


Με δεδομένο ότι προπολεμικά η ελληνική οικονομία δεν ήταν αυτάρκης, η αρπακτικότητα των κατακτητών επέφερε τον ραγδαίο υποσιτισμό ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και την ανθρωπιστική τραγωδία. Η έλλειψη βασικών διατροφικών ειδών συνδέεται επίσης με τη μείωση της παραγωγής αγαθών, τη διακοπή του εισαγωγικού εμπορίου και την αύξηση της ζήτησης αγαθών, λόγω της παρουσίας των δυνάμεων κατοχής. Την κατάσταση επιδείνωσε ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας που επέβαλε για στρατιωτικούς λόγους η Βρετανία, καθώς δεν επέτρεψε τη μεταφορά σιτηρών από ουδέτερες χώρες. Το οξύ επισιτιστικό πρόβλημα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν ούτε οι δωσίλογες κυβερνήσεις που αρκέστηκαν στις ανούσιες μάχες κατά των μαυραγοριτών και κυρίως στην έκδοση πληθωριστικού νομίσματος, με αποτέλεσμα το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές να είναι πολύ υψηλό. Κατά τον βαρύ χειμώνα της Κατοχής (1941-1942), δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από ασιτία, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης.
*Η Γερμανική κατοχή












Άγρια αντίποινα 
κατά του άμαχου πληθυσμού


Η γερμανική κατοχή ταυτίστηκε στη συλλογική μνήμη πρωτίστως με τα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού. Με την επίκληση του αξιώματος της συλλογικής ευθύνης αιτιολογήθηκε η στρατηγική της «προληπτικής» χρήσης τυφλής βίας κατά των προφανώς αμέτοχων, αλλά εκ προοιμίου συνένοχων πολιτών για τις γερμανικές απώλειες επί ελληνικού εδάφους.
Οι απαρχές της πολιτικής αντιποίνων της Βέρμαχτ στην Ελλάδα εντοπίζονται χρονικά στις ομαδικές εκτελέσεις και την ολοκληρωτική καταστροφή πολλών κρητικών χωριών (Κάνδανος, Κοντομαρί, κ.ά.), ως επακόλουθο της «Μάχης της Κρήτης». Τυφλή βία εναντίον του άμαχου πληθυσμού χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς το φθινόπωρο του 1941 και στην περίπτωση της γερμανοκρατούμενης Κεντρικής Μακεδονίας. Οι εκτελεσθέντες άμαχοι ξεπέρασαν τους 400 (ηλικίας 16-60 χρονών), οι περισσότεροι από τα χωριά Ανω και Κάτω Κερδύλλια και Μεσόβουνο Κοζάνης.
Οι απανωτές ήττες στη Β. Αφρική και το Στάλινγκραντ στις αρχές του 1943, καθώς και η σταδιακή ιταλική κατάρρευση ενέτειναν την αδυσώπητη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού, προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο κύρος και ο έλεγχος της καταστάσεως, αφού είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται αντιστασιακή δράση κατά των Γερμανών κατακτητών.
Η επίκληση της πολεμικής αναγκαιότητας συνέπεσε μάλιστα με την κατάρρευση των ιδεολογημάτων περί μερικής έστω φυλετικής συνέχειας των Ελλήνων, εφόσον η εξαφάνιση κάθε λανθάνουσας «συναισθηματικής» φιλελληνικής διάθεσης, ήταν προϋπόθεση για τον περιορισμό των ηθικών αναστολών του στρατεύματος διά της εξίσωσης των αμάχων με τους αντάρτες. Απτό δείγμα της νέας «ανελέητης αντισυμμοριακής» στρατηγικής, υπήρξαν τα εκατοντάδες θύματα στην πόλη των Καλαβρύτων, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, αλλά και οι σφαγές στους Λυγγιάδες Ιωαννίνων και στο Κομμένο Αρτας. Ο κύκλος τυφλής βίας από την πλευρά των γερμανικών στρατευμάτων διευρύνθηκε το 1944 με την κλιμάκωση της τακτικής των συλλογικών αντιποίνων με τις αιματηρές σφαγές στο Δίστομο Βοιωτίας και στην Κλεισούρα Καστοριάς, όπου τα θύματα ήταν κυρίως βρέφη, παιδιά, γυναίκες και υπερήλικες. Σε αντίθεση με τα Ες Ες, που επέμεναν συνήθως σε άτεγκτη εφαρμογή της μεγαλύτερης δυνατής ποσοτικής αναλογίας (50 για κάθε σκοτωμένο Γερμανό), τα αντίποινα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα δεν ξεπέρασαν κατά μέσο όρο την αναλογία 10:1. Πρώτη και κυριότερη εξαίρεση αποτελούσαν οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1941.
Οι συνέπειες της ναζιστικής κατοχής, υπό τη μορφή ανθρώπινων απωλειών, υλικών καταστροφών και οικονομικής αφαίμαξης ήταν στην περίπτωση της Ελλάδας ανυπολόγιστες. Ο όλεθρος θα ήταν βέβαια ακόμα μεγαλύτερος αν κατά την αποχώρηση της Βέρμαχτ τον Οκτώβριο του 1944 είχε εφαρμοστεί, όπως στην Πολωνία, η λεγόμενη «Θεωρία του Χάους». Αυτή προέβλεπε την καταστροφή όλων των υποδομών της χώρας (βιομηχανικές μονάδες, λιμάνια κ.λπ.), καθώς και την εκτέλεση των ηγετών του αστικού κόσμου (συμπεριλαμβανομένων των Σοφούλη, Καφαντάρη, Γονατά κ.ά.), που ήταν έγκλειστοι στο Χαϊδάρι. Ωστόσο, ο βαρύς φόρος αίματος που πλήρωσε η Ελλάδα και η ανυπολόγιστη καταστροφή που υπέστη ισοδυναμούσαν με τακτική καμένης γης και μια ζοφερή πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με αριθμούς.

* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι ειδικός επιστήμων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
*Κατοχικό πληθωριστικό χαρτονόμισμα



Λεηλασία των πόρων της χώρας 
από τους κατακτητές



Του Μιχάλη Ψαλιδόπουλου*


Η ελληνική οικονομία βρισκόταν, λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου, σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση.
Παρ’ όλο που μετά την πτώχευση του 1932 η βιομηχανική και η αγροτική παραγωγή παρουσίασαν (με εξαίρεση το 1937) σταθερή άνοδο, το Δημόσιο, που από το 1935 και μετά είχε συνομολογήσει συμφωνία αποπληρωμής των ξένων ομολογιούχων, αντιμετώπιζε οξύ πρόβλημα φορολογικών εσόδων. Οι χαμηλές και μεσαίες εισοδηματικές τάξεις, ιδίως οι αγρότες, πένονταν στην κυριολεξία και αδυνατούσαν να συνεισφέρουν με οποιονδήποτε τρόπο στο δημόσιο ταμείο. Το εξωτερικό εμπόριο είχε προσανατολισθεί στο σύστημα ανταλλαγής εμπορευμάτων μέσω συμψηφισμών (κλήρινγκ), ενώ η Ανώτατη Επιτροπή Οικονομικής Αμυνας του μεταξικού καθεστώτος προωθούσε την αντίληψη ότι η κρατική ρύθμιση, ειδικά στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, που την εποχή εκείνη συγκροτήθηκε θεσμικά στη χώρα, θα άμβλυνε την κοινωνική δυσαρέσκεια που προκαλούσε η άσχημη οικονομική κατάσταση, η πολιτική καταπίεση και η απαγόρευση ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης στους εργαζόμενους.
Η επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας (τον Σεπτέμβριο του 1939) είχε ως συνέπεια στην Ελλάδα την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, ενώ οι αποταμιευτές έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τις καταθέσεις τους στις τράπεζες. Η κατάσταση εκτονώθηκε όμως σύντομα, επειδή οι τράπεζες ανταποκρίθηκαν στη ζήτηση από το κοινό. Ετσι κύλησε άλλο ένα έτος και, μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο. Η νίκη όμως των ελληνικών δυνάμεων στο αλβανικό μέτωπο και η ευφορία που ακολούθησε, δημιούργησαν ξανά συνθήκες εμπιστοσύνης στο νόμισμα. Ιδια επίδραση είχε και η ειδική δανειοδότηση της οικονομίας από τους Βρετανούς που είχαν εγγυηθεί τα σύνορα της Ελλάδας πριν από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
*Θηριωδίες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού


Η κατάσταση όμως αυτή δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Τον Απρίλιο του 1941, η Γερμανία επιτέθηκε στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας και προς το τέλος του μήνα οι δυνάμεις του Αξονα μπήκαν στην Αθήνα. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής, σε κάθε μία από τις οποίες καθιερώθηκε και διαφορετικό νόμισμα (κατοχικό μάρκο, μεσογειακή δραχμή, λέβα). Η νομισματική αυτή διαρρύθμιση αποτέλεσε και το πρώτο βήμα για τη σταδιακή καταστροφή της οικονομίας.
Πολλοί πίστευαν, ότι λόγω της συμπάθειας των εθνικοσοσιαλιστών προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η συμπεριφορά τους ως κατακτητών στην Ελλάδα θα διαφοροποιείτο προς το ευνοϊκότερο, απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, διαψεύδοντας επίσης και όσους πίστευαν ότι η Ελλάδα, ως φτωχή σε πρώτες ύλες χώρα, δεν θα ενδιέφερε οικονομικά τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Στο παγκοσμίου κύρους Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας στο Κίελο, εκπονήθηκαν πριν και μετά την επίθεση κατά της Ελλάδας έξι μελέτες που αφορούσαν την οικονομία του τόπου:
1. Η βιομηχανία τροφίμων στην Ελλάδα
2. Η ναυπηγική βιομηχανία της Ελλάδας
3. Η ελληνική κλωστοϋφαντουργία
4. Η βιομηχανία καουτσούκ στην Ελλάδα
5. Η ελληνική σιδηροβιομηχανία
6. Τα ελληνικά μεταλλεύματα
Οι μελέτες αυτές που απεστάλησαν στις δυνάμεις κατοχής αποτελούν απόδειξη του συστηματικού τρόπου με τον οποίον επιδιώχθηκε η ολοκληρωτική υποταγή της υπόδουλης Ελλάδας στις επιδιώξεις των κατακτητών. Οι αρχές κατοχής αμέσως με τη συνεργασία της κυβέρνησης Τσολάκογλου κατάσχεσαν αγροτικά προϊόντα (καπνό, λάδι κ.λπ.) και μεταλλεύματα (βωξίτη, χρώμιο κ.λπ.). Παρά τις τεχνητά χαμηλές τιμές που χρησιμοποιούνταν όποτε ο κατακτητής αγόραζε οτιδήποτε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό κλήρινγκ, η Ελλάδα εμφάνιζε μεγάλο πιστωτικό άνοιγμα υπέρ αυτής στον λογαριασμό αυτό, χωρίς προοπτική να αποσπάσει κάτι σε αντάλλαγμα. Ετσι, αργότερα, ιδρύθηκαν οι εταιρείες εξαγωγικού εμπορίου DEGRIGES και SAGIC, που διαχειρίζονταν το ελληνο-γερμανικό και το ελληνο-ιταλικό εμπόριο αντίστοιχα. Ομως κι αυτές λόγω της αυθαιρεσίας των υπολογισμών συσσώρευσαν τεράστια χρέη προς την Ελλάδα, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο το πιστωτικό της άνοιγμα.
*Ναζί προ της Ακροπόλεως


Ενώ οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Απρίλιο του 1941 την Αθήνα, μόλις στα τέλη Ιουνίου επέτρεψαν στους Ιταλούς να εισέλθουν στην Αθήνα και την Αττική. Εν τω μεταξύ στους δύο αυτούς μήνες, όχι μόνο είχε κατασχεθεί και σταλεί στη Γερμανία ό,τι είχε βρεθεί αποθηκευμένο, αλλά το κυριότερο, οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις που είχαν ενδιαφέρον για την πολεμική οικονομία της Γερμανίας αγοράστηκαν, νοικιάστηκαν ή δεσμεύτηκαν να προμηθεύουν τη γερμανική αγορά με πυρίτη, σιδηρομετάλλευμα, χρώμιο, νικέλιο, μαγγάνιο, γρανίτη, σε όσες ποσότητες και αν παράγονταν. Οι Ιταλοί ζήτησαν μερίδιο από τη λεηλασία και απέσπασαν κάποια προνόμια, μετά την άνοιξη του 1942, χωρίς όμως και να ανατρέψουν τη ροή του εμπορίου προς τη Γερμανία (το 76% των ελληνικών εξαγωγών κατευθυνόταν προς Γερμανία και το 17% προς Ιταλία).
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι οι κατακτητές ήρθαν με τις χειρότερες των προθέσεων για την ελληνική οικονομία, μη διστάζοντας σε τίποτε, καταστρέφοντας συστηματικά την υλική της βάση και το νόμισμά της και μάλιστα με τόσο μεγαλύτερο μένος, όσο η αντίσταση του ελληνικού λαού στα σχέδιά τους φούντωνε.


Το κατοχικό δάνειο


Οι χώρες του Αξονα είχαν την ισχύ να εκδίδουν ως κατακτητές χρήμα, πράγμα που έκαναν, ενώ με τη συμφωνία της Ρώμης της 14ης Μαρτίου 1942 συνομολογήθηκε δάνειο για τα επιπλέον των εξόδων κατοχής ποσά που θα έπαιρναν οι αρχές κατοχής από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το συνολικό τους ύψος ήταν αντίστοιχο των 3,5 δισ. δολαρίων κατά τον υπολογισμό του καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου το 1995. Ο ίδιος, προσθέτοντας έναν εύλογο τόκο 3%, υπολόγιζε την τότε παρούσα αξία του ποσού αυτού σε 13 δισ. δολάρια.


Οικονομικές ιδέες

Οι οικονομικές ιδέες που διείπαν την αντίσταση έδιναν όχι μόνο μια απάντηση σε έναν κίνδυνο που απειλούσε την επιβίωση των Ελλήνων, αλλά και μια διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της προπολεμικής κοινωνίας (Μικρασιατική Καταστροφή, κρίση του 1929, δικτατορία Μεταξά κ.λπ.)
Ανεξάρτητα από παλιότερες πολιτικές προτιμήσεις ή ενδοεπιστημονικές αφετηρίες, οι Ελληνες οικονομολόγοι της εποχής είδαν με συμπάθεια και προπαγάνδισαν ως επερχόμενη νομοτέλεια την εγκαθίδρυση ενός εξισωτικού οικονομικού συστήματος, σαν εκείνου που υπήρχε την εποχή εκείνη de facto στην ελληνική κοινωνία.
Είναι η εποχή που, μεταξύ άλλων, οι καθηγητές Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος έγραψαν τον «Δημιουργικό σοσιαλισμό» και τον «Σοσιαλισμό» αντίστοιχα, που το ΚΚΕ διένειμε το πρόγραμμά του περί εθνικής απελευθέρωσης και λαϊκής δημοκρατίας με τίτλο «Λαοκρατία και Σοσιαλισμός», η εποχή που οι Ελληνες οικονομολόγοι προβληματίστηκαν έντονα σχετικά με το:
1. Πώς η οικονομία της Ελλάδας θα μπορούσε να γίνει μεταπολεμικά βιώσιμη.
2. Ποιος έπρεπε να είναι ο ρόλος του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
3. Σε ποιες βάσεις έπρεπε να τοποθετηθούν οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της χώρας.
Ενας από τους λόγους της πλατιάς αποδοχής των σοσιαλιστικών ιδεών ήταν και το ότι η οικονομική κρίση στην Κατοχή διαπερνούσε πολιτικές γραμμές και κοινωνικά όρια. Κατά την Κατοχή δεν χτυπήθηκαν μόνον οι φτωχοί.
Οι μεσαίες, αλλά και οι ανώτερες τάξεις απώλεσαν τον συσσωρευθέντα πλούτο τους, είτε μέσω του πληθωρισμού είτε στην αναζήτηση των αναγκαίων μέσων επιβίωσης μέσω της μαύρης αγοράς. Ο υπερπληθωρισμός της Κατοχής ακύρωσε τις αποταμιεύσεις σε χρήμα και αφαίρεσε από τα μεσαία στρώματα τα εισοδήματά τους, ενώ κοσμήματα, διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ακόμα και ακίνητα, εκποιήθηκαν στον βωμό της ανάγκης για επιβίωση.
*Κατοχικά στρατεύματα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη


Έκρηξη πληθωρισμού και μαύρη αγορά


Η έκταση των καταστροφών αυτών προβλημάτισε ως και τους ίδιους τους κατακτητές. Τον Νοέμβριο του 1942 οι Neubacher και D’ Agostino ορίστηκαν κομισάριοι του Αξονα στην Ελλάδα για οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις. Μετά τους θανάτους από πείνα τον χειμώνα του 1942 οι κατακτητές συναίνεσαν σε αποστολές τροφίμων μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενώ, αργότερα, οι Γερμανοί πούλησαν και χρυσές λίρες μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος, ώστε να στηριχθεί η συνεχώς πίπτουσα αξία της δραχμής, και μέσω αυτής τα έξοδα του στρατού κατοχής. Αποστολές χρυσών λιρών από τους Συμμάχους προς τις οργανώσεις του βουνού συνέτειναν και αυτές στην ολοκληρωτική υποκατάσταση του νομίσματος από τον χρυσό, καθώς ο πληθωρισμός, από τον χειμώνα του 1943 και μετά, έγινε καλπάζων.
Καθώς όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι της οικονομίας σταδιακά έπνεαν τα λοίσθια, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις εξελίξεις στην καθημερινή ζωή. Το πρόβλημα της εξασφάλισης της επιβίωσης αναδείχθηκε ως το μείζον θέμα κοινωνικής ύπαρξης και συμπεριφοράς. Η πτώση της παραγωγής, η απουσία αξιόπιστου μέσου ανταλλαγής, οι επισχέσεις εμπορευμάτων από πλευράς αρχών κατοχής και η παράλυση του συστήματος μεταφορών ήταν οι βασικοί παράγοντες της πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Πτώση εισοδήματος και ανεργία συμπλήρωναν την εικόνα του καρκινοβατούντος εμπορίου και της παραγωγής. Η έλλειψη σε είδη διατροφής χτυπούσε τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και όσους δεν είχαν διασυνδέσεις με την επαρχία. Ενα κοινωνικό στρώμα χωρίς αυτές τις προσβάσεις ήταν οι πρόσφυγες του 1922.
Ατομική και συλλογική αντίσταση στις αστικές περιοχές ήταν ταυτισμένες με την ανάγκη απόκτησης ενός ελέγχου οικονομικών πόρων για την επιβίωση. Σε αυτή τη σφαίρα πολιτικός αγώνας και οικονομική δράση συναντήθηκαν και συγχωνεύθηκαν σε μια ισχυρή επιθυμία για τη διαμόρφωση κοινωνικών συνθηκών που θα ίσχυαν την «επόμενη μέρα». Ενέργειες όπως η κλοπή προμηθειών από Γερμανούς ήταν τόσο πολιτικές, όσο και οικονομικές. Η αντίσταση κατά της αποστολής εργατών στα εργοστάσια των χωρών του Αξονα, η δημιουργία συνεταιρισμών σε συνθήκες παρανομίας, ο αγώνας για αυξήσεις μισθών και πληρωμών σε είδος, η επέκταση του δελτίου και, τέλος, η έξοδος στο βουνό, ήταν πράξεις αντίστασης που έδιναν πολιτικό νόημα και προοπτική στην αντιστασιακή δράση. Σε επίπεδο οικονομικών μηχανισμών το αντιστασιακό κίνημα απάντησε στην οικονομική κρίση οργανώνοντας αλληλοβοήθεια, σαμποτάροντας τη διαδικασία των κατασχέσεων από τα στρατεύματα κατοχής και, τέλος, μέσω της προσπάθειας άσκησης ελέγχου επί της παραγωγής, στις απελευθερωμένες περιοχές.
Η μαύρη αγορά που εμφανίστηκε παράλληλα με την έναρξη της Κατοχής και συνέχισε να διευρύνεται έκτοτε, ήταν τμήμα μιας υπόγειας, αφανούς και παράλληλης οικονομίας, νομισματική βάση της οποίας ήταν ο χρυσός. Οι μαυραγορίτες, προερχόμενοι από την παλιά τάξη εμπόρων και βιομηχάνων, μεσολαβούσαν μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, αξιοποιούσαν το υφιστάμενο κεφάλαιο και ακροβατούσαν μεταξύ συνεργασίας με τον κατακτητή και προσωπικού πλουτισμού. Το κίνημα της αντίστασης από την άλλη πλευρά ευαγγελιζόταν την οικονομική ισότητα και τη συλλογική δράση των ατόμων. Για τους παραπάνω λόγους αντίσταση και μαύρη αγορά συγκρούστηκαν ανελέητα και στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και μετέπειτα.


Η καταστροφή σε αριθμούς


Η Ελλάδα, μετά τη Σοβιετική Ενωση, δέχτηκε τα πιο σκληρά πλήγματα εξαιτίας του πολέμου και της κατοχής στην Ευρώπη. 415.300 ανθρώπους έχασε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής (7.336.000 ο πληθυσμός της χώρας στην απογραφή του 1940), από τους οποίους 260.000 ήταν άμαχοι, θύματα της πείνας. 900 θερμίδες τη μέρα ανά άτομο ήταν η ημερήσια διατροφή το 1941 και, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ποτέ δεν πέρασε τις 1.400 σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. 70% μειώθηκε η γεωργική παραγωγή μεταξύ 1940 και 1944, ενώ η βιομηχανική 82%. 60% των ζώων της έχασε η κτηνοτροφία και 78% της χωρητικότητάς της η ναυτιλία. 72% των μεταφορικών μέσων (φορτηγά αυτοκίνητα) καταστράφηκαν, όπως και το 25% των ελληνικών δασών. 280.000 τόνοι ήταν οι εισαγωγές το 1944 από 1.500.000 το 1940 και οι εξαγωγές 33.000 από 500.000 αντίστοιχα. 90% των αμαξοστοιχιών πήραν μαζί τους οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους, ενώ ανατίναξαν το 90% των γεφυρών πλάτους άνω των δέκα μέτρων (στην Πελοπόννησο το 80%). 8.500.000.000 δολάρια της εποχής οι υλικές καταστροφές της Ελλάδας, σύμφωνα με εκτιμήσεις της διάσκεψης των Παρισίων το 1946 για τις επανορθώσεις.

* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι καθηγητής της Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο υπάρχει διαφοροποιημένο στο βιβλίο του «Οικονομολόγοι και Οικονομική Πολιτική στη Σύγχρονη Ελλάδα».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου