Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Σαγιάκια, γαϊτάνια και αμπάδες, στην παράδοση της Θράκης

*Σύγχρονο ύφασμα σαγιάκι της φίρμας Λυμπέρης Γιαννακόπουλος





 

*Αμερικανικά στοιχεία

του 1876 για την περιοχή

της Φιλιππούπολης

 

 

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

 

 

Λέξεις, που στα παρελθόν σηματοδοτούσαν χίλια δυο πράγματα της καθημερινότητας, της πρακτικότητας ή της καλαισθησίας, σήμερα συνήθως εκπέμπουν μια νοσταλγία ή παραπέμπουν σε μουσεία. Η τεχνολογική πρόοδος, η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, έχουν εξαφανίσει πολλά αντικείμενα καθημερινής χρήσης ή τα έχει εκτοπίσει στις προθήκες των μουσείων. Στη Θράκη υπάρχουν πάμπολλα αντικείμενα, που τείνουν να ξεχαστούν. Στην εποχή τους ήταν απολύτως χρήσιμα, σε σπίτια και μικρές επιχειρήσεις, η διακίνηση τους ήταν επωφελής για τα οικογενειακά εισοδήματα και γενικά έδιναν ζωή στις τοπικές οικονομίες.

Διάλεξα τρεις λέξεις, που ήταν σε χρήση στη Θράκη, αλλά και όπου αλλού υπήρχε Ελληνισμός, ενώ σήμερα τείνουν να ξεχαστούν κυρίως από τις νεώτερες γενεές.

Σαγιάκια, αμπάδες, και γαϊτάνια, είναι οι λέξεις που σήμαιναν πολλά!!! Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο Αμερικανός πρόξενος της Φιλιππούπολης Ευγένιος Σιούλερ ανέθεσε σε κάποιον Βούλγαρο ονόματι Ιβάν Γκέσοφ να συντάξει μια μελέτη για την παραγωγή προϊόντων και το εμπόριο της περιφέρειας της Φιλιππούπολης, στις 28 Σεπτεμβρίου 1876. Η μελέτη αυτή υποβλήθηκε στο Αμερικανικό Γενικό Προξενείο της Κωνσταντινούπολης, για να προωθηθεί στην Ουάσιγκτον. Σημαντικές αναφορές γίνονται για τα σαγιάκια, τους αμπάδες και τα γαϊτάνια, που είχαν σημαντική θέση στην οικοτεχνία, αλλά και στο εμπόριο της Φιλιππούπολης και άλλων περιοχών. Κατά τη μελέτη αυτή, η ευρύτερη περιοχή της Φιλιππούπολης αριθμούσε το 1876, 950 πόλεις και χωριά, και είχε 600.000 κατοίκους.

Τώρα ας δούμε τι είναι το σαγιάκι…

Η λέξη είναι τουρκικής προέλευσης (şayak) και σημαίνει  είδος μάλλινου υφάσματος. Αργότερα η έννοια της λέξης επεκτάθηκε και σήμαινε και κάποιο είδος κοντού και χοντρού ενδύματος κατασκευασμένου από σαγιάκι.

Κατά τον καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Μανόλη Βαρβούνη, στην ανδρική Θρακική φορεσιά, υπάρχει το πουτούρι,  το πουκάμισο, το γιλέκο, το γιαμουρλούκι, το ζουνάρι, το σάλι (κάλυμμα κεφαλής), τα τσουράπια και τα κουντούρια ή γεμενιά. Το πουτούρι είναι ένα φαρδύ παντελόνι, καφέ χρώματος, φτιαγμένο από σαγιάκι μάλλινο, δίμιτο της νεροτριβής.

*Οι αμπάδες ήταν για βαριά μάλλινα ρούχα

Σειρά έχει ο αμπάς…

Πρόκειται για εξαιρετικό χοντρό μάλλινο ύφασμα, που από τα χρόνια του Ναπολέοντα, το αγόραζε και ο γαλλικός στρατός από την  Ήπειρο και τη Μακεδονία για τις κάπες των στρατιωτών. Η λέξη είναι αραβοτουρκικής ετυμολογίας (aba) και σημαίνει την κάπα, το πανωφόρι. Ήταν χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα, που το φορούσαν συνήθως οι γεωργοί, οι ποιμένες, οι ναυτικοί κτλ.

Στα χρόνια της ύστερης τουρκοκρατίας είχαμε το γνωστό διαχωρισμό μεταξύ των ραφτάδων. Τους φραγκοράφτες και τους αμπατζήδες. Φραγκοράφτες λέγονταν αυτοί που έραβαν στα μεγάλα αστικά κέντρα κυρίως τις φορεσιές των ανδρών, οι οποίοι προσχωρούσαν στη μόδα τη Ευρώπης. Αμπατζήδες λέγονταν οι κατασκευαστές ή οι πωλητές ρούχων από αμπά, δηλαδή το χοντρό ειδικό μάλλινο ύφασμα. Η δουλειά των αμπατζήδων ήταν να γυρνούν στα χωριά, να πουλάνε το ύφασμα από αμπά και συγχρόνως να ράβουν «αμπάδες».

Ο τελευταίος αμπατζής του Διδυμοτείχου είχε το επίθετο Αμπατζής και έραβε αμπάδες έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Είχε δύο παιδιά το Γιώργο και τη Λαμπρινή. Έμενε και εργαζόταν απέναντι από τη Νοσηλευτική Σχολή.

*Γαϊτάνι σε αμάνικο γυναικείο επενδύτη.

Ας δούμε και το γαϊτάνι, που σαν λέξη και σαν προϊόν είναι πιο οικείο στις νεώτερες γενεές…

Η λέξη ετυμολογικά έχει μάλλον λατινική προέλευση.

Πρόκειται για  έντεχνα πλεγμένο κορδόνι με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερις. Μπορεί να είναι και μάλλινο ή βαμβακερό. Κοσμούσε τα ρούχα στα τελειώματά τους, στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο.

«Άντρα μου, θέλω φουστάνι γύρω-γύρω με γαϊτάνι» τραγουδούσε η Δόμνα Σαμίου…

 


Τα τρία προϊόντα και τα… τσουράπια!!!

 


               Στην πολύτιμη αυτή έκθεση, που υπάρχει σήμερα στα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, διατυπώνονται και ορισμένες σκέψεις για την καθυστέρηση, που μάστιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε σχέση με άλλες περιοχές των Βαλκανίων. Για παράδειγμα η έκθεση επικαλείται την γνώμη του Αυστριακού περιηγητή βαρόνου Μπεργκ  ότι η διαφορά φαίνεται στον κάτω ρου του Δούναβη, όπου από την όχθη της Ρουμανίας βλέπει κανείς σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα για αύξηση της παραγωγής, ενώ από την Τουρκική όχθη παρατηρεί κανείς προσκόλληση σε παλαιές μεθόδους. Ο συντάκτης μιλάει επίσης για άδικα φορολογικά συστήματα των Τούρκων και εκβιαστικές μεθόδους είσπραξης των φόρων και επισημαίνει ότι επικρατεί γενικά ανασφάλεια ζωής και περιουσίας.

               Σε ό,τι αφορά την περιφέρεια της Φιλιππούπολης ο συντάκτης της έκθεσης αναφέρει ότι πρόκειται για μια εύφορη καλλιεργήσιμη περιοχή, που την ποτίζει ο ποταμός Έβρος.

               Στη συνέχεια γίνεται παρουσίαση των προϊόντων που παράγονταν εκεί. Όπως των δημητριακών και των σιτηρών, του γλυκάνισου, του ρυζιού, των δερμάτων, των κουκουλιών, του μαλλιού, του καπνού, κ.λπ. Ειδική αναφορά γίνεται βέβαια και στην ανθούσα παραγωγή τριαντάφυλλων, από τα οποία παράγονταν το φημισμένο ροδέλαιο.

Ας δούμε τώρα τα τρία προϊόντα που ξεχωρίσαμε.

*Σαγιάκι σύγχρονο από αθηναϊκό κατάστημα

*Shayaks: Η παραγωγή shayaks (μάλλινο ύφασμα) είναι μια οικιακή βιομηχανία πολλών χωριών των Βαλκανίων και πιο συγκεκριμένα των Kalofer, Sopot, Carlovo και Aoratalan. Τόσο το κλώσιμο όσο και η ύφανση γίνονταν στο χέρι. Καθώς η λεγόμενη ευρωπαϊκή φορεσιά βρίσκει ολοένα και μεγαλύτερη εύνοια καθημερινά στους άντρες της Τουρκίας, και τα shayak φοριούνται από όλες τις τάξεις που υιοθετούν αυτή τη φορεσιά, μπορεί να ειπωθεί ότι η κατασκευή τους, είναι ο μόνος πολλά υποσχόμενος κλάδος της βιομηχανίας στην περιοχή της Φιλιππούπολης. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η αξία των shayaks που εξάγονται κάθε χρόνο για διάφορες περιοχές της ευρωπαϊκής Τουρκίας δεν μπορεί να υπολογιστεί πάνω από 20.000 λίρες τουρκικής.

*Αμπατζίδικο στο Διδυμότειχο του 1931

Aba: (χοντροκομμένα μάλλινα υφάσματα.). Όπως η κατασκευή shayaks και μάλλινων καλτσών αποτελεί την οικιακή βιομηχανία των βαλκανικών χωριών, έτσι και η παραγωγή του αμπά αποτελεί την οικιακή ενασχόληση των ορεισίβιων της Ροδόπης. Το κλώσιμο και η ύφανση γίνονται από τις γυναίκες, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες. Τα υφάσματα όταν είναι έτοιμα πωλούνται από τους άνδρες στους εμπόρους της Φιλιππούπολης, οι οποίοι είτε τα εξάγουν είτε τα diau;etoyn στην κυβέρνηση για χρήση των στρατευμάτων. Η ετήσια παραγωγή υπολογίζεται σε 100.000 τεμάχια, (από 14 γιάρδες το καθένα), τα τρία τέταρτα των οποίων εξάγονται σε κομμάτια και τα υπόλοιπα σε έτοιμα ρούχα, που κατασκευάζονται στην πόλη της Φιλιππούπολης. Η αξία όλων των αμπάδων που εξάγονται μπορεί να υπολογιστεί σε 80.000 τουρκικές λίρες.

Ghaïtan, (μάλλινh πλεξούδα.): Αυτή η βιομηχανία απασχολεί πολλά χέρια στο Calofer, το Carlovo και το Sopot. Το κλώσιμο του νήματος γίνεται με το χέρι, ενώ η κατασκευή της ίδιας της πλεξούδας γίνεται με ένα είδος πρωτόγονου μηχανήματος. Καθώς αυτή η πλεξούδα χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση παλιομοδίτικης τουρκικής και άλλων ανατολικών φορεσιών, η κατασκευή της μειώνεται. Η αξία της ετήσιας παραγωγής, των τελευταίων ετών, μπορεί να εκτιμηθεί από 60.000 έως 70.000 λίρες τουρκικές.

Και μια τελευταία ματιά σε ένα άλλο προϊόν εκτός των τριών προαναφερθέντων. Η κατασκευή μάλλινων καλτσών, τα γνωστά μας τσουράπια, μιας άλλης εγχώριας βιομηχανίας του Aoratalan και κάποιων άλλων περιοχών, παράγει ετήσια εξαγώγιμη αξία περίπου 8.000 λιρών τουρκικών.

 

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

 

ΠΗΓΗ

*Εθνικά Αρχεία ΗΠΑ (https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1876/d322)